Κέντρωνας

(Ο Νομαδ σας συμβουλεύει να αλλαξετε μπλογκ ΤΩΡΑ. Διαφορετικά σας εφιστά την προσοχή ότι το δημόσιο μπουγέλωμα δεν επιτρέπεται. Το παρόν κείμενο δεν βγαζει νοημα μόνο του και θα συμπληρωθεί με επόμενο κείμενο, το οποίο επίσης δεν θα βγάζει νόημα μόνο του. Οταν όμως αυτά τα δυό αλληλοσυμπληρωθούν, τότε δεν θα βγάζουν νόημα μαζί. :Ρ Ευχαριστώ) Αφήνω ανοιχτό τον υπολογιστή γιατί χτυπάει το κουδούνι. Πρέπει να είναι εκείνη. Το πήρα απόφαση. Θα τη ρωτήσω τι μου συμβαίνει. Γιατί κάτι μου συμβαίνει αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι. Αισθάνομαι παράξενα. Σα να ζω μέσα στις ιστορίες που γράφω κατά κάποιον τρόπο, κιόταν τελειώνουν και βγαίνω εδώ έξω… Πώς να το πω; Δεν νοιώθω πως ανήκω εδώ. http://nomads-tales.blogspot.com/2009/04/blog-post_06.html Η τηλεόραση παίζει κάποιο γιαπωνέζικο ερωτικό έργο, όμως οι διάλογοι είναι παράταιροι. Δεν το πρόσεξα καλά, αλλά μου φάνηκε τυπικό. Ένας άντρας, μια γυναίκα, μια αγάπη, ένα πρόβλημα. Αλλά ετούτη η ιστορία με το τζίνι τι σχέση έχει; Είμαι πάλι μόνος στο σπίτι. Εχω την αίσθηση πως είμαι μόνος εδώ και καιρό. Οτι κάθομαι συνεχώς στον υπολογιστή και γράφω, μόνο που δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχουν αυτά που γράφω -αν έχουν κάποιο. Στο μυαλό μου τριγυρίζει συνεχώς μια κοπέλα, μια πολύ νεαρή γυναίκα, μια γυναίκα-παιδί. Είναι όμορφη και νοιώθω σύγχιση. Δεν ξέρω αν τη βλέπω ερωτικά η στοργικά. Αλλά ούτε κι αυτή μπορώ να καταλάβω τι ρόλο παίζει. Δεν ξέρω τι δεν πάει καλά. Δεν αισθάνομαι πείνα και παρατηρώ ότι στην κουζίνα υπάρχουν πιάτα με αποφάγια, άρα έφαγα πριν κάμποση ώρα. Που βρέθηκαν όμως; Χτυπάει η πόρτα, πρέπει να διακόψω. Αν είναι εκείνη, το πήρα απόφαση. Θα την ρωτήσω τι μου συμβαίνει. Πρέπει να μάθω τι είναι. http://nomads-tales.blogspot.com/2009/04/blog-post_24.html Συνειδητοποιώ διαβάζοντας από την αρχή πως γράφω διηγήματα. Μου φαίνεται όμως ξένη αυτή η αποσπασματικότητα. Δεν είναι αυτό το στυλ μου. Κι ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί γράφω διηγήματα, ενώ εντελώς άλλα είναι αυτά που απασχολούν το μυαλό μου. Με προβληματίζει η κατάσταση που βιώνω. Ημερολόγιο θέλω να γράψω. Για την ακρίβεια, χρονολόγιο. Έχω πρόβλημα με τη μνήμη μου. Να, τώρα έφτασα να διαβάσω μέχρι εδώ κι όταν τελείωσα είχα ξεχάσει τα προηγούμενα. Δεν καταλάβαινα τι γίνεται. Αναγκάστηκα να ξαναδιαβάσω διαγώνια όλα από την αρχή για να βγάλω συμπέρασμα. Και νοιώθω μόνος. Που είναι η Άννα και το παιδί; Ποια είναι αυτή η νεαρή που σκέφτομαι συνεχώς και τι δουλειά έχει καρφωμένη στις σκέψεις μου; http://nomads-tales.blogspot.com/2008/11/nohiboka-to.html Έξω γίνεται πόλεμος. Το δείχνει η τηλεόραση. Πάντα κάποιον πόλεμο δείχνει. Και μέσα το μυαλό μου γίνεται πόλεμος κι αυτό το δείχνει η οθόνη του υπολογιστή. Ποιόν πολεμάω και γιατί; Δεν ξέρω. Η κοπέλα μόλις έφυγε. Μου είπε ότι η Άννα και τα παιδιά έχουν βγει για ψώνια και θα επιστρέψουν αργότερα. Δεν διευκρίνισε πόσο αργότερα. Άφησε το φαγητό, με φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε. Είναι τόσο νέα και τόσο όμορφη. Νομίζω πως είμαι ερωτευμένος μαζί της, αλλά δεν θα’ θελα να το καταλάβει αυτό η Άννα. Γιατί την Άννα την αγαπάω. Κι είμαι πολύ μεγάλος για να μου αρέσουν ανήλικα. Είμαι 35 χρονών. Σα να θέλει να το υπογραμμίσει, με φώναξε παππού. Θύμωσα αλλά δεν είπα τίποτα γιατί αυτό το κορίτσι είναι ιδιαίτερο. Και εκτός ότι μαγειρεύει νόστιμα, μοιάζει με τη γυναίκα μου. Φαντάζομαι πως κάπως έτσι θα έμοιαζε η Αννούλα στα 16 της. Κι αυτή η πρασινωπή λάμψη στο παράθυρο τι είναι πάλι; http://nomads-tales.blogspot.com/2009/02/blog-post_8909.html Είμαι πολύ ερεθισμένος και θέλω να διακόψω για λίγο. Πρέπει να ανακουφιστώ. Πεινάω κιόλας και δεν ξέρω τι να φάω. Το ψυγείο είναι σχεδόν άδειο. Επίσης νοιώθω φριχτό πόνο στο κεφάλι και στα κόκαλα. Ο οργανισμός μου δε λειτουργεί καλά. http://nomads-tales.blogspot.com/2009/01/blog-post_21.html Όταν πεθάνω θα ήθελα να μου επιτρέψει ο θεός να συνεχίσω να γράφω. Θα γράψω θεατρικά για κολασμένους. Θα στήσω παραστάσεις stant-up comedy στο καθαρτήριο. Θα περιγράψω την είσοδο του παραδείσου -γιατί μέσα δε με βλέπω να μπαίνω. Αναρωτιέμαι αν στη ζωή μετά το θάνατο υπάρχουν ηδονές όπως ετούτη. Αλλά κυρίως αναρωτιέμαι αν υπάρχουν αναγνώστες εκεί πέρα. Τι καλά που θα ήταν να μπορούσε ο συγγραφέας να μπει στο μυαλό του αναγνώστη του και να του διηγείται απευθείας τις ιστορίες. Να γίνουν ένα αυτοί οι δυο βάρβαρα αποχωρισμένοι. Έτσι θα έπρεπε να είναι οι μεγάλες αγάπες, ενωμένες. Μόνο που εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι γίνεται και πάλι το κουδούνι χτυπάει. Αν είναι εκείνη θα τη ρωτήσω τι συμβαίνει μήπως ξέρει να μου πει. http://nomads-tales.blogspot.com/2008/05/blog-post_21.html Το πέος μου είναι ανίκανο να ανταποκριθεί στην καρδιά μου. Αισθάνομαι να θέλω να ερεθιστώ αλλά οργανικά δε γίνεται. Σα να έχω χύσει πριν λίγη ώρα. Είμαι και μεγάλος για πολλά μαζεμένα. Είμαι 40 χρονών. Το θέμα είναι ότι δε θυμάμαι αν πράγματι τελείωσα. Και που είναι αυτό το κορίτσι; Η Άννα που πήγε; Το Λενάκι που είναι; Τι είναι αυτά τα παράξενα που γράφω παραπάνω; Αναγκάζομαι να τα διαβάζω πολύ γρήγορα για να μην ξεχνάω, έτσι όμως χάνω τον ειρμό -αν υπάρχει κάποιος δηλαδή. Τι στο διάβολο μου συμβαίνει; http://nomads-tales.blogspot.com/2009/03/blog-post_12.html Αυτά τα φωτεινά σημάδια με έχουν τρελάνει. Είναι παντού. Τα βλέπω έξω στα δέντρα, πάνω στη βιβλιοθήκη, στα περβάζια, στην καμινάδα, παντού. Έχουν διάφορα χρώματα Νομίζω ότι παραφρονώ. Υπήρχαν πάντα; Εγώ τα επινόησα και τώρα εισβάλουν στον έξω κόσμο; Να θυμηθώ -χα!- να ρωτήσω τη μικρή μου όταν έρθει τι γίνεται με μένα. Τώρα μόλις διάβασα το τελευταίο κείμενο. Όντως δεν πάω καλά, φαίνεται κι από αυτά που γράφω. http://nomads-tales.blogspot.com/2008/08/macellaria.html Ισχύς μου η αγάπη μιας 16χρονης. Πριν από λίγο με φίλησε σταυρωτά. Κάθισε στα πόδια μου και με χάιδευε αρκετή ώρα. «Τώρα παππού να είσαι φρόνιμο παιδί και να πέσεις για ύπνο νωρίς Θα τα πούμε αύριο την ίδια ώρα», είπε φεύγοντας. Γιατί με λέει παππού το παλιόπαιδο; Μπορεί να πονάει όλο μου το σώμα, αλλά είμαι μόλις 45 χρονών. Αλλά να καταγράψω γρήγορα ότι έρχεται κάθε μέρα, να μην το ξεχάσω. Εκείνη με ταίζει. Λες η Άννα να με εγκατέλειψε και να πήρε το παιδί μαζί της; Να τη ρωτήσω όταν ξανάρθει. Κι εκείνη πάλι πως προέκυψε; http://nomads-tales.blogspot.com/2009/02/1.html Προσπαθώ να σκεφτώ λογικά και ταυτόχρονα, μετά από κάθε μια από αυτές τις παράξενες ιστορίες, να καταγράφω τις σκέψεις μου ώστε να μπορώ να τις ξαναδιαβάζω και να ανατρέχω σε αυτές. Επειδή είναι αδύνατο να συγκεντρωθώ και κάθε φορά που διαβάζω η ιστορία μου φαίνεται καινούργια, σήμερα διάβασα μόνο τους σχολιασμούς κάτω από κάθε ιστορία. Μου έγινε λοιπόν τώρα απολύτως εμφανές ότι είμαι άρρωστος. Η μνήμη μου έχει τεράστιο πρόβλημα. Το συνειδητοποιώ διαβάζοντας και το καταγράφω, ώστε την επόμενη φορά να μην αναρωτιέμαι πάλι τι τρέχει. Συνειδητοποιώ ότι ξέρω ποιος είμαι , θυμάμαι τη μητέρα, τα παιδικά μου χρόνια στο Γιοχάνεσμπουργκ, τη σχολική εκδρομή στο Κέιπ Τάουν και το σκοτωμένο βουβάλι στο Κρούγκερ Πάρκ που είχε γίνει τροφή για τα λιοντάρια, θυμάμαι τη μετανάστευση και τον επαναπατρισμό μας, θυμάμαι την Άννα και τη γέννηση της Ελένης, θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα Δεν θυμάμαι όμως τίποτα για τη χθεσινή μέρα. Ούτε την προχθεσινή. Δε θυμάμαι τι συμβαίνει εδώ και αρκετό καιρό, αλλά δε θυμάμαι πόσο. http://nomads-tales.blogspot.com/2008/06/blog-post_12.html Από εδώ κάνω ουσιαστικά την αρχή. Δεν είναι πράγματι η αρχή. Από κάπου πρέπει να αρχίζει κανείς πάντως. Εγώ αρχίζω από εδώ λοιπόν. Η τουλάχιστον έτσι νομίζω τώρα. Συμβαίνουν τα εξής: Κάθομαι στον υπολογιστή. Ξαφνικά το μυαλό μου χάνεται σε παράξενες ιστορίες και τις καταγράφω. Αυτό δεν είναι καινούργιο βέβαια, μια που σε όλη μου τη ζωή με θυμάμαι να γράφω. Καινούργιο είναι όμως ότι όλα αυτά είναι αποσπασματικά, παρότι έχω μια υπόνοια πως υπάρχει μια χορδή που με κάποιο τρόπο τα συνδέει. Συνήθως δε γράφω έτσι. Ας το αφήσω αυτό στην άκρη προς στιγμήν. Ταυτόχρονα, δεν είμαι καλά. Η μνήμη μου πάσχει δραματικά. Και μάλλον αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα, όμως δυσκολεύομαι να καταλάβω τι άλλο συμβαίνει. Αρχίζω λοιπόν μια επιχείρηση καταγραφής αυτών που μου συμβαίνουν, όμως επειδή μου είναι αδύνατο να συγκεντρωθώ σε αυτό, το κάνω με πλάγια γράμματα κάτω από κάθε ιστορία που γράφω. Συχνά τα μάτια μου θαμπώνουν η σκοτεινιάζουν και βλέπω φωτεινά σημάδια. Οι δικοί μου λείπουν καιρό. Αυτό με προβληματίζει ιδιαίτερα. Που έχουν πάει; Διαβάζω πως είχαν πάει για ψώνια. Αλλά τι ψωνίζουν τόσο καιρό; Υπάρχει επίσης μια πολύ νέα και όμορφη κοπέλα, μια παιδούλα σχεδόν, που έρχεται και με φροντίζει. Είναι πολύ τρυφερή μαζί μου, μόνο που εκνευρίζομαι γιατί με φωνάζει παππού, ενώ είμαι μόλις 50 χρονών. Δεν ξέρω γιατί γράφω άλλη ηλικία σε προηγούμενα πλάγια στοιχεία, μάλλον είναι κι αυτό ένα από τα προβλήματά μου. Θα το διόρθωνα, αλλά προτιμώ να το αφήσω έτσι μήπως και καταλάβω. Νομίζω πως είμαι τσιμπημένος μαζί της. Ας ξεκινήσω λοιπόν από εκείνη. Τι ξέρω γι αυτήν; http://nomads-tales.blogspot.com/2006/11/blog-post_20.html Σήμερα μιλήσαμε αρκετή ώρα. Τη λένε Αριάδνη. Ο λόγος που τα άλλα κορίτσια τη θεωρούν «κάπως αλλόκοτη», όπως μου είπε, νομίζω πως είναι η εμμονή της στην πιο μακρινή διαδρομή. Της αρέσουν οι στροφές και οι περιπλανήσεις, μπορεί να κάνει 3 ώρες να γυρίσει στο σπίτι από μικρή απόσταση επειδή ανακάλυψε κάποιον καινούργιο τρόπο πρόσβασης. Το ίδιο και στο μυαλό της. Μπορεί να το διασχίσει σε 5 λεπτά, αλλά απο όσα κατάλαβα με την κουβέντα μας, προτιμά να το περπατάει με τις ώρες. Και δε φοβάται το σκοτάδι -ή κι αν φοβάται δεν το δείχνει. Τα καλά κορίτσια φοβούνται το σκοτάδι. Υποθέτω ότι η Αριάδνη έχει ξεπεράσει το φόβο της, γιατί καταλαβαίνει την έννοια του λαβύρινθου με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ένας λαβύρινθος έχει συνήθως μια είσοδο και μια έξοδο. Είναι κλειστός. Ένας διανοητικός λαβύρινθος όμως, μπορεί να διακλαδίζεται τόσο παράξενα ώστε να μπορείς να μπεις από πολλά σημεία μέσα του. Αλλά η έξοδος είναι μετακινούμενη όπως και οι ενδιάμεσοι τοίχοι κι έτσι η έννοια του προσανατολισμού δεν έχει νόημα. Έχει όμως νόημα να θες να περιπλανηθείς γνωρίζοντας ότι η έξοδος κάποια στιγμή, αν είσαι τυχερός και κρατάς σφιχτά το νήμα, θα φανεί. Αυτός είναι ο μεταβαλλόμενος λαβύρινθος, ο δικός της. Μόνο με το ένστικτο και την πίστη στην Πόρτα, βγαίνεις από αυτόν. Έξω τα πράγματα θα μοιάζουν ίδια. Ο περιπτεράς θα έχει αναρτήσει τις ίδιες εφημερίδες, ο τροχονόμος θα εκτελεί μονότονα την ίδια διαδικασία, ο καφετζής θα εξακολουθεί να μοιράζει τους καφέδες στον 5ο όροφο του υπουργείου εσωτερικών, κάποιος 80χρονος θα ξεψυχάει ξεχασμένος κι ένα βρέφος θα παίρνει την πρώτη του ανάσα. Αλλά δεν θα είναι ο ίδιος κόσμος. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα είναι άλλοι, γιατί αν βγεις από τον λαβύρινθο είσαι κι εσύ άλλος. Εκείνη ανέπτυξε την ικανότητα του ένστικτου, διαισθάνεται πότε πλησιάζει μια μεταβολή που την φέρνει πιο κοντά στην Πόρτα. Η Αριάδνη βρίσκεται ακριβώς στο σημείο μεταβολής. Και το ξέρει. Οι άλλοι όμως, πως να βγουν; -Με μια μακριά κλωστή, σκέφτηκε μια μέρα. Δεν μου το είπε αυτό, αλλά το νοιώθω, έτσι έγινε. Τη μέρα εκείνη, η Αριάδνη συνειδητοποίησε τον προορισμό της. Στο εξής, όσοι μιλούσαν για εκείνη θα σχημάτιζαν τη μορφή μιας γυναίκας να κρατάει ένα κουβάρι νήμα. Μια χορδή που ενώνει σημεία. Μια σύνδεση, έναν συνειρμό, μια πυξίδα, ένα ηρεμιστικό χαμόγελο. Γιατί πολλοί λένε ότι πιστεύουνε στην Πόρτα, μα πόσοι το εννοούν; Αν ήταν πολλοί, τότε που βρέθηκαν όλοι αυτοί οι σκελετοί στους διαδρόμους; Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η μορφή της να κρατάει το κουβάρι δεν απέχει πολύ από καθαρά θρησκευτική εικόνα. Στη θέση του βρέφους, το νήμα. Σε μια κλωστή κρέμεται η σωτηρία του ανθρώπου στον λαβύρινθο. Η σύνδεση της κλωστής και της εισόδου του λαβυρίνθου φαίνεται αυτονόητη, αλλά ξεχνάμε κάτι βασικό: ποιος παίρνει σπάγκο μαζί του; Ποιος περιμένει να βρεθεί εντός λαβυρίνθου; Αν όμως βρεθείς ξαφνικά; Αν περνάς από κοντά και σε ρουφήξει κάποια από τις μετακινούμενες εισόδους; Αν κάτι σκέφτεσαι και ξαφνικά ρουφήξει τη σκέψη σου; Κάθε στοιχειωδώς άθεος άνθρωπος τότε, θα έπιανε τον εαυτό του να σταυροκοπιέται τρεις φορές. Και να ανακαλύπτει την απάντηση στο πρωταρχικό ερώτημα. Αν η συμπεριφορά του αλλάζει τη στιγμή που βρέθηκε στον λαβύρινθο κι αρχίζει να προσεύχεται, τότε σημαίνει πώς είχε επείγουσα ανάγκη από έναν Θεό. Ίσως κι από έναν Μινώταυρο -αυτό δεν το ξέρει από πριν. Το τέρας, αν γεννηθεί, θα κριθεί με την είσοδο. Κι ο θεός επίσης. Γι αυτό αισθάνομαι την Αριάδνη σαν ιερό πρόσωπο πέρα από όλα τα άλλα που νοιώθω γι αυτήν. Φέρει τον μίτο. Και όταν θα μπεις στον λαβύρινθο, σταυρός σου είναι ένας μίτος. Το ξέρω γιατί είμαι μέσα. http://nomads-tales.blogspot.com/2007/11/blog-post.html Τι άλλο ξέρω γι αυτήν… Όταν με κοιτάει με εκείνον τον τρόπο «ανάμεσα», αυτό το μαγικό βλέμμα που μόνο την περίοδο της κρίσιμης καμπής μπορεί μια όχι ακόμα γυναίκα να σου χαρίσει, αισθάνομαι ότι όλα τα υπόλοιπα που με προβληματίζουν είναι μάταια. Όλος ο κόσμος. Και ιδίως οι ιστορίες. Όταν με κοιτάει με εκείνο τον τρόπο, αναγνωρίζω στην παιδική της μορφή το σκίρτημα της έμπνευσης, κοιτώ στα μάτια της την πλοηγό μου. Αλλά επίσης, αναγνωρίζω στα συναισθήματά μου τη βαθιά χαραγματιά της προδοσίας. Δε φτάνει που είμαι παντρεμένος, θα μπορούσε και να είναι κόρη μου -τι λέω, εγγονή μου, έφτασα κιόλας στα 55. Η σάρκα δεν έχει καμία σχέση με αυτό το γλυκόπικρο συναίσθημα. Είναι καθαρά πνευματικό. Εκείνη όμως είναι 16 χρονών και δεν καταλαβαίνει τις ερινύες. Γι αυτήν τα μυθικά πουλιά των αναστεναγμών υπάρχουν μονάχα στις ιστορίες. -Τι ξέρεις; τη ρωτάω. Γελάει. -Δεν ξέρω τίποτα, μου λέει και γελάει. Είμαι πολύ κουρασμένη σήμερα. Δε νοιώθει καμία ενοχή που την κοιτώ με πόθο. Αυτό έλειπε. Και με καλεί να της μάθω πράγματα. -Εσύ ξέρεις πολλά παππού, εσύ. Θα μου μάθεις κι εμένα; μου λέει χαμογελώντας. Δεν ξέρει τίποτα. Να της μάθω, θέλει να της μάθω. Όμως εγώ τι ξέρω; Μια ηλικιωμένη γυναίκα με ποδιά μαζεύει κάτι ασπρόρουχα από την κρεμάστρα απέναντι. Τη βλέπω από το παράθυρο. Ανεμίζουν στον αέρα. Απέναντι είναι η θάλασσα. Μυρίζει πράσινο σαπούνι, θυμάρι και φύκια. Είναι απόγευμα και φυσάει ένας ζεστός νοτιάς. Ο ήλιος καίει σε καθαρό ουρανό. Ζεσταίνομαι πολύ. Αφήνω τα ρούχα στην άμμο και μπαίνω. Το νερό με τυλίγει και νοιώθω το σώμα μου να σφίγγεται για μια στιγμή, ώσπου χαλαρώνει κι απλώνεται πάλι. Ξαπλώνω ανάσκελα στην επιφάνεια του νερού και κλείνω τα μάτια. Ο ήλιος με χτυπάει στο πρόσωπο, το νερό μου δροσίζει το κεφάλι. Ανοίγω τα μάτια και κοιτώ κατευθείαν τον ήλιο. Με τυλίγει το λευκό φως. Κάθεται σε ένα πτυσσόμενο σκαμπό στην άκρη της παραλίας με την πλάτη προς τη θάλασσα. Έχει πάρει αγκαλιά ένα μπλοκ ζωγραφικής, έχει αποθέσει την παλέτα στο δεξί της γόνατο και ζωγραφίζει. Βγαίνω από τη θάλασσα και στέκομαι δίπλα της. Το λευκό φως σκοτεινιάζει ξανά κι ακούω ήχους από βόμβες που σκάνε και κραυγές τραυματισμένων. Αλλά χάθηκα πάλι στις σκέψεις μου… http://nomads-tales.blogspot.com/2009/02/calveros-partner.html Είναι 16 χρονών. Την άκουσα σήμερα να μιλάει στο τηλέφωνο με κάποια φίλη της χωρίς να ξέρει ότι είχα βγεί απο το γραφείο. Δεν το ήθελα, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω. Λέει πως έχει εδώ και δυό χρόνια έναν φίλο που είναι γκέι. Είναι ο πρώτος της, αλλά τον έχει απατήσει αρκετές φορές. Λέει πως της αρέσουν και τα αγόρια και τα κορίτσια και πως με μερικές της φίλες το έχει κάνει. Λέει μάλλον ψέματα. Δεν έχει κλείσει τα 17. Η ακμή στο πρόσωπό της προδίδει τη λαγνεία της. Τα μάτια προδίδουν το δισταγμό της. Βρίσκεται στη στροφή, καβαλικεύει την περίοδο της μετάλλαξης. Γίνεται γυναίκα. Η θηλυκότητά της φαίνεται όταν το βλέμμα της ξεχνιέται κι όταν ακούει μια βαθειά αντρική φωνή. Στην αλλαγή του τόνου της φωνής της. Είναι ακόμα παιδί. Μικροκαμωμένη, 40 ίσως 45 κιλά. Η παιδικότητά της φαίνεται απο τον σφιγμένο τρόπο που κάθεται, ως τη διακύμανση των εκφράσεων συστολής και προσμονής στο πρόσωπό της. Διαδέχονται η μια την άλλη με μεγάλη ταχύτητα. Αισθάνεται συνεχώς κουρασμένη, λέει. Τίποτα δεν τη γεμίζει. Τη μια στιγμή μου διηγείται τα μαθήματα του σχολείου και την επόμενη η ψιλή φωνούλα της βραχνιάζει και νοιώθω το μυαλό της να ταξιδεύει στο σεξ. Νομίζω πως είναι παρθένα και λέει παραμύθια. Μιλάει όμως 5 γλώσσες. Γράφει ποίηση στα αγγλικά -μου έδειξε μερικά ποίηματα. Πρωτότυπη ποίηση. Και θέλει να κάνει τη σχολική της εργασία πάνω στη Ζυστίν. Στα γαλλικά. Θεωρεί τον Μπουκόφσκι διασκεδαστικό. Η Αριάδνη μου. http://nomads-tales.blogspot.com/2007/10/blog-post.html Τι άλλο ξέρω; Είμαι 55 χρονών. Έχω ένα παιδί, ένα αυτοκίνητο, ένα σκύλο, μια γάτα, ένα σπίτι και μία γυναίκα. Υποφέρω από πόνους και η μνήμη μου παίζει άσχημα παιχνίδια. Η Άννα και η Ελένη λείπουν όμως. Ευτυχώς ο Ξέρξης είναι στα πόδια μου. Τον χαιδεύω τώρα και ρορονίζει. Έξω από το γραφείο μου είναι άνοιξη. Το γραφείο είναι μπροστά από δυο παράθυρα. Βλέπουν το πίσω μέρος της αυλής. Πότε χρησιμοποιώ το γραφείο για να γράφω και πότε παίρνω αγκαλιά το λάπτοπ και κάθομαι στον καναπέ. Φοράω συνήθως μια γκρίζα φόρμα. Σήμερα φοράω πράσινη. Αποθέτω τον υπολογιστή σε ένα μαξιλάρι επάνω στα πόδια μου και κοπανάω τα πλήκτρα. Ανοίγω ταυτόχρονα την τηλεόραση και κοιτώ πότε τη μια και πότε την άλλη οθόνη. Οι εναλλασσόμενες εικόνες με ξεκουράζουν. Δεν καταλαβαίνω τον ήχο, δεν παρακολουθώ τι γίνεται. Λειτουργεί σαν μουσική υπόκρουση. Εκτός κι αν έχω βάλει κάποιον δίσκο να παίζει. Προτιμώ την τζαζ τελευταία. Μα τώρα είμαι στο γραφείο. Κοιτάω το σκυλί που παίζει έξω στην αυλή τσαλακώνοντας τα αγριολούλουδα. Τα πεύκα είναι γεμάτα καινούργια κουκουνάρια, άνθη και φωλιές από κάμπιες. Ένα χαλί κιτρινοπράσινη γύρη σκεπάζει τα πάντα. Έχει ησυχία και το φως είναι υπέροχο, βλέπω έναν κοκκινολαίμη κι ακούω τα πουλιά να μιλάνε. Το σκληρό λευκό φως στην οθόνη του υπολογιστή ετοιμάζεται πάλι να απορροφήσει τη μορφή μου. Ταξιδεύω στα πίξελ της λευκής σελίδας του επεξεργαστή κειμένων. Πάντα η ίδια διαδικασία. Έτσι νομίζω, πως αυτό που πριν λίγο συνέβη, μου συμβαίνει πάντα. Λέω νομίζω, γιατί δεν θυμάμαι πραγματικά. Έχω όμως έντονα αυτή την αίσθηση. Για την ακρίβεια, δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Βλέπω κάτι παράξενα φώτα στον αέρα και το μυαλό μου ξαφνικά εκβάλει σε στιγμιαίους κόσμους. Καθένας από αυτούς διαρκεί όσο αντέχει μια ματιά. Μετά χάνεται. Ώσπου να σκεφτώ τι έγινε, περνάει και χάνεται στα αζήτητα της μνήμης. Κι ότι έχω προλάβει να διασώσω στον υπολογιστή, μόνο αυτό υπάρχει πια. Μετά ξεπροβάλει ο επόμενος και με παίρνει στα δικά του νερά. Αποσπασματικοί κόσμοι. Και το σκυλί γαβγίζει. Που και που συγκρατώ ένα μικρό κομματάκι από την ατέλειωτη τοπιογραφία που περνάει ανεξέλεγκτη στο μυαλό μου, από το μπερδεμένο αλισβερίσι ανθρώπων και ζώων όλων των εποχών. Λες και ο χρόνος μπερδεύτηκε κι από το ένα του σημείο με εκτοξεύει στο άλλο, χρόνια κι αιώνες μακριά, σε άλλες πόλεις και με ανθρώπους πότε άγνωστους και πότε οικείους. Αλλά δεν θυμάμαι ποιοι είναι αυτοί και τι δουλειά έχουν μαζεμένοι στο μυαλό μου. Τότε τα μικρά κομματάκια, σα ναυαγοί στη σχεδία της ασυνάρτητης μνήμης συμπλέκονται με το επόμενο σκηνικό. Έτσι βλέπω καμιά φορά έναν κλασσικό βρετανό μπάτλερ να σερβίρει με άψογη κίνηση τη σαμπάνια σε ένα πεντάχρονο αγοράκι που παίζει κάποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι. Άλλοτε , στα καταπράσινα βράχια της Μάνης, ανάμεσα στα ανθισμένα φλομόχορτα και την καφετιά πέτρα να γυαλίζει στον ήλιο, ξεπροβάλλει το ξενοδοχείο του Ντουμπάι που μοιάζει με ιστιοφόρο έτοιμο να σαλπάρει. Δίπλα γκαρίζει ένας γάιδαρος. Η αντηλιά λιώνει στον αέρα πάνω από τις πέτρες που ψήνονται και τα χρυσά τζάμια του τεράστιου οικοδομήματος αστραποβολούν στον γαλανό ουρανό και τη μακρινή θάλασσα ανάμεσα στα χαλάσματα και τα πυργόσπιτα Παίρνω τα μάτια από την οθόνη κι έχουν περάσει ώρες, έξω έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Και τότε δε θυμάμαι πια τίποτα, αλλά μια ακόμα ιστορία έχει γραφτεί. http://nomads-tales.blogspot.com/2008/08/blog-post_27.html Κάθε ιστορία μοιάζει άσχετη με τις άλλες. Ωστόσο, χωρίς να κατανοώ τον τρόπο, κάπου νομίζω πως υπάρχει μια κλωστή που τις ενώνει. Τι να κάνω; Να συνεχίσω παράλληλα την καταγραφή των όσων μου συμβαίνουν ή να αφεθώ εντελώς και να πάω; Τι στο διάβολο γίνεται; Αφήνω τα δάχτυλά μου να τρέξουν μόνα τους στα πλήκτρα κι ό,τι βγει. Υπνωτισμένος σχεδόν, παρακολουθώ κάποια γυναίκα στην Πορτογαλία. Έπειτα νοιώθω εγκλωβισμένος σε ένα γυναικείο σώμα και μετά ανατινάζομαι από βόμβα. Κάπου συναντάω το λόρδο Βύρωνα και βρίσκω μια ασπρόμαυρη πέτρα. Ξέρω πως έχω χαθεί στις ιστορίες-όνειρα κάπως ανορθόδοξα, ξέρω πως σάλπαρα και ταξίδεψα μίλια κι αιώνες, πως τραυματίστηκα στον ώμο από βεδουίνους και με έσωσε ένας λευκός πάνθηρας, ξέρω πως στάθηκα αυτόπτης μάρτυρας στην ανακάλυψη του LSD, πως με ερωτεύτηκαν γυναίκες και πως αγάπησα εκείνη ξανά και ξανά, σε μυριάδες μορφές και σώματα. Ξέρω πως όλα είναι πιθανά κι όλα μπορούνε να συμβούν όταν με ρουφάει αυτή η οθόνη. Μα νόημα δεν βγαίνει έξω από αυτήν. Οι ιστορίες το κρατούν εκεί, κρυμμένο μέσα στη λευκότητα, με περιγελούν και με αφήνουν να τις βιώνω, χωρίς να μπορώ να πάρω μαζί μου κάποιο συμπέρασμα στην επιστροφή. Μετά με πετάνε έξω από τον κόσμο τους γυμνό κι αναίσθητο, χωρίς λάφυρα και αποδείξεις, μονάχα με μια γεύση αλατιού και καβουρντισμένου αμύγδαλου στο στόμα, μια γεύση παράξενη, πιθανότατα κι αυτή αποτέλεσμα των διάφορων πρόσφατων γεύσεων που ξέμειναν στη σχεδία της μνήμης. Μια μπερδεμένη γεύση και μια συχνή αίσθηση deja vu, αυτό μονάχα μου επιτρέπουν. http://nomads-tales.blogspot.com/2008/09/blog-post_04.html Η τηλεόραση παίζει ακόμα. Κανείς δεν παρακολουθεί. Νοιώθω εξαντλημένος. Νοιώθω τα χρόνια μου να τελειώνουν. Είμαι 70 χρονών. Γράφω πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με αυτά που με προβληματίζουν. Παράξενες ιστορίες. Και τι μ’ αυτό; Τι άλλο ξέρω; Που είναι η γυναίκα μου; Που είναι η Ελένη; Γιατί είμαι μόνος στο σαλόνι; Στην τηλεόραση μια διαφήμιση. Μια έφηβη κοπέλα λούζεται. Είναι δεν είναι 16 χρονών. Απολαμβάνει τη σαπουνάδα με έκφραση μισής γυναίκας μισού παιδιού. Με καρφώνει με το βλέμμα της άγνοιας κινδύνου, με το βλέμμα του πόθου για κάτι απροσδιόριστο, κάτι ακόμα άγνωστο μα επιθυμητό από ένστικτο. Νοιώθω να ερεθίζομαι. Το πλάνο αφήνει να φανεί λίγο από το σφριγηλό της στήθος. Κλείνει τα μάτια και αφήνει το κεφάλι της να πέσει προς τα πίσω. Την θέλω. Η στύση μου αυξάνεται. Είναι παιδί. Είναι γυναίκα. Είναι διαφήμιση. Πεινάω. Γράφω: παρατηρώ. δε θυμάμαι. γράφω εκείνη νήμα όνειρα ανάμεσα Παρατήρηση, καταγραφή. Πρέπει να γράψω για να καταλάβω. Αλλά τι; Τώρα πάντως η οθόνη δεν είναι πια τόσο λευκή. Ίσως καταφέρω να πιαστώ από κάποιο γράμμα, ή έστω ένα σημείο στίξης όταν με ξαναρουφήξει. Να κρατηθώ από ένα πελώριο λατινικό ερωτηματικό. Να πατήσω πάνω στην τελεία του και να αγκαλιάσω την καμπύλη του λαιμού του. Να παρατηρώ από την ασφάλεια του ερωτηματικού μου. Να γράφω αυτά που σκέφτομαι. Ξεχνώ γρήγορα. Όλα μοιάζουν ασύνδετα, άσκοπα. Και πολύ μπερδεμένα. Σκέφτομαι την Αριάδνη. Έχει αθώο βλέμμα, αλλά μέσα του βλέπω πράγματα της κόλασης. Με περνάει από την τρυφερότητα στον ερεθισμό σα να παίζει σχοινάκι. Κοιτώ την έντονη ακμή και τα σκούρα καστανά μαλλιά της. Φοράει αθλητικά παπούτσια κι ένα παλιό τζιν. Από πάνω ένα κόκκινο κοντομάνικο μακό. Η κοιλίτσα της απέξω. Βλέπω τον ελαφρά φουσκωμένο αφαλό και φαντάζομαι πως ο λώρος ήταν εκεί μέχρι χτες. Σε λίγο θα μεταμορφωθεί. Θα ήθελα να την δω στα 25 και στα 30, να δω την ωρίμανσή της. Λένε πως οι καλοί άνθρωποι ωριμάζουνε σαν το καλό κρασί. Γίνονται ακόμα καλύτεροι. Είμαι σίγουρος πως είναι καλή. Δεν θυμάμαι γιατί και από που την ξέρω. Αλλά χάρη στις σημειώσεις μου, ξέρω ποια είναι. Η πλοηγός μου. Σκύβω στο πληκτρολόγιο και το άσπρο φως επιστρέφει.

buzz it!

7 σχόλια:

Big Bad Wolf είπε...

http://mentalsuicidecases.blogspot.com/

Είναι και κλινικός ψυχολόγος το παλικάρι. 50 ευρώ την ώρα. Για όλες τις ηλικίες (0-99). Και για βλόγερς (ξεχωριστό είδος ανθρώπου).

Over and out!

ΠΕΤΕΦΡΗΣ είπε...

Α, σ΄ευχαριστώ...

Valisia είπε...

Εδώ Αριάδνη...

Ώστε έτσι ε;Παλιογερομπισμπίκη.Πορνόγερε!

:))))

Ανώνυμος είπε...

Πάει τον ξεκάματε τον ΚΚΜ, που είναι και τύπος paperless . Θα πάρει επάνω του όλη την καταστροφή του Αμαζονίου (αν τυπώσει και τους συνδέσμους) και ποιος τον ακούει μετά!

Σελιτσάνος είπε...

Στ΄αλήθεια ακολουθεί και β΄μέρος ή,εκτός από δια βίου έμπνευση,διακατέχεστε και από-παιγνιώδη βεβαίως βεβαίως- τρομοκρατική διάθεση;

rosie είπε...

Χμ..μάλιστα...

Είχατε κι εσείς σαν εμένα σαραντάρια ακατέβατα που δεν έπεφταν ούτε μ' ένα φορτηγό αντιπυρετικά;

(σα να μου φερε την εικόνα της γυμνης νέας κοπέλας σκεπασμένης από ροδοπέταλα μέσα στην μπανιέρα στο αμέρικαν μπιούτι)

χμ και πάλι..

Nomad είπε...

Αγαπητοί συνδίκτυοι,

(Πετεφρή ειλικρινά τιμή μου)

δεν απαντώ ξεχωριστά στον καθέναν, διότι το πρότζεκτ που έχω ξεκινήσει συνεχίζεται και εαν απαντούσα θα χάλαγα κάτι που ίσως αποτελέσει μια εκπληξούλα, εαν κάποιος αντεξε να διαβάζει τακτικά τόσο μεγαλα κείμενα. Ορισμένοι απο τους πιο τακτικους, οταν με το καλό τελειώσει το πρότζεκτ σε μερικά ποστ, θα αντιληφθούν τι συνέβαινε τόσον καιρό και γιατί γράφονταν τα μικρά διηγήματα που ηδη διάβασαν -εαν διάβασαν. Οχι οτι εχει καποια σημασία το τι συνεβαινε, αλλα εχει πλακα να παίζεις -πάντα καλοπροαίρετα- με τον συνδίκτυο και φυσικά με τον εαυτό σου.

:)

Ευχαριστώ πολύ.