Κορνήλιος

Φωτο: Yuri Gorbachev
"TWO PARROTS IN TREES"
Oil, Gold & Bronze on Canvas
~
Η πρώτη αίσθηση απώλειας στη ζωή μου...
Ενδιαφέρον ερώτημα γιατρέ. Ναι, πρέπει να συνέβη γύρω στις 2 με 4 το πρωί, όταν ήμουν κάπου εννιά ή δέκα χρονών. Μπορεί και οκτώ, δε θυμάμαι ξεκάθαρα. Όπως ξέρεις ήδη, σπανίως μπορώ να ανακαλέσω με ακρίβεια εικόνες του παρελθόντος, ακόμα και τις πιο πρόσφατες, ούτε καν εκείνες που θα έπρεπε να μου είχαν εντυπωθεί ανεξίτηλα. Μια λευκή κουρτίνα παρεμβάλλεται και μόνο το γενικό περίγραμμα των γεγονότων μπορώ διακρίνω πίσω της. Κι αυτό όχι πάντα. Άλλοτε πάλι, στιγμιότυπα που όταν τα ζούσα δεν μου προκαλούσαν καμιά ιδιαίτερη αίσθηση [τουλάχιστον έτσι νόμιζα τότε], αναπηδούν ολοζώντανα, με κάθε λεπτομέρεια. Αυτή δεν είναι επιλεκτική μνήμη, είναι αυτόνομη. Κάνει ό,τι θέλει. Συχνά νοιώθω σαν να είμαι άλλος από εκείνον που θυμάται, λες και η μνήμη μου έχει δική της οντότητα. Συνηθίζω να αποδίδω την παράξενη λειτουργία της στην μετέπειτα συστηματική χρήση αλκοόλ, κάνναβης, κοκαίνης και διαφόρων ουσιών, στην οποία επιδόθηκα με θέρμη για πολλά χρόνια, από την εφηβική μου ακόμα ηλικία. Όμως μέσα μου δεν το πιστεύω πραγματικά. Τώρα, από την απόσταση ασφαλείας πολλών ετών, αισθάνομαι πως η αδυναμία να ανακαλέσω με ακρίβεια το παρελθόν όταν το θέλω και η ακούσια ανάκληση ασήμαντων περιστατικών στα ξαφνικά, είναι αποτέλεσμα του παιδικού μου τρόπου να επιβιώσω. Να διαφύγω στο μέλλον. Μια αυτοκαταστροφική άμυνα, ωστόσο αποτελεσματική. Όχι, αναθεωρώ: δεν μπορεί να ονομάζεται καταστροφικό κάτι που σε οδηγεί σε διαρκή νεότητα. Η μνήμη σε γερνάει. Κι αν έχεις δίκιο και η διήγηση με βοηθήσει να επαναφέρω στιγμές που νομίζω πως έχω απωλέσει γιατρέ, αυτό τι άλλο θα σημαίνει παρά πως θα γεράσω περισσότερο;
Αφού το θέλεις όμως ας το δοκιμάσουμε, έτσι κι αλλιώς εδώ που βρισκόμαστε η εσωτερική μου νεότητά δεν έχει και μεγάλο αντίκρισμα. Όταν μου μιλούσε, εγώ ταξίδευα. Κι αυτό συνέβαινε συχνά. Είχα με τον καιρό συστηματοποιήσει μια μέθοδο να δείχνω πως παρακολουθώ προσεκτικά όσα μου έλεγε, ενώ στο μυαλό μου οργάνωνα ιστορίες, ταξίδευα διαρκώς, συναντούσα τους φίλους μου, σκεπτόμουν οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτά που άκουγα. Κι έτσι δεν τα θυμάμαι. Απλά συγκρατούσα τις τελευταίες λέξεις κάθε φράσης του ώσπου να περάσει στην επόμενη, μήπως και με ρωτήσει τι είχε πει μόλις. Όταν συνέβαινε αυτό, του επαναλάμβανα τις λέξεις και γελούσε ευχαριστημένος. Στην πραγματικότητα όμως δε συγκρατούσα σχεδόν τίποτα από το νόημα, οι αφηγήσεις του έρεαν σαν μονότονη μουσική στ' αυτιά μου κι εξαφανίζονταν στη λήθη. Αυτή την τεχνική την ανέπτυξα σχετικά σύντομα, γιατί στην αρχή συνήθιζε να διακόπτει ξαφνικά για να ελέγχει αν τον παρακολουθώ. Μόλις απεδείκνυα πως τον παρακολουθούσα, σταματούσε να απαιτεί να τον κοιτάω στα μάτια όσο μιλούσε. Γρήγορα επέτρεψε να έχουμε ανοικτή και την τηλεόραση. Αυτή τη θυμάμαι καλά, ήταν μια ιζόλα με ραδιόφωνο, πολύ σύγχρονη στην εποχή της. Τα κανάλια συντονίζονταν με περιστροφή των κουμπιών. Από αυτήν ακούσαμε και τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου εκείνο το βράδυ. Είναι βέβαια κρίμα που δεν τον παρακολουθούσα, γιατί πολλές από τις διηγήσεις του και ειδικά οι ιστορικές, πρέπει να ήταν συναρπαστικές, γεμάτες πληροφορίες. Αυτή την αίσθηση μου άφησαν κι αυτό έλεγαν οι φίλοι του, πως ήταν μία κινητή εγκυκλοπαίδεια. Εγώ πάλι τον φανταζόμουν σα φωτεινό παντογνώστη, ξέρεις, εκείνο το επιτραπέζιο παιχνίδι. Δεν είχα παρά να ρωτήσω κάτι κι αμέσως θα άναβε το σωστό φωτάκι -αν φυσικά βρισκόταν σε νηφαλιότητα, ώστε να μπορεί να απαντήσει. Μόνο που αυτά που ήθελα να ρωτήσω τότε δεν είχαν καμία σχέση με όσα μπορούσε να μου διηγηθεί. Το κατά πόσον ήταν και ακριβείς οι πληροφορίες είναι βέβαια ένα ζήτημα, αφού η υπερβολή, ειδικά στα εθνικά θέματα, όπως με τον καιρό κατάλαβα, ήταν μπολιασμένη μέσα του. Ωστόσο, αν τις είχα αφομοιώσει, θα μπορούσα αργότερα να τις φιλτράρω από τα στοιχεία της υπερβολής. Αν είχα συγκρατήσει αυτές τις διηγήσεις, αν είχα κατορθώσει να τις μεταβάλω με κάποιο τρόπο από αυτούς που επινοούν τα παιδιά σε ένα λεκτικό παιχνίδι αντί να τις απωθήσω στα αζήτητα της μνήμης, η γνώση μου για τα γεγονότα που διαμόρφωσαν τον κόσμο μας δε θα χρειαζόταν να αποκτηθεί ξανά εκ των υστέρων, ούτε και θα ήταν ατελής και λειψή όπως τώρα. Ειδικά τα ελληνικά γεγονότα, από την αρχαιότητα και το βυζάντιο ως τις μέρες μας, θα τα γνώριζα από μικρός.
Αλλά δεν έγινε έτσι. Οι δικές μου προτεραιότητες ήταν διαφορετικές. Ποθούσα μια στιγμή περιπλάνησης στην κοντινή πλατεία. Ήθελα να παίξω. Να τρέξω. Να κυλιστώ στο χώμα, να γίνω μούσκεμα, να αναδύω εκείνη την οσμή ξινισμένου κρασιού που τη λένε παιδικό ιδρώτα. Αυτό που μου έλειπε δεν ήταν ένα ιστορικό παραμύθι, αλλά ένας φίλος. Με σάρκα και οστά. Έχεις παιδιά γιατρέ; Να κάνεις σύντομα και δεύτερο, άκουσέ με. Πιστεύω πως αν είχα έναν αδελφό, εντάξει, ή μιαν αδελφή, πολλά γεγονότα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Πάρα πολλά. Κι αν όχι, θα μπορούσαμε τουλάχιστον να παίζαμε στο σπίτι και να μοιραζόμαστε τις ατέλειωτες ώρες της αφήγησής του. Θα τις ελαφραίναμε. Κι ίσως τότε να μου είχε μείνει κάτι από αυτές, έστω εκείνες που αφορούσαν την καταγωγή της οικογένειάς μας. Να μην νοιώθω όπως τώρα, γεννήτορας της ίδιας της ιστορίας μου. Να είχα μια αλυσίδα προγόνων να θυμάμαι, καπεταναίους της Κέρκυρας, εργάτες στα λιόδεντρα των Παξών, έστω, χαμάληδες των ιταλιάνικων πλοίων. Θα είχα πάντως κάποια ιστορία να συνεχίσω, θα αισθανόμουν κι εγώ κομμάτι της. Αλλά είμαι μοναχοπαίδι όπως ξέρεις. Ήταν λοιπόν ο ορισμός του κακού συγχρονισμού. Μου διηγήθηκε τα πάντα, όταν δεν μπορούσα να τα ακούσω. Αλλά εκείνος με θεωρούσε διάνοια, όχι παιδί. Πίστευε πως δεν ήταν δυνατό να μη με ενδιαφέρει το μεγαλείο του Ιουστινιανού στα δέκα μου χρόνια [ίσως και οκτώ] κι ότι αυτό που ποθούσε ένα παιδί στην ηλικία μου, δεν μπορούσε να ήταν οτιδήποτε άλλο από το να κάθεται στην πράσινη βελουδένια πολυθρόνα και να ακούει τα οικογενειακά και ιστορικά μεγαλεία του παρελθόντος.
Ήταν λοιπόν περίπου 2 το πρωί κι εγώ μεταξύ οκτώ και δέκα χρονών, όταν τους άκουσα να μπαίνουν στο σπίτι γελώντας. Με ξύπνησαν τα γέλια της, αυτό το θυμάμαι καλά, ήταν ένα γέλιο διαπεραστικό, καθαρά γυναικείο. Δεν ακούγονταν συχνά γέλια στο σπίτι -κι ακόμα σπανιότερα γυναικεία. Δεν φρόντισαν να κάνουν ησυχία. Στο άλλο υπνοδωμάτιο, η γιαγιά δεν υπήρχε περίπτωση να ενοχληθεί. Ήταν σχεδόν κουφή, γεγονός βολικό και για τους τρεις μας. Για μένα επειδή μπορούσα να τη βρίζω όσο κι όποτε ήθελα χωρίς να το αντιλαμβάνεται, για εκείνον γιατί μπορούσε να κάνει όση φασαρία ήθελε οποιαδήποτε στιγμή της νύχτας -αν και η μεγαλύτερη συνήθης φασαρία οφειλόταν στο βαρύ ροχαλητό του. Για την ίδια, επειδή ζούσε σε έναν κόσμο χωρίς φασαρία. Εξαιτίας της γιαγιάς, αποφάσισα πως αν ήταν να μου στερηθεί μια από τις αισθήσεις, θα προτιμούσα να ήταν η ακοή. Ήμουν βλέπεις ακόμα πολύ παιδί και η μουσική δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο ακόμα στη ζωή μου. Δεν είχαμε πικ-απ, παρότι είχαμε κάποιους δίσκους βινυλίου, από τους οποίους θυμάμαι κάποιον του Γούναρη κι έναν με την Κλειώ Δενάρδου. Αν ήμουν λοιπόν κουφός, θα ζούσα σε μια ησυχία που μου φαινόταν τότε ευλογημένη. Γιατί αντίθετα με το γέλιο, φασαρίες ακούγονταν συχνά στο σπίτι. Κι ίσως να έπαιζα περισσότερο αν δεν είχε τη δυνατότητα να μου διηγείται διαρκώς, εφόσον δε θα μπορούσα να ακούσω. Βέβαια τον είχα ικανό να τα γράφει και να με υποχρεώνει να τα διαβάζω. Ξαπλωμένος ακόμα και χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς έλεγαν, τους άκουσα που διέσχιζαν το σαλόνι αργά, συζητώντας. Προφανώς στη διαδρομή της έδειχνε τους δερματόδετους τόμους με την ιστορία του Ντυράν στη βιβλιοθήκη του γραφείου -πάντα την έδειχνε στους επισκέπτες, ειδικά τους θηλυκούς. Καμάρωνε για την ιστορία του Ντυράν, «η καλύτερη που γράφτηκε ποτέ», έλεγε. Δεν ξέρω τι απέγιναν αυτοί οι τόμοι, πιθανότατα θα τους πούλησε μαζί με τα υπόλοιπα επιπλα και αντικείμενα του σπιτιού όταν μετακομίσαμε. Κατόπιν πρέπει να στράφηκαν στο πορτ μαντώ, γιατί τους άκουσα να επιστρέφουν στο χωλ. Εκείνος πήρε στο χέρι του ένα από τα σπαθιά και το ξεθηκάρωσε. Τον είχα ακούσει χιλιάδες φορές αυτόν τον ήχο. Τον εθνικό μας ύμνο τον ήξερα από μωρό εξαιτίας των σπαθιών. Τα σπαθιά του παππού ήταν η δεύτερη ατραξιόν μετά τα βιβλία. Η ιεράρχηση που σου κάνω είναι χωροταξική, δηλαδή η δεύτερη όπως μπαίνουμε στο σπίτι από το χωλ προς το σαλόνι. Στην πραγματικότητα τα σπαθιά βρίσκονται πριν από τη βιβλιοθήκη, όμως από την είσοδο το μάτι του επισκέπτη πέφτει πρώτα στα βιβλία, γιατί το πορτ μαντώ βρίσκεται πίσω από την εξώπορτα. Όταν συμβαίνει αυτό, και αφού χαζολογήσουν στα βιβλία, ο μπαμπάς υποδεικνύει ευγενικά στους επισκέπτες ότι τους ξέφυγε κάτι και τους δείχνει τα σπαθιά επιστρέφοντας στο χωλ, ακριβώς όπως έκανε με την περίπτωση που σου διηγούμαι τώρα. Οι περισσότεροι τα κοιτάζουν με δέος και τα ακουμπούν πολύ προσεκτικά, λες κι είναι από γυαλί. Δεν είναι τυχαία σπαθιά, έχουν πολεμήσει -τους λέει. Το ένα ίσιο, το άλλο λοξό, σα λεπτό γιαταγάνι. Μαζί τους, ακουμπισμένα στη βάση του πορτ μαντώ ήταν και τα δυο αγωνιστικά ξίφη που είχε αγοράσει ο ίδιος για να παίζουμε ξιφασκία -πάντα μέσα στο σπίτι, ποτέ δεν πήγαμε σε κάποια σχολή. Έλεγε ότι δεν θα μάθαινα τίποτα περισσότερο, αφού ο ίδιος ήξερε ξιφασκία. Νομίζω πως υπερέβαλε, αλλά φυσικά δεν γνώριζα πως είναι να ξέρει κανείς ξιφασκία. Μερικές φορές, κοπάνησα με αυτά τον Λεωνίδα και τον Σταύρο, δυό από τους συμμαθητές μου που έρχονταν πότε-πότε στο σπίτι -του Σταύρου παραλίγο να του βγάλω το μάτι- μα δεν μπορώ να πω ότι έμαθα ξιφασκία από τον πατέρα μου. Πάντως αυτά τα ευλύγιστα ξίφη, που δεν είχαν αιχμές και μυτερή άκρη, δεν αποτελούσαν μεγάλο αξιοθέατο για τους τουρίστες του διαμερίσματός μας, όπως ας πούμε τα παράσημα ή τα παλιά νομίσματα. Ενώ οι σπάθες του παππού, βαριές και αυθεντικές, κατασκευασμένες πριν από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, με τις φούντες ακόμα στα θηκάρια και τις χρυσοποίκιλτες λαβές, σπαθιά αξιωματικού του ιππικού του Ελληνικού Στρατού ήταν, όπως και να το κάνουμε, εντυπωσιακές. Νομίζω πως τα παράτησε όλα στην Κρήτη, στο σπίτι που εγκατέλειψε μερικά χρόνια αργότερα για να επιστρέψει στην Αθήνα μόνο με μια χειραποσκευή, μαζί με τις πορσελάνες της γιαγιάς, όσα από τα υπόλοιπα ενθύμια της οικογένειας είχαν ως τότε διασωθεί από την εκποίηση, και έπιπλα, όπως το βαρύ χειροποίητο γραφείο, τις πολυθρόνες με τους σκαλιστούς δικέφαλους, τη βελούδινη πολυθρόνα, μεγάλης αξίας όλα. Και το άλμπουμ με τις ασπρόμαυρες βαφτιστικές μου φωτογραφίες εκεί πρέπει να χάθηκε. Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω πως ήταν δυνατό να έκανε κάτι τέτοιο μια που εκείνος ήταν δεμένος με αυτά τα έπιπλα πολύ περισσότερο από όσο εγώ. Πιθανολογώ ότι πίστευε πως θα επέστρεφε να τα πάρει σύντομα. Δεν το έκανε ποτέ. Το ξέρω πως είναι παράλογο, αλλά περισσότερο στεναχωρήθηκα για την απώλεια του άλμπουμ -είχε μεγάλη πλάκα.
Βαφτίστηκα 8 ή 9 χρονών -δε θυμάμαι. Πρέπει να ήταν λίγο καιρό πριν από το περιστατικό που σου διηγούμαι τώρα. Θυμάμαι όμως τον παπά να μου λέει να βουτήξω κι εγώ τότε διπλώθηκα μέσα στην κολυμπήθρα με βαθύ κάθισμα. Ο παπάς έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και με πίεσε δυνατά, ώστε να σκύψω τόσο που να βραχεί και το κεφάλι. Ήταν πολύ μικρή αυτή η κολυμπήθρα για τα μέτρα μου. Και θυμάμαι πως ντρεπόμουν που με έβλεπε γυμνό μια συμμαθήτριά μου, η Φιλίτσα, την οποία είχα προσκαλέσει ο ίδιος στη βάφτιση. Κλικ. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία μου, όρθιος μέσα στην κολυμπήθρα που μου έφτανε ως τους μηρούς, να στάζουν νερά από τα μαλλιά μου, με το βλέμμα έκπληκτο και τα ρουθούνια ανοικτά, να προσπαθώ να καλύψω τη γύμνια μου με τα χέρια. Αυτή τη φωτογραφία μόνο θυμάμαι καθαρά από όλο το άλμπουμ. Σκέφτομαι με την αφορμή, πως αν οι βαφτίσεις γίνονταν σε ενηλίκους, όπως κάποτε στον Ιορδάνη ή σε εκείνους που αλλάζουν θρησκεία όψιμα, η θρησκευτική εθιμοτυπία θα τους έντυνε με κάποιο λευκό νυχτικό ή κάτι τέτοιο. Η γύμνια επιτρέπεται μόνο στα μωρά ακόμα κι όταν έχουμε να κάνουμε με τελετή μυστηρίου, δεν είναι αστείο; Εμένα πάντως, αν και είχα προ πολλού περάσει το στάδιο του μωρού, με άφησαν γυμνό. Νονά ήταν η γιαγιά. Είχε φορέσει το καλό ασπρόμαυρο καρώ της φόρεμα, είχε στερεώσει τα άσπρα της μαλλιά σε κότσο με τις κοκάλινες φουρκέτες και κρατούσε μια λευκή πετσέτα. Γελούσε καμαρωτή, αλλά δεν άκουγε τίποτα. Της τράβηξα την πετσέτα για να καταλάβει πως έπρεπε να με σκουπίσει. Θυμάμαι επίσης ότι αμέσως μετά τη βάφτιση ο μπαμπάς τσακώθηκε και πάλι άσχημα με τη μαμά -που είχε έρθει ειδικά για τα βαφτίσια μου- αλλά για ποιόν λόγο, δεν έχω ιδέα. Νομίζω πως είχε σχέση με την αργοπορία της βάφτισής μου, ίσως και με το ότι είχα πάρει δύο ονόματα. Η μαμά του έκανε παρατήρηση κι εκείνος εκνευρίστηκε μέσα στο ταξί που μας επέστρεφε. Τελικά κάπου την αφήσαμε και συνεχίσαμε για το σπίτι. Τη γιαγιά την είχε φέρει ήδη ο θείος ο Θόδωρος και είχαν στρωθεί στο τάβλι όταν φτάσαμε. Το βράδυ φάγαμε σουβλάκια. Επίσης θυμάμαι πόσο μεγάλη εντύπωση έκανε το γεγονός στους συμμαθητές μου στο δημοτικό την επόμενη μέρα. Κανείς τους δεν είχε αναμνήσεις από την ίδια του τη βάφτιση και κανείς δεν είχε δύο ονόματα! Προσπάθησαν να μου κάνουν πλάκα γι αυτό μερικοί, αλλά στο δημοτικό γιατρέ υπήρξα πολύ άγριο και ετοιμοπόλεμο παιδί. Μερικές σφαλιάρες και μια σκισμένη ποδιά, ήταν αρκετές για να διακόψουν κάθε προσπάθεια. Η Φιλίτσα δε μου έκανε πλάκα. Τη συμπαθούσα πολύ τη Φιλίτσα. Τότε δεν ήξερα αν το όνομά της έβγαινε από το Τριανταφυλλιά ή το Γαρυφαλιά. Μύριζε πάντως όμορφα, συνεπώς πρέπει να ήταν το πρώτο. Αργότερα κατάλαβα πως ήταν υποκοριστικό. Είδες γιατρέ; Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να φτάσεις σε ένα αποτέλεσμα.
Μετά τα σπαθιά πέρασαν στο σαλόνι. Δεν είχαμε καναπέδες. Είχαμε όμως τραπεζαρία. Ένα μεγάλο σκαλιστό τραπέζι από βαρύ σκούρο ξύλο κι έξι επίσης σκαλιστές καρέκλες τριγύρω, όλες με το δικέφαλο στην πλάτη και δερμάτινο κάθισμα. Χειροποίητη. Ήταν κληροδότημα του παππού -μάλλον. Ούτε αυτή την πήραμε μαζί μας στην Κρήτη. Την πούλησε μαζί με όλα τα έπιπλα του δωματίου της γιαγιάς. Δίπλα στην τραπεζαρία ήταν η πράσινη βελούδινη πολυθρόνα και πλάι της ένα τραπεζάκι, χειροποίητο κι αυτό. Στην πολυθρόνα συνήθως καθόταν η γιαγιά όταν βρισκόμασταν και οι τρεις μετά το φαγητό, σύντομα όμως εκείνη αποσυρόταν στην κρεβατοκάμαρά της κι εγώ καταλάμβανα τη θέση της. Διαφορετικά καθόμουν σε μια από τις καρέκλες, που τις έβρισκα εξαιρετικά άβολες αφού τα πόδια μου κρέμονταν, και πάντα απορούσα πως του άρεσε τόσο πολύ να κάθεται εκεί. Εναλλακτικά καθόμουν στην πολυθρόνα του γραφείου, πανομοιότυπη με την άλλη. Απέναντι από την πολυθρόνα του σαλονιού ήταν η τηλεόραση και δίπλα της η μεγάλη ντουλάπα με τις γυάλινες πόρτες όπου φυλάγαμε ποτήρια, σκεύη, τους δίσκους και κειμήλια. Στα κάτω συρτάρια ήταν οι προθήκες με τα παράσημα και τα απονεμητήρια των παππούδων. Πάνω-πάνω στη θήκη, δέσποζε το χρυσό αριστείο ανδρείας για το οποίο ο μπαμπάς καμάρωνε σαν παγώνι και που, φυσικά, δεν θυμάμαι για ποια ανδραγαθία είχε απονεμηθεί στον παππού Βελισσάριο. Δίπλα ήταν οι επωμίδες, οι προπολεμικές φωτογραφίες κι ένα μέρος της επιστολογραφίας τους, η συλλογή νομισμάτων και γραμματοσήμων, κάποια σπάνια μανικετόκουμπα, δυο-τρεις χρυσές λίρες και διάφορα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων η αγαπημένη μου γερμανική χειροβομβίδα χωρίς γόμωση και το περίστροφο με τη θήκη του. Αυτό, αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να ανήκε στον «τρίτο παππού», τον Αριστοτέλη. Ο άλλος μου παππούς, ο Γιάννης, δεν είχε τέτοια κειμήλια αν και είχε πολεμήσει. Αυτός όμως ήταν του ΕΛΑΣ -και ο μόνος που γνώρισα. Αναρωτιέμαι καμιά φορά τι θα είχε συμβεί αν οι δυο πρώτοι παππούδες τον είχαν συναντήσει πάνω στα βουνά στον εμφύλιο, δηλαδή αν θα υπήρχα εγώ σε μια τέτοια περίπτωση. Έστω, αν τον είχε συναντήσει ο Αριστοτέλης, αφού ο Βελισσάριος είχε ήδη πεθάνει, το ΄38 νομίζω. Πάντως, όταν ο μπαμπάς συνάντησε τη μαμά, μόνο ο Γιάννης ζούσε. Ο Αριστοτέλης, αδελφικός φίλος και ισόβαθμος του συνταγματάρχη Βελισσάριου, που μετά τον ξαφνικό και καθόλου ηρωικό θάνατό του τελευταίου [έπεσε από το άλογο γιατρέ] ανέλαβε τη γιαγιά η οποία είχε μόλις γεννήσει, βάφτισε και στάθηκε για χρόνια σαν πατέρας στον πατέρα μου που δεν είχε προφτάσει να γνωρίσει τον πραγματικό του πατέρα [εξ ου και «τρίτος παππούς» και γι αυτό έχω και εγώ δύο ονόματα και το δεύτερο είναι Αριστοτέλης] είχε πεθάνει τη δεκαετία του ΄50. Ο πατέρας μου τον λάτρευε και αναφερόταν σε αυτόν σα να ήταν πατέρας, παρά ο νονός του. Ό παππούς ο Γιάννης λοιπόν, το ΄61-62 πια, δέχτηκε τον πατέρα μου για άντρα της κόρης του, χωρίς να συνυπολογίσει καθόλου την αστική προέλευση της οικογένειάς του. Δε συνέβη το ίδιο με τη γιαγιά μου, τη σύζυγο δηλαδή του Βελισσάριου και, πιθανολογώ αν και ποτέ δεν ειπώθηκε ευθέως, ερωμένη του Αριστοτέλη. Εκείνη είδε στο πρόσωπο της μητέρας μου τη φτωχή κόρη ενός συμμορίτη, ανάξια για το μοναχογιό της και συνεπώς, απολύτως ακατάλληλη για σύζυγό του. Ο πατέρας μου, παραδόξως μια που πάντοτε υπολόγιζε τη μάνα του, δεν της έδωσε καμιά σημασία τότε, ξέρεις, έρωτας ανίκητος και τα τοιαύτα. Κι αυτή ήταν η αρχή του δράματός τους [κάτι που, αν και δεν είναι το θέμα μας, επιβεβαιώνει πως ο έρωτας είναι ανίκητος μόνο για όσο διαρκεί η χημική του διεργασία], αλλά και της ζωής μου.
Σου έλεγα όμως ότι μετά τα σπαθιά, πέρασαν τελικά στην τραπεζαρία. Ο μπαμπάς πήγε κατόπιν στην κουζίνα να σερβίρει ποτά. Βρισκόμασταν τότε την εποχή του ουίσκι, τη «χρυσή» εποχή, που υπήρχαν ακόμα χρήματα για να αγοράζει ουίσκι. Οι άλλες δύο εποχές ήταν της μπύρας και του ούζου. Εγώ είχα πια ξυπνήσει για τα καλά. Δε σηκώθηκα όμως από το κρεβάτι, ξέροντας από άλλες περιπτώσεις πως καλύτερα για όλους θα ήταν να μην τους ενοχλήσω. Μόνο που μεταξύ των αξιοθέατων του σπιτιού, ήμουν κι εγώ. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο μπαμπάς μπήκε στο δωμάτιο. Δεν προσποιήθηκα ότι κοιμάμαι, όντας ως συνήθως περίεργος για την επισκέπτρια. Μου ζήτησε να σηκωθώ «για να γνωρίσω μια κυρία». Αυτό δεν ήταν απόλυτα σύνηθες, γιατί το σύνηθες ήταν να με δείχνει στις φίλες του όταν τις έφερνε νωρίς το απόγευμα ή το βράδυ, κι όχι τα ξημερώματα. Εμένα πάντως μου άρεσε να γνωρίζω αυτές τις γυναίκες, ξέροντας από εμπειρία πως το πιθανότερο θα ήταν να μην τις ξαναδώ ποτέ. Η κυρία αυτή ήταν ψηλή, ψηλότερη από τον μπαμπά και ντυμένη στα πράσινα. Ακόμα ένα από τα παράδοξα της μνήμης μου. Θυμάμαι ξεκάθαρα το καταπράσινο, σχεδόν λαχανί φόρεμα, την κορμοστασιά της, το γέλιο της. Δε θυμάμαι καθόλου τα χαρακτηριστικά, ούτε καν το χρώμα των μαλλιών της. Τη στιγμή που μπήκα στο σαλόνι την πέτυχα σκυμμένη πάνω από το κλουβί με τα παπαγαλάκια που βρισκόταν στο πάτωμα, αριστερά από τη μπαλκονόπορτα. Είχε σηκώσει την πετσέτα που ρίχναμε κάθε βράδυ πάνω στο κλουβί για να κοιμούνται χωρίς να τα ενοχλεί το φως, και τα κοιτούσε. Τα πουλιά είχαν αναστατωθεί, όπως κατάλαβα από το θόρυβο που έκαναν τα φτερουγίσματα. Τα παπαγαλάκια, το μπλε που ήταν θηλυκό και το πρασινοκίτρινο αρσενικό, ο Κορνήλιος και η Λίλλυ, ήταν η στενότερη παρέα μου εδώ και περίπου ένα χρόνο. Αρκετές φορές, όταν έλειπε ο μπαμπάς και η γιαγιά ήταν απορροφημένη στην τηλεόραση, συνήθιζα να παίρνω το κλουβί στο υπνοδωμάτιο, να κλείνω τις πόρτες και να τα ελευθερώνω. Δεν είχα καταφέρει να τα κάνω να με υπακούνε και να ξαναμπαίνουν μόνα τους στο κλουβί. Μου άρεσε όμως να τα κυνηγάω στο δωμάτιο, κάτι που εκνεύριζε αφάνταστα τη γιαγιά, όποτε βέβαια το αντιλαμβανόταν, γιατί αναγκαστικά πατούσα πάνω στα κρεβάτια και τα ξέστρωνα. Επιπλέον συνήθως δεν έβγαζα τα παπούτσια. Η τακτική μου αυτή με διασκέδαζε, αλλά μάλλον τους προκαλούσε άγχος. Δεν ήταν ήρεμα παπαγαλάκια και όλες οι προσπάθειές μου να τα κάνω να γεννήσουν, είχαν αποτύχει. Η ειδική φωλιά που είχαμε αγοράσει ώστε να μπει το θηλυκό και να κάνει τα αυγά του, ήταν μονίμως άδεια.
«Κι αυτός εδώ είναι ο Τσίκι!» Ο μπαμπάς μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας δυο ποτήρια ουίσκυ. Η κυρία, κάπως ξαφνιασμένη, παράτησε την πετσέτα και στράφηκε προς το μέρος μας. Μου χαμογέλασε. «Εσύ λοιπόν είσαι ο περίφημος Τσίκι!», είπε. «Τι κάνεις νεαρέ;» και μου χάιδεψε το μάγουλο. Δε μου αρέσει να με χαιδολογάνε οι κυρίες που φέρνει ο μπαμπάς, με κάνει κι αισθάνομαι πολύ μικρός. Τσίκι ήταν το χαιδευτικό παρατσούκλι με το οποίο με προσφωνούσε όταν δεν είχε τα νεύρα του. Εγώ τον έλεγα Ζούπι, αλλά μου είχε πει να μην τον αποκαλώ έτσι μπροστά σε ξένους. Εκείνος δεν έκανε όμως το ίδιο, κάτι που με εκνεύριζε. «Καλά», της είπα ψυχρά. «Έχεις πολύ όμορφα πουλάκια εδώ βλέπω», είπε εκείνη προσπαθώντας να συνεχίσει το διάλογο. «Πως τα λές;» Δεν είπα κουβέντα. Τότε ο μπαμπάς μου τη σύστησε -δε θυμάμαι το όνομά της- κι απάντησε για λογαριασμό μου, λέγοντάς της τα ονόματα που είχαμε δώσει στα παπαγαλάκια.«Α, πολύ όμορφα ονόματα!» είπε εκείνη παριστάνοντας την ενθουσιασμένη. «Και πως τα σκεφτήκατε;» «Ξέρεις τον Καστοριάδη;» τη ρώτησε ο μπαμπάς; «Ποιόν;» «Εναν... τέλος πάντων, δεν έχει σημασία, ένας καραφλός σοσιαλιστής φιλόσοφος!» «Ε και;» είπε απορημένη κι αμέσως έπιασε το πέτο της και το κούνησε τρεις φορές «Κομμουνιστής; Απαπα!» "Ο Τσίκι βάφτισε τη θηλυκή κι εγώ τον αρσενικό. Το όνομα του Καστοριάδη είναι Κορνήλιος. Το προηγούμενο βράδυ είχα μια έντονη συζήτηση με κάποιον φίλο σχετικά, και τον θυμήθηκα». «Μιλάς με τους φίλους σου για κομμουνιστές Δήμο; Παράξενο όνομα για πουλί πάντως!» «Σοσιαλιστής» . «Ε, ό,τι. Βάρβαρος» Ο μπαμπάς χαμογέλασε με εκείνο το χαμόγελο που χρησιμοποιούσε για τις κυρίες. Ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό για τους άντρες. «Εξαρτάται», της είπε. «Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κουβέντα δεν είχε να κάνει με πολιτική αλλά με φιλοσοφία» Μετά αποφάσισε ότι η επίδειξή μου είχε τελειώσει και μου ζήτησε να επιστρέψω στο υπνοδωμάτιο.
Έτσι ήταν γιατρέ. Τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από εκείνον, πόσο μάλλον εγώ. Αφού με έδειξε ως άλλη ατραξιόν στην κυρία με το λαχανί φόρεμα, με έστειλε για ύπνο κρίνοντας πως είχα επιτελέσει την αποστολή μου ως αξιοθέατο. Δεν της είπε κουβέντα για τη Λίλλυ, το όνομα που είχα επιλέξει ο ίδιος. Κι ας βασανίστηκα δυο μέρες μέχρι να το αποφασίσω. Οταν του το ανακοίνωσα έδειξε σα να του κακοφάνηκε στην αρχή, γιατί Λίλλυ έλεγαν μια κυρία που, κατ’ εξαίρεση, ερχόταν σπίτι για αρκετό διάστημα τους τελευταίους μήνες. Είχε όμως να φανεί κάμποσο καιρό και συμπέρανα πως μας είχε τελειώσει. Δεν την είχα συμπαθήσει ιδιαίτερα, ωστόσο το όνομά της μου φάνηκε κατάλληλο για την παπαγαλίνα λόγω της κάπως γαμψής της μύτης. Πήγε κάτι να μου πει, μα τελικά γέλασε και το αποδέχτηκε. «Λίλλυ λοιπόν! Εχεις πλάκα Τσίκι. Η Λίλλυ κι ο Κορνήλιος, ταιριαστό ζευγάρι βεβαίως!», είπε. Μετά άρχισε να μου διηγείται κάτι [που προφανώς και δε θυμάμαι] για τον Καστοριάδη, τον οποίον φυσικά εγώ τότε αγνοούσα. Όταν, σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, σε μια αφισοκόλληση του Ρήγα κάποια κοπέλα μου ξαναμίλησε για τον φιλόσοφο, έσκασα στα γέλια προς μεγάλη της έκπληξη. Τον φαντάστηκα σαν ένα παχύ μπλε παπαγαλάκι χωρίς πούπουλα στο κεφάλι και με γυαλιά στο ράμφος. Η εικόνα αυτή με συντροφεύει από τότε και υποθέτω πως είναι ένας από τους λόγους που έχω παρατήσει στη μέση τη "φαντασιακή θέσμιση", όπως και άλλα του βιβλία που αγόρασα την εποχή της αμφισβήτησης. Αποδείχτηκε αδύνατο να ξεπεράσω την κωμωδία του συνειρμού και να σκεφτώ σοβαρά, κάθε λίγο φανταζόμουν μια ιεραρχία-καρικατούρα, όπου τα αξιώματα σε μια κοινωνία παπαγάλων αποδίδονταν ανάλογα με το χρώμα και τη λάμψη των παπαγαλίσιων φτερών. Από την άλλη, τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορεί και να ήταν το άλλοθί μου για να αποφύγω το κάπως στρυφνό του ύφος, όμως αυτό είναι άλλο θέμα.
Δεν είχα καταφέρει να ξανακοιμηθώ καλά-καλά όταν ο μπαμπάς μπήκε πάλι στο υπνοδωμάτιο. Δεν πρέπει να είχε περάσει ούτε μισή ώρα. «Είσαι ξύπνιος;» με ρώτησε. Όταν του απάντησα, κάθισε στο πλάι του κρεβατιού και μου είπε: «Θέλω να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Έλα μέσα και σε ό,τι πω, θα συμφωνήσεις χωρίς να κάνεις μούτρα ακόμα κι αν δε σου πολυαρέσει. Κι εγώ αύριο θα σου κάνω ένα όμορφο δώρο. Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις, αρκεί απόψε να με βοηθήσεις να γοητεύσουμε αυτή την κυρία, εντάξει;» «Τι θα πει να γοητεύσουμε;» Γέλασε. «Θα πει να την κάνουμε φίλη μας. Έλα τώρα» και σηκώθηκε περιμένοντας να τον ακολουθήσω. Όταν ξαναμπήκα νυσταγμένος στο σαλόνι, το κλουβί με τα παπαγαλάκια ήταν πάνω στο τραπέζι ξεσκέπαστο, και η κυρία με τα πράσινα που θέλαμε να γοητεύσουμε [και που προφανώς δεν ήταν ακόμα φίλη μας αφού θέλαμε να την κάνουμε] καθόταν σε μια καρέκλα απέναντι και τα παρατηρούσε. Εκείνα έδειχναν ανήσυχα. «Δήμο, σε παρακαλώ, δεν είναι ανάγκη...», είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα μόλις μας είδε. Ο μπαμπάς της έκανε ένα νεύμα με το χέρι και σώπασε. «Λοιπόν Τσίκι, η καλή μας φίλη είναι γοητευμένη από τον Κορνήλιο. Νομίζω, αν συμφωνείς κι εσύ, πως θα ήταν πολύ ιπποτικό εκ μέρους μας να της τον χαρίσουμε και είμαι σίγουρος πως θα τον φροντίζει όσο κι εμείς. Τι λες;»
Πάγωσα. Δεν καταλάβαινα πως μπορούσε να είναι «γοητευμένη» από έναν παπαγάλο, ήθελε να τον κάνει φίλο της κι αυτόν; Έπειτα, γιατί ο μπαμπάς την αποκάλεσε ήδη «καλή μας φίλη» αφού μόλις λίγο πριν μου είχε πει ότι σκοπός μας ήταν «να την κάνουμε φίλη μας;» Και τέλος, γιατί μου ζητούσε να δώσω τον Κορνήλιο, με τον οποίον, κατά τη δική του ορολογία, ήμουν κι εγώ «γοητευμένος» εδώ και καιρό; Τι θα έκανε η Λίλλυ μόνη της; Ναι γιατρέ, αυτό ήταν το τελευταίο που με σάστισε γιατί το σύστημα ανταμοιβής στο σπίτι λειτουργούσε καλά, τόσο καλά όσο και το σύστημα τιμωρίας, κάτι που σήμαινε ότι εφόσον μου είχε υποσχεθεί πως την επομένη θα έκανε ό,τι του ζητούσα, θα το έκανε πράγματι. Στάθηκα αμίλητος για μερικά δευτερόλεπτα. Με αγριοκοίταξε. Η γυναίκα προσπάθησε και πάλι να μιλήσει, όμως τη διέκοψε. «Ασε να δούμε τι θα πει μόνος του. Ο μικρός μας κύριος είναι αγουροξυπνημένος», της είπε. Κατάλαβα πως δεν είχα περιθώρια. Δεν μπορώ να σου περιγράψω το βλέμμα του όταν ήθελε να μου στείλει μήνυμα με τα μάτια, και δεν θα ήθελα -όχι ακόμα τουλάχιστον- να σου μιλήσω για τις συνήθεις επιπτώσεις που είχε κάθε αποτυχία μου να συμμορφωθώ έγκαιρα. «Εντάξει...», είπα προσπαθώντας να χαμογελάσω ώστε να μη φανούν οι επιφυλάξεις μου. Η γυναίκα με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν λυπημένο ή χαρούμενο. Ο μπαμπάς όμως μου χαμογέλασε πλατειά και με χτύπησε χαδιάρικα στην πλάτη, ενώ απευθυνόταν σε εκείνη «Είδες που σου το είπα; Ο Βελλής μου είναι ένας πραγματικός νεαρός τζέντλεμαν ακόμα και νυσταγμένος!» Έπειτα μου ζήτησε να φέρω το μικρό κλουβί, που είχαμε αγοράσει όταν πήραμε τα πουλιά, πριν τα βάλουμε στο μεγάλο. Φυσικά θα το κρατούσαμε εμείς το μικρό, η κυρία που θέλαμε να γοητεύσουμε έπρεπε να πάρει το μεγάλο, καθώς και αρκετούς σπόρους. Ο ίδιος έβαλα το χέρι μου στο κλουβί κι έπιασα την τρομαγμένη Λίλλυ, την οποία τοποθέτησα στο μικρό κλουβί. Κράτησα επίσης και τη φωλιά για τις γεννήσεις, άφησα όμως την ποτίστρα και τις ταίστρες, μια που το μικρό κλουβί είχε τα δικά του. Μετά ο μπαμπάς μου είπε ότι θα συνόδευε την κυρία με τα πράσινα να βρει ταξί και θα επέστρεφε. Εκείνη γονάτισε, με φίλησε στα μάγουλα, μου ανακάτεψε ξανά τα μαλλιά και με ευχαρίστησε πολύ για «τη μεγάλη μου ευγένεια», την οποία, είπε, δε θα ξεχνούσε ποτέ. Με καθησύχασε ότι θα φρόντιζε τον Κορνήλιο σα να ήταν ένας άνθρωπος, ένας νεαρός κύριος σαν εμένα, έπειτα φόρεσαν τα πανωφόρια τους, εκείνη μια λευκή ζακέτα κι ο μπαμπάς το συνηθισμένο του μπλέιζερ, και βγήκαν. Ο μπαμπάς μου έκλεισε με νόημα το μάτι όσο εκείνη περίμενε στο ασανσέρ κρατώντας το κλουβί και το σακουλάκι με την τροφή. Ο Κορνήλιος φτερούγιζε σαν τρελός και χτυπιόταν στα κάγκελα. «Κοιμήσου τώρα», είπε, «κι αύριο θα πάρουμε ό,τι θες».
Μόλις έμεινα μόνος, πήγα το μικρό κλουβί στο υπνοδωμάτιο, το ακούμπησα στο κρεβάτι του και κάθισα στο δικό μου κοιτώντας τη Λίλλυ. Το πουλί ήταν καταφανώς ταραγμένο, κουνιόταν διαρκώς και χτυπούσε ανήσυχα τις φτερούγες του παντού. Της έβαλα νερό και φαγητό, όμως δεν τα άγγιξε. «Καημένη μου», της είπα, «έχασες το φίλο σου για να γοητεύσει ο μπαμπάς μου μια φίλη. Ίσως αν είχατε κάνει μικρά παπαγαλάκια να μην συνέβαινε αυτό, είδες που είχα δίκιο;» Η Λίλλυ δεν έδειξε να ηρεμεί με τα λόγια μου. Ακόμα κι όταν σκέπασα το κλουβί με την πετσέτα και το κατέβασα στο πάτωμα, εκείνη δε σταμάτησε να χτυπιέται. Είχε περάσει πάνω από μισή ώρα και το πουλί δεν ησύχαζε, ούτε ο μπαμπάς είχε επιστρέψει, ενώ εγώ δε μπορούσα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν τα παπαγαλάκια και τη μοίρα τους χωριστά, σκεφτόμουν πόσο παράξενο είναι να γοητεύεις κυρίες με πουλιά και σκεφτόμουν τι θα ζητούσα το πρωί. Όλα μαζί. Τελικά πήρα την απόφαση. Ίσως αν είχε γυρίσει νωρίς να μην το έκανα, όμως η απουσία του με βόλευε. Φαίνεται πως δε θα έβρισκαν ταξί. Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου μας κι έβγαλα έξω το κλουβί. Τριγύρω επικρατούσε απόλυτη ησυχία, η ώρα πρέπει να ήταν 4 ή περισσότερο. Ξεσκέπασα το κλουβί κι άνοιξα το πορτάκι. Μετά ξαναμπήκα στο δωμάτιο, έκλεισα τη τζαμόπορτα, αφήνοντας τις γρίλιες ανοιχτές κι έκατσα στα γόνατα πίσω από το τζάμι. Μέσα στο πρώτο λεπτό η Λίλλυ ανέβηκε στο πορτάκι, ανίχνευσε γύρω-γύρω κι έπειτα με ένα σάλτο πέταξε. Αμέσως εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Ξανάκλεισα τις γρίλιες κι έπεσα για ύπνο. Είχα ήδη αποφασίσει τι θα ζητούσα το πρωί -σίγουρα όχι άλλα παπαγαλάκια. Όταν με πήρε ο ύπνος, ο μπαμπάς δεν είχε ακόμα επιστρέψει, τα ταξί εκείνη την εποχή δεν τα έβρισκες εύκολα.
Θυμάμαι ότι το πρωί ξύπνησα απότομα. Κάποιος χτυπούσε με δύναμη την εξώπορτα, χτυπούσε μάλιστα με τα δάχτυλα την πόρτα κι όχι το κουδούνι. Κοίταξα πλάι στο άλλο κρεβάτι και τον είδα ανάσκελα, να κοιμάται του καλού καιρού, ξεσκέπαστος και με ανοιχτό το στόμα. Ροχάλιζε βαριά και δεν άκουγε τίποτα. Για τη γιαγιά ούτε λόγος βέβαια να ακούσει την πόρτα. Έτσι πετάχτηκα και πήγα να ανοίξω. Τρίβοντας τα μάτια, είδα έκπληκτος την γειτόνισσα από το διπλανό διαμέρισμα αλαφιασμένη. Πρώτη φορά την έβλεπα σε τέτοια κατάσταση την κυρία Τούλα, ήταν συνήθως μια ήσυχη γυναίκα. «Που είναι ο πατέρας σου;» με ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. «Μέσα, κοιμάται...» απάντησα ανήσυχος. «Τι έγινε;» «Πήγαινε ξύπνα τον αμέσως», μου είπε με τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. «Πες του ότι μόλις είπε το ραδιόφωνο πως έπεσε ο Παπαδόπουλος! Τράβα, τώρα!» Κι έτσι γιατρέ, να που έχεις δίκιο, η διήγηση είναι τονωτική για τη μνήμη και μόλις συνειδητοποιώ ότι ήμουν 9 χρονών. Δεν μπορώ να πω βέβαια ότι το θυμήθηκα, αλλά συνεπάγεται, οπότε πρακτικά κάνει το ίδιο. Επέστρεψα λοιπόν στο δωμάτιο κι άρχισα να σκουντάω τον μπαμπά. Ήταν πάντοτε πολύ δύσκολο να ξυπνήσει, ειδικά όταν έπινε η αργούσε να κοιμηθεί. Κάτι μούγκρισε κι εκείνη τη μέρα, και πήγε να γυρίσει στο πλάι. «Έλα, ξύπνα», του είπα, «κάτι έγινε». «Σε λίγο», μουρμούρισε. «Μπαμπά ξύπνα», επέμεινα τραντάζοντάς τον. «Η κυρία Τούλα λέει ότι έπεσε ο Παπαδόπουλος και θέλω να πάρουμε ένα κουνέλι!» Τότε άνοιξε τα μάτια, για την ακρίβεια τα γούρλωσε, και με ρώτησε. «Τι είπες;»
«Θέλω κουνέλι!»
Όπως ήταν επόμενο γιατρέ, το κουνέλι το βαφτίσαμε Παπαδόπουλο.
Όχι, εκείνη τη μέρα όταν πολύ απασχολημένος με τα πολιτικά για να θυμηθεί το παπαγαλάκι και δε με ρώτησε τι απέγινε, ούτε καν είδε το άδειο κλουβί. Αυτό συνέβη λίγο μετά, πριν πάρουμε τον Παπαδόπουλο. Εγώ του είπα ότι η Λίλλυ είχε φύγει. Παραξενεύτηκε, αλλά δεν το συνέχισε. Ίσως να είχε τις τύψεις του για τον Κορνήλιο, δεν ξέρω. Αλλά...
Λοιπόν θα σε εμπιστευθώ γιατρέ, αλλιώς τι νόημα έχει. Η Λίλλυ δεν πέταξε εκείνο το βράδυ. Αυτό είπα στον πατέρα μου. Πάντα με φανταζόταν ιδεαλιστή κι έτσι η εικόνα της ελευθέρωσης του πουλιού που έχασε το ταίρι του ταίριαζε στην εικόνα που είχε για μένα. Στην ουσία δεν είπα ψέματα, την ελευθέρωσα. Αλλά την ελευθέρωσα με το νέφτι. Την έπιασα στο χέρι μου και έβαλα το ράμφος της μέσα στο καπάκι του μπουκαλιού. Στην αρχή τίναζε το κεφάλι της σπασμωδικά. Μετά όλο και πιο έντονα. Το έκανα πολλές φορές. Έπειτα την άφησα πάνω στο κρεβάτι. Παραπατούσε, άνοιγε τα φτερά της να πετάξει μα δεν μπορούσε. Ένοιωθα πως πονούσε, πονούσε βαθιά για τον ξαφνικό της χωρισμό, τον αγαπούσε τον Κορνήλιο γιατρέ. Εγώ της χάιδευα το κεφάλι με το δάχτυλο ώσπου ξεψύχησε. Καλύτερα έτσι από το να την έτρωγαν οι γάτες η να πέθαινε από πείνα. Έπειτα έκοψα τα πόδια της με το ψαλίδι γιατί πάντα είχα απορία αν κυκλοφορεί αίμα εκεί όπως στα μέλη των ζώων. Δεν έτρεξε τίποτα. Σκέφτηκα να ανοίξω την κοιλιά της με το ξυράφι, αλλά αυτό μου φάνηκε υπερβολικό. Την τύλιξα σε ένα κομμάτι χαρτί κουζίνας και την πέταξα στον ακάλυπτο που σύχναζαν οι γάτες. Ο Παπαδόπουλος πάντως πέθανε μάλλον από φυσικό θάνατο. Ούτε 3 μήνες δεν τον είχα. Ναι, σου λέω αλήθεια δεν τον πείραξα καθόλου, απλά ψόφησε μέσα στο κλουβί. Ένα βράδυ έδειχνε κακόκεφος και το επόμενο πρωί που ξύπνησα ήταν νεκρός. Το σώμα του έγινε ωραίος στόχος για το αεροβόλο. Είχα ένα όμορφο αεροβόλο όπλο τότε, ήταν το δεύτερο που μου πήρε ο πατέρας, το πρώτο ήταν πιστόλι. Ήταν αρκετά δυνατό κι έπαιρνε τα κλασικά μολυβένια σφαιράκια-κούπες. Αλλά ενώ μου πήρε το όπλο, δεν με έβγαζε συχνά έξω να εξασκηθώ ούτε με άφηνε να το κάνω μόνος μου. Πολλές φορές σκέφτηκα να χτυπήσω τη γιαγιά, με συγκρατούσε όμως η οργή που ήξερα πως θα αντιμετώπιζα μετά. Τι να έκανα; Καμιά φορά πυροβολούσα τους περαστικούς ταμπουρωμένος πίσω από το πατζούρι του υπνοδωματίου για να μη με βλέπουν. Είχα πετύχει κάμποσους και δε με κατάλαβαν ποτέ. Μια φορά είχε έρθει και η αστυνομία, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Την είχε καλέσει ένας κύριος που τον πέτυχα στο μάγουλο κι έτρεξε αίμα. Η αλήθεια είναι πως τον σημάδευα στο μάτι, αλλά από τον πέμπτο όροφο είναι δύσκολο το σημάδι στο δρόμο. Το καλύτερό μου ήταν μια γάτα στον ακάλυπτο. Κι εκεί από λάθος έγινε γιατί τα ζώα τα αγαπάω γιατρέ, αλλά είναι παραμύθι πως οι γάτες είναι εφτάψυχες. Εκείνη την έφαγε κανονικά στο μάτι, τινάχτηκε μερικές φορές κι έπεσε ανάσκελα. Μερικοί σπασμοί ακόμα κι ήταν νεκρή. Λυπήθηκα πολύ θυμάμαι, δεν είχα κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Δεν το’ θελα να τη σκοτώσω. Σου έλεγα όμως για τον Παπαδόπουλο. Τον άφησα στα σκουπίδια γιατί δεν ήθελα να τον δει ο μπαμπάς σε αυτή την κατάσταση. Κράτησα μόνο το πόδι του, αλλά σε λίγες μέρες το πέταξα κι αυτό γιατί χάλασε -δεν ξέρω πως τα συντηρούν τα λαγοπόδαρα, ίσως πάλι γιατί δεν ήταν λαγός αλλά κουνέλι.
Εντάξει λοιπόν γιατρέ, νομίζω πως τα κατάφερες. Θυμάμαι ότι η πρώτη μου ενέργεια λύτρωσης ανθρώπων από το άγος του παράλογου βίου ήταν ο ίδιος ο πατέρας. Συνέβη το '81, όταν βγήκε το βράδυ στο μπαλκόνι να γιουχάρει τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ που κέρδισε στις εκλογές. Μόλις είχε επιστρέψει κακήν κακώς από την Κρήτη. Ηλπιζα πως δεν θα ερχόταν τόσο γρήγορα. Ήταν πολύ πιωμένος κι έτσι κανείς δεν παραξενεύτηκε που γλίστρησε κι έσκασε στα πλακάκια του πεζοδρομίου από τον πέμπτο. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Περισσότερο από τη γιαγιά, που πριν ενάμισι χρόνο είχε πεθάνει γιατί η δύστυχη έκανε λάθος και ήπιε το φάρμακο για την υπόταση αντί αυτό για την υπέρταση. Ούτε κι εγώ δεν τα ξεχώριζα όταν της το έδωσα. Έπειτα ήρθε η ένοπλη δράση γιατρέ, αμέσως μετά την εκδίωξή μου από το Ρήγα, αλλά σε διαβεβαιώνω, ποτέ δεν το διασκέδασα, καμία από τις 7 ενέργειες δε με γέμισε χαρά. Οι υπόλοιπες 22 πράξεις για τις οποίες με κατηγορούν ήταν απόρροια της απένταξής μου από την Οργάνωση. Ξέρεις γιατρέ, ακόμα και οι ένοπλες ομάδες έχουν ιεραρχία κι εγώ ήμουν χαμηλά σε αυτήν, όταν ο αρχηγός αποφάσισε πως καλύτερα για όλους και κυρίως για την "ιδεολογία" του αγώνα -ναι, αν έχεις το θεό σου γιατρέ, για την ιδεολογία είπε...- θα ήταν καλύτερα να αποχωρήσω. Αυτός ήταν το πρώτο θύμα και το ότι ο θάνατός του αποδόθηκε σε τροχαίο ήταν δείγμα της καλής μου δουλειάς. Οι υπόλοιποι ήταν όλοι κοινωνικά αποβράσματα γιατρέ, έτσι όπως εγώ τα βλέπω. Πάντα κριτήριό μου ήταν βέβαια, πως όλα αυτά ήταν παράλογα και πως, όπως αμυδρά θυμόμουν από τον Κορνήλιο, σε μια άλλη κοινωνική θέσμιση, δεν θα μπορούσε κανείς να χωρίσει μέσα στη νύχτα δυό παπαγαλάκια. Μια κοινωνία που επιτρέπει κάτι τέτοιο γιατρέ, έχει ανάγκη από επανάσταση και θεραπεία. Και μόνη άμυνα του επαναστάτη για αντέξει τις σουβλιές που δίνει στη συνείδηση η επίγνωση πως ο ίδιος τελικά γίνεται καλύτερος αγωγός του παραλόγου από εκείνους που με την επανάστασή του επιχειρεί να απομονώσει, βρήκα πως ήταν η αδύναμη μνήμη.
Γι αυτό γιατρέ σε παρακαλώ, τώρα που σου τα είπα πια όλα αυτά που ήθελες, ας σταματήσουμε τις συνεδρίες και τα φάρμακα, έτσι κι αλλιώς η πορεία μου είναι εκ γενετής προδιαγεγραμμένη. Πιστεύεις στη μοίρα γιατρέ; Στην ειμαρμένη των αρχαίων; Εγώ ναι. Πιστεύω ότι γεννήθηκα να γίνω αυτό που έγινα και πως ο Κορνήλιος ήταν, απλά, η σκανδάλη.
~
*διασκευή απο έντυπη έκδοση

buzz it!

13 σχόλια:

Spy είπε...

Μα ήμαρτον επιτέλους!
Κείμενα είναι αυτά; Τι νομίζετε δηλαδής; Ότι είμεθα όλοι αργόσχολοι σαν και του λόγου σας;

(θα σχολιάσω κανονικά το σαββατοκύριακο που θα το έχω διαβάσει όλο...)
:P

k1 είπε...

Τι εκπληκτικο κείμενο! Παρά το μέγεθος, διαβάζεται μονορούφι. Ποια είναι παρακαλώ η έντυπη έκδοση για όσους ενδιαφέρονται;

Σελιτσάνος είπε...

Όλα άρχισαν όταν ο Perry Como τραγούδησε την Glendora...

aKanonisti είπε...

Σήμερα δεν θα διαφωνήσω....

Δεν είναι τα άστρα ευνοικά... απλά.. κάπως έτσι θυμάμαι και εγώ τα παιδικά μου χρόνια...

Οχι βέβαια τόσο επίπονα.. γιατί εγώ ήμουν το κέντρο του σύμπαντος και της οικίας...

Αλλά τα καταφέρατε...
μας ταξιδέψατε εκεί...
(στην μανιέρα αναφέρομαι...)

Ευγε...

:-))))

Υ.Γ. Μου βγήκε ένας πληθυντικός...
που δεν είναι ευγενείας... διότι ως γνωστόν είμαι ανάγωγη....
Μάλλον ο κυρ Σπάι φταίει... ή το ρισπεκτ για το κείμενο....
Διαλέχτε!!!!!!!!

Ανώνυμος είπε...

Κ. Νομάδα είναι σκοτεινό αυτό που μας "αφήσατε" σήμερα, με "φαντάσματα", με "κόκκινες μεταξωτές κλωστές" και με κάποιες πέρλες που λάμπουν μόνο τόσο όσο ο μικρός (ή μεγάλος πια) αφηγητής θέλει...
Και δε θέλει να λάμπουν και τόσο...

υ.γ.΄Ασχετο: Στον ΕΛΑΣ ήταν και ο δικός μου -λατρεμένος- παππούς, από τη μεριά της μαμάς και ναι το όνομά του ήταν Γιάννης! (Το μόνο που μ΄έκανε κάπως να χαμογελάσω).
Καληνύχτα!

Aura είπε...

Μέχρι τη μέση(που αφήνει ελεύθερη την παπαγαλίνα)νόμισα πως μιλάτε για εσάς. Μετά που άρχισαν οι θάνατοι(συμβολικοί) ή αλλιώς, ο θάνατος(ο φόνος, για την ακρίβεια) της αθωότητας ..κατάλαβα.

Καταπληκτικό ψυχολογικό θρίλερ Νomad!!


υγ:να σας ρωτήσω κάτι και συγχωρήστε με που δεν έχω καταλάβει..είναι δικά σας τα κείμενα;

rosie είπε...

Αν ο Κορνήλιος δεν είχε αποχωριστεί τόσο βίαια το ταίρι του...

Αν η μαμά δεν είχε αποκοπεί από το παιδί της..
Αν, αν, αν..

(όπως και να έχει, ας μη το προχωρήσω αναλυτικά. Υπέροχο κείμενο. Με ξαναγύρισατε σε ξεχασμένες μυρωδιές του 70..)

Nomad είπε...

Κατάσκοπε,

το επόμενο κείμενο σκεφτομαι να είναι χαι κου παντως. (Εναλλακτικά να παρετε άδεια κύριε!)



Κ1,

καλώς ηλθατε και σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Η εντυπη εκδοση δεν εχει σημασία, αφου τα δημοσιεύω εδώ και εδώ δεν θέλω να κάνω διαφήμιση έστω κι αν είναι για δική μου δουλεια.

:)

Σελιτσάνε,

παντοτε ευγενής. Η ακριβής φράση λέει "απο τότε που αυτός ο κρετίνος ο περι κομο..."

:)))))

Ακανόνιστη,

καντε προπόνηση και σκεφτείτε οτι μιλάτε στον πληθυντικο κατα τη διάρκεια του σεξ, συνδυάζοντας ακραία γλώσσα με ευγενικές εκφρασεις. Σας εγγυώμαι οτι τουλαχιστον θα γελασετε.

:ΡΡΡ

κοκκινη μεταξωτή κλωστή,

χαίρομαι για τη σύμπτωση. Μη νομίζετε ομως οτι παραείναι πολλες οι πραγματικές περλες.

:)))

Αυρα,

σας ευχαριστώ παρα πολύ. Πράγματι πρόκειται περί μυθοπλασίας και οχι αυτοβιογραφίας.
ΥΓ. Ναι

:)

Ρόζι,

εμείς του 60 εκδρομείς, κλπ.
Να είστε καλα, ευχαριστώ πολύ.

:)

Ανώνυμος είπε...

...κι ο Nomad απλά ο επικρουστήρας

Xνούδι είπε...

Kαιρό μετά , μου τέλειωσαν όλα τα επιφωνήματα θαυμασμού και ότι θα μπορούσε να τον εκφράσει.
Σε μισώ πολύ Nomad's Tales.

Nomad είπε...

κΚΚΜ,

ακριβέστερα παρακρουστήρας εδώ που τα λεμε.



Χνου,

εγω σε ολόκληρο και άλλο ένα μπόνους.

nelly είπε...

Πολυ ωραιο, οντως.

Nomad είπε...

Νέλλυ,

ευχαριστώ πολύ

:)