Για να μπορέσω να συνεχίσω να ζω, διηγήθηκε ο φίλος μου, πρέπει να σκοτώσω τη Μούσα. Εκανε μια γκριμάτσα σα να θυμόταν. Χαμήλωσε το κεφάλι και μου είπε: Στην αρχή, δεν κατάλαβα πως εμφανίστηκε και προτού περάσει πολύς καιρός κατακυρίευσε τον κόσμο των αληθινών ιδεών μέσα στο κεφάλι μου. Δεν το επέλεξα, απλά συνέβη. Μια μέρα δεν υπήρχε και την επόμενη είχε ήδη αλώσει την πόλη. Όχι ψέματα, η πόλη της είχε παραδοθεί αμάχητη. Αυτό συμβαίνει πάντα με τις Μούσες, ποτέ δεν πολεμούν, τους παραδίδεσαι. Το συνειδητοποίησα πολύ αργότερα, όταν ο κατακτητής άρχισε να συμπεριφέρεται βασιλικά και οι κάτοικοι να υποφέρουν. Εξω από την πόλη, στον κόσμο των σκιών των ιδεών, δηλαδή στον εξωτερικό κόσμο τριγύρω μου, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όμως όλα τα χρώματα ήταν πια διαφορετικά. Περπατούσα στο δρόμο και σκουντουφλούσα, αφού στον άλλο κόσμο η κατοχή συνεχιζόταν και οι ιδέες υπέφεραν. Καμιά τους δε μπορούσε πια να βγει από την πόλη, εκτός από όσες σχετίζονταν με τη Μούσα. Δεν μπορούσα να γράψω τίποτα που δεν την αφορούσε, τα πάντα που επιτρέπονταν να βγουν από την πόλη ήταν σημαδεμένα με την παρουσία της, δικά της, κατακτημένες σκέψεις. Αυτό συνέβαινε επειδή, μετά τον αρχικό της ενθουσιασμό, η Μούσα με είχε βαρεθεί. Δε με θεωρούσε πια άξιο για εκείνη. Η αφοσίωσή μου, κι όσα νωρίτερα τη συνέπαιρναν και την έκαναν να ξεκινά τον μαγικό της χορό των 7 πέπλων, τώρα είχαν ξεθυμάνει. Για εκείνη ήμουν πια μια πόλη κατακτημένη, η οποία όμως δεν άξιζε πια την κατάληψή της. Έφταιγα γι αυτό, αφού όταν η Μούσα είχε εμφανιστεί, δεν την είχα αναγνωρίσει εξαρχής. Τότε, είχα πιστέψει πως ήταν μια ακόμα επίθεση στην πόλη από την οποία θα με προφυλάξουν τα ψηλά τείχη, όπως πολλές φορές είχε συμβεί ως τότε. Μόνο αφού η Μούσα κατέκτησε κάθε γωνιά της πολιτείας ενώ ακόμα δεν την αναγνώριζα και πήγε τότε να φύγει, εκνευρισμένη που δεν την είχα καταλάβει, εγώ συνειδητοποίησα τι θα έχανα. Κι όμως, έφταιγα. Όταν είχε έρθει, δεν είχε μπουκάρει άτσαλα. Μόνος μου της είχα ανοίξει και μαλιστα με είχε ρωτήσει: «Πόσο θα ήθελες να μείνω εδώ;» Κι εγώ ο τυφλός, της είχα απαντήσει: «Ωσπου να σε διώξει η πόλη». «Καταλαβαίνεις;» Μου είπε ο φίλος μου κοιτώντας με με μάτια κουρασμένα. Την είχα ετεροκαθορίσει. Αντι να της πω, «όσο εσύ θελήσεις», της είπα «όσο θέλει η πόλη». Δε λες τέτοια πράγματα σε μια Μούσα. Αν δεν μπορείς να την αυτοπροσδιορίσεις, η Μούσα δε μπορεί να σου τραγουδήσει και υποφέρει κι η ίδια. Ετσι την χάλασα πρώτος. Αλλά κάθε φορά που πήγαινε να φύγει, κάθε φορά που μου έλεγε ότι δε νοιώθει Μούσα και καλύτερο θα ήταν να επαναφέρω τη δημοκρατία στην πόλη και να επιτρέψω και στις άλλες αλήθειες να αναπνεύσουν, εγώ πέθαινα μέσα μου. Ήθελα να είμαι κατακτημένος. Δε με ενδιέφερε η ελευθερία μακριά της. Είχα παραδώσει τα κλειδιά της πόλης. Αυτό που ποθούσα, ήταν μονάχα να είμαι αντάξιος της παράδοσης. Αλλά δεν ήμουν πια. Κι όλα αυτά, επειδή όταν πρωτομπήκε δεν την είχα αμέσως διακρίνει. Κι έτσι, συνέχισε ο φίλος μου, φτάσαμε στη θλιβερή κατάσταση η Μούσα να θέλει να εγκαταλείψει την κατακτησή της κι ο κατακτημένος να μη θέλει την ελευθερία του, μα ούτε και να μπορεί να αξιοποιήσει την υποταγή του για να απολαμβάνει την παράδοση. Καταλαβαίνεις; Με ξαναρώτησε. Δεν μπορώ να απολαύσω τίποτα πια. Οσα όμορφα ζω έξω από την πόλη, επισκιάζονται από τη θλίψη μου εντός. Δε μπορώ να χαρώ τίποτα, σαν να έχουν μπλοκάρει όλα τα κύτταρα που προσλαμβάνουν τη χαρά. Μου χαμογελάνε οι φίλοι και δεν τους βλέπω. Δεν μπορώ να δουλέψω, να ευχαριστηθώ ένα σινεμά, να νοιώσω το παραμικρό ίχνος χαράς. Χάνω τα γεγονότα της ζωής μου. Σα να περνάει η ζωή μου από μπροστά κι εγώ να την κοιτώ σα να’ ναι ξένη, φορτική. Γι αυτό σου λέω, αν θέλω ποτέ να ξαναβγώ από εδώ μέσα ζωντανός, πρέπει να τη σκοτώσω… -Και γιατί δεν την αφήνεις απλά να φύγει; ρώτησα. -Και πως θα ζήσω τότε; ρώτησε κι αυτός. -Κοίτα, του είπα, δεν ξέρω από Μούσες, εμένα ποτέ δεν με επισκέφθηκε καμιά κι έτσι ξέρω πως, ανεξάρτητα από την εξέλιξη, είσαι τουλάχιστον τυχερός που έζησες αυτή την εμπειρία. Όμως είμαι βέβαιος ότι αν κρατήσεις τη Μούσα σου αιχμάλωτη, θα πεθάνετε κι οι δυο. Δεν ζουν αυτές οι υπάρξεις στην αιχμαλωσία. Ναι, κατέκτησε την πόλη σου γιατί ο ρόλος της είναι να μπαίνει εκεί που ρίχνουν τα τείχη για χάρη της. Και τότε δεν θα την αγαπάς πραγματικά, ποτέ σου δεν την αγάπησες, κι ότι δεν την εντόπισες όταν ήρθε ήταν φυσιολογικό, γιατί δεν ήσουν άξιος να σε επισκεφθεί η Μούσα. -Τα ξέρω όλα αυτά, όμως δε μπορώ να ζήσω πια χωρίς εκείνη. -Κοίτα, του είπα, πριν λίγο είπες ότι το βασικό σου σφάλμα ήταν που δεν την κατάλαβες κι όταν σε ρώτησε πόσο θέλεις να μείνει, την ετεροκαθόρισες. Νομίζω τώρα κάνεις το ίδιο με τον εαυτό σου. Ετεροκαθορίζεσαι. Δεν έχεις κατανοήσει ακόμα τι σημαίνουν οι Μούσες, και στο λέω εγώ που ποτέ καμιά δε με έχει επισκεφθεί. Αλλά νομίζω πως καμιά Μούσα δεν θέλει πραγματικά να της παραδίδεται η πόλη. Θέλει να την κατακτά. Επειδή είναι η φύση της μη κατακτητική αλλά εμπνευστική, έχει πιστεύω την ανάγκη να κατακτά και κατόπιν να εξελίσσεται στον ομορφότερο κυβερνήτη, τον πιο αγαπημένο ηγέτη του λαού της, των λέξεων και των ιδεών. Δε μπορούνε οι λέξεις να υποτάξουν τη Μούσα, εκείνη όμως μπορεί να τις διοικήσει. Αρα το πρόβλημά σου είναι ακριβώς αυτό που κι εσύ επεσήμανες, ο ετεροκαθορισμός. -Τι να κάνω;…με ρώτησε με την απελπισία στη φωνή του. -Να την αφήσεις να φύγει όπως την άφησες να μπει. Αν την αφήσεις ελευθερη και δε ζήσεις μετά, τουλαχιστον θαχεις πεθάνει για τον σωστό λόγο. Δεν υπαρχει άλλη δικαίωση ενός που αγαπαει από το να πεθάνει γιαυτό που αγαπα. Όμως, ξέρεις στ αλήθεια ν αγαπάς; Εξω από τις ιδέες και τον κόσμο τους, εξω εδώ μαζί μας, δε βρίσκεις κανέναν πέρα απ τη Μούσα νάχει ανάγκη την αγάπη σου; Με ποιο δικαίωμα αποδιώχνεις τις σκιές των ιδεών σου όταν έχουν σάρκα και οστά, όταν εκείνες σε αγαπάνε; Πως κάνεις ακριβως το ίδιο που υφίστασαι, χωρίς να το κατανοείς καν; Άκου, νομίζω δεν υπάρχει πραγματική Μούσα που να είναι καρβουναρού και τσιγκούνα. Αν η Μούσα σου είναι αληθινή και δεν υπήρξε φάντασμα του μυαλού σου, όταν της ξαναδώσεις την ελευθερία της, όταν πάψει να σε λυπάται και να μένει στην πόλη σου επειδή φοβάται ότι αν φύγει θα πεθάνεις, όταν της επιτρέψεις να ανασάνει και να πει το τραγούδι της και για άλλους, αφού δεν είσαι εσύ το μόνο πλάσμα στη γη που επισκέπτονται οι Μούσες, τότε νομίζω μόνη της θα σε πλησιάσει ξανα και θα σε ρωτήσει: «πόσο θέλεις να μείνω;» Κι εκεί, ανόητε, πρόσεξε τι θα απαντήσεις. Με κοίταξε σφίγγοντας τα χείλια. «Καλό βράδι», μου είπε κι εφυγε. Έχω να δω καιρό τον φίλο μου και δεν ξέρω τι απέγινε το πρόβλημά του. Αλλά αυτό δεν με ανησυχεί, γιατί πάντα ο φίλος μου συνήθιζε να χάνεται όταν καλοζούσε. Πάντως κάθε βράδυ που ακούω ειδήσεις, περιμένω να δω αν θα πουν για τη δολοφονία μιας Μούσας. Ως τώρα δεν είπαν τίποτα. Μα εχω επίσης από τότε να διαβάσω κάτι δικό του. Γι αυτό μου αρέσει να υποθέτω ότι η δολοφονίες του ιδεατού καμιά φορά αναγεννούν το ένσαρκο υλικό
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου