1. Καθόταν σε ένα πτυσσόμενο σκαμπό στην άκρη της παραλίας με την πλάτη προς τη θάλασσα. Είχε πάρει αγκαλιά ένα μπλοκ ακουαρέλας, είχε αποθέσει την παλέτα στο δεξί της γόνατο και ζωγράφιζε. Βγήκα από τη θάλασσα και στάθηκα δίπλα της. Δεν καταλάβαινα τι μπορεί να ζωγράφιζε με την πλάτη στο νερό. Μπροστά της δεν υπήρχε παρά μόνο άμμος, δεν μπορεί να κοιτούσε κάποιο θέμα. Την πλησίασα. -Γεια σου, τι ζωγραφίζεις; Με κοίταξε και χαμογέλασε. Μετά από μικρή παύση, είπε: -Εκείνον.-Εκείνον... επανέλαβα αμήχανα σαν ηχώ. -Εκείνον, ναι... επανέλαβε με τη σειρά της. -Και που είναι εκείνος; -Στην ακουαρέλα. Τον ζωγραφίζω.-Ναι, αλλά που είναι; Εννοώ, το πρόσωπο που ζωγραφίζεις, που βρίσκεται; -Στην ακουαρέλα... -Δεν καταλαβαίνω...Τον ζωγραφίζεις στην ακουαρέλα, όμως το μοντέλο σου που βρίσκεται; -Ναι, δεν κατάλαβες... Φτιάχνω το σκίτσο του και φροντίζω να του μοιάζει. -Το σκίτσο; -Όχι, Εκείνος! -Προσπαθώ να καταλάβω...αν μπορείς πιο απλά... -Απλά... Τον ζωγραφίζω για να υπάρξει. Τον δημιουργώ. Σκιτσάρω τη μορφή του, του δίνω σχήμα και υπόσταση. Μόλις τελειώσω, τότε θα εμφανιστεί. Και θα είναι εκείνος. Ίδιος κι απαράλλαχτος με το σκίτσο μου. -Τον ζωγραφίζεις ώστε να υπάρξει...μμμ...ομολογώ ότι δεν έχω ξανασυναντήσει τη λογική σου...-Θα την είχατε συναντήσει αν είχατε ακουστά τον κ.Κόινερ*-Δεν τον γνωρίζω...-Είναι προφανές. Διαφορετικά θα γνωρίζατε ότι μερικοί άνθρωποι σχηματίζονται όταν κάποιος τους ζωγραφίζει με κέφι και πόθο. -Τι εννοείς πως σχηματίζονται;-Πως παίρνουν το σχήμα τους βέβαια! Το σχήμα που τους δίνει ο καλλιτέχνης. Το βλέμμα, τη μορφή, την έκφραση... Αναδημιουργούνται.-Πως μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο;-Ω, μα πρέπει να είναι πολύ απλό. Μόνο που δεν το ξέρω. Δεν έχω ιδέα. Υποθέτω πως είναι κάτι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, σχηματίζονται έτσι όπως τους φαντάστηκε ο καλλιτέχνης επειδή το θέλουν πολύ οι ίδιοι. Νοιώθουν εξιδανικεύσεις του εαυτού τους. Κι ο δημιουργός προφανώς το θέλει να υπάρξουν. Αλλά εδώ εγώ αναρωτιέμαι. Το προφανές είναι πράγματι και ολοφάνερο;Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Δεν ήθελα να το δείξω. Έτσι άλλαξα την κουβέντα.-Και γιατί κάθεσαι με την πλάτη προς τη θάλασσα; -Από τη θάλασσα θα’ ρθει. Και δεν πρέπει να τον δω προτού ολοκληρώσω το σκίτσο στην ακουαρέλα...Αν τον δω πριν, δεν θα’ ναι εκείνος. Θα είναι όσος από εκείνον πρόφτασα να σκιτσάρω. Δεν είναι κι άσχημα. Όμως εγώ τον θέλω ολόκληρο. -Ναι...συνεπώς είναι ξεκάθαρο ότι εγώ, μπορώ να δω το ημιτελές σκίτσο σου.-Ναι, είναι ξεκάθαρο. Όπως με βλέπεις και σε βλέπω. Και παρέμεινε σιωπηλή. Περίμενα να μου το δείξει, αλλά εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση. Μα ούτε και το έκρυβε. Συνέχιζε να ζωγραφίζει το πορτρέτο εκείνου. Σιωπηλά. Χαμογελούσε και μελαγχολούσε, ανάλογα την πινελιά. Μετά από αρκετές στιγμές παρατήρησης των εκφράσεών της και σιωπής, πήγα πίσω της και κοίταξα το σκίτσο στην ακουαρέλα. Σχεδίαζε έναν λαβύρινθο. Τινάχτηκα. -Πως σε λένε; τη ρώτησα. Με κοίταξε και χαμογέλασε για δεύτερη φορά. -Ξέρεις... είπε γλυκά. Από εκείνη τη γυναίκα έμαθα πως όταν θες να δημιουργήσεις κάποιον, δεν έχεις παρά να τον ζωγραφίσεις. Αυτό κάνω λοιπόν κι εγώ. Σε ζωγραφίζω για να υπάρξεις. Εσύ με υποχρεώνεις να σε γεννήσω. Δεν έχει σημασία που ίσως δεν θα πληροφορηθώ ποτέ την ύπαρξή σου. Θα είμαι σαν ένας πατέρας που πέθανε στη διάρκεια εγκυμοσύνης του παιδιού του. Σημασία έχει όμως να υπάρξεις κάπου, κάποτε. Σημασία για σένα. Τώρα είμαι εγώ που κάθομαι με την ακουαρέλα στα γόνατα και την πλάτη στη θάλασσα. Στον λευκό μου καμβά δοκιμάζω τα χρώματα δίνοντας σου μορφή. Δεν κρύβω πως τα χέρια μου συχνά κουράζονται και καμιά φορά με βαραίνουνε λίγο. Μα να που το λακκάκι στο λαιμό σου με συνεπήρε πάλι απόψε και με έκανε σταγόνα που κατέληξε εκεί, στη διαδρομή από το ποτάμι στα μάγουλα, τα χείλη, το πηγούνι σου. Με ρωτούν κάποιοι περαστικοί γιατί ζωγραφίζω το ανύπαρκτο. Για σένα. Πάντα για σένα, ποτέ για μένα. Δεν το κατανοούν και μας ταυτίζουνε. Και με ξαναρωτάνε γιατί. Κι όταν ειλικρινά τους απαντώ "επειδή στη σκέψη σου ο ανδρισμός μου εγείρεται και φουσκώνει και θέλω να σε δω να γεννιέσαι και να τελειώνεις προτού εκραγώ", με αποπαίρνουν. Να ποθείς το ανύπαρκτο, είναι παρανοϊκό. Να το δηλώνεις κιόλας, είναι γραφικό. Δεν καταλαβαίνουνε καλή μου ότι μιλώ για το βαθύτερο σπόρο της δημιουργίας. Δεν καταλαβαίνουν ότι οι ίδιοι οι κατασκευαστές των λέξεων δεν έβαλαν τυχαία τη λέξη σπέρμα πλάι στη λέξη ιδέα. Εν σπέρματι δε λένε; Οι άνθρωποι οι περισσότεροι αρέσκονται να κατηγοριοποιούν, να γενικεύουνε και να συμπεραίνουν. Μα οι γενικεύσεις δεν είναι παρά το φόντο της μοναδικότητας. Η ζωή ολόκληρη, εγώ, εσύ, εκείνοι, όλα και τα πάντα δεν είναι παρά στιγμές και περιστάσεις. Που ο μόνος γενικής αξίας κανόνας τους είναι πως ο ανάμεσά τους χρόνος, έχει ένα βέλος. Αλλά δε θέλω να ζωγραφίσω τους ανθρώπους, εσένα θέλω. Εδώ, σε ετούτη την ακτή έστησα την ακουαρέλα σου λοιπόν και εδώ θα κάνω τις σπονδές. Και όσο τα δάχτυλά μου θα ποθούν να πιάνουν το πινέλο, θα σε ζωγραφίζω ώσπου να πεις γενηθήτω. Τότε, θα σε κοιτάξω για μια φευγαλέα στιγμή, προτού μεταμορφωθούμε σε μονοπάτια που διασταυρώθηκαν και συνεχίζουν. Αυτή η μοναδική στιγμή λέγεται αιωνιότητα.Κι είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι. Άκουσε, άκουσε: Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτουΚαταλαβαίνεις; Γεννήθηκες; ...είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τα άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.Παλιά ο δρόμος ήταν άσπρος. Τώρα τα λουλούδια δε μιλάνε. Μα αν πασχίσεις πραγματικά, στην τσακισμένη αιχμή μιας πλάκας πεζοδρομίου μπορείς να δεις κάποιο να ανθίζει δειλά. Καθηλώνομαι κοιτώντας το κι αυτό αναδύει εσένα παιδίσκη. Κι η εκδρομή επάνω σου δεν έχει τέλος. Άκουσε: Πάρε τη λέξη μου. Δώσε μου το χέρι σου. Βλέπεις; Προσφορά, έκκληση, τελεία. Μα δεν τελειώνει εκεί η φράση. Συνεχίζεται. Η λέξη για το χέρι. Δώσε μου το χέρι σου. Έτσι βρίσκουν τα χέρια οι ποιητές, δίνουν τις λέξεις. Άκουσε: Τίποτα δεν είναι πιο σαφές από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθησαν. Τίποτε πιο ωραίο από την ανάταση των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισά των, λυτρώνουν τους πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν. Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρώνΣτο μένος των πόλεων, οι οάσεις μοιάζουν με αγρυπνίες νυσταγμένου ποιμνίου. Κι εξέρχεται ο δέσποτας και ο ψαλμός του τους νανουρίζει. Τότε στην αυλή της εκκλησιάς μυρίζει το νυχτολούλουδο και οι θρησκείες μεταβάλλονται. Η αποκάλυψη συμβαίνει εκτός ναού. Εκτός του ναού που έχτισες για να μονάσεις σκεπτόμενη μελλοντικά ταξίδια ενώ κάποιο καράβι περνάει μέσα στην κάμαρά σου και γέρνεις να αναπαυθείς στο κατάστρωμαΜην απορείς που την εικόνα σου ζωγραφίζω με υλικό αγιογραφίας τώρα. Κατάλαβέ με. Στο καράβι που διασχίζει την κάμαρά σου, εκεί, πλάι στον καναπέ με το τραπεζάκι που ακουμπάς τα πόδια σου, υπάρχει ένα μικρό εικονοστάσι. Δεν μυρίζει θυμιατό και λιβάνι. Μυρίζει σπέρμα και νυχτολούλουδο. Είναι οι σπονδές των ονειροπαρμένων στη σάρκα συγκεντρωμένες εκεί μέσα. Γιατί είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι, με λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους, φωτοβολίδες των κραυγών της οικουμένης. Το καντήλι μου δεν έχει λάδι αλλά χυμούς ιδρωμένων σωμάτων και ροδοπέταλα. Προσπαθώ να στο εξηγήσω απλά, μα αυτός είναι ο απλούστερος τρόπος που βρίσκω. Κατάλαβέ με. Εμφανίσου και δώσε μου το χέρι σου. Δέξου τη σπονδή του αρωματικού καπνού, δέξου την προσευχή της παράδοσής μου χωρίς όρους και δέξου τη γνώση μου, που αν δεν μπορεί να επιβληθεί στον μουεζίνη που μας καλεί, τουλάχιστον μπορεί να φωτίσει τις σκάλες που ανεβαίνουμε. Δώσε το νόημα. Γεννήσου.Γιατί όλα ετούτα γίνονται για σένα. Για να υπάρξεις. Δες το σαν ένα ημερολόγιο με σκίτσα. "Ο καιρός ήταν σήμερα λίγο καλύτερος από τον χαμένο", επίγραμμα -της Δημουλά- στη σελίδα 2. Η πρώτη και η τελευταία σελίδα λευκή. Πουθενά η αρχή, πουθενά το τέλος. Μονάχα στην προτελευταία, άλλο επίγραμμα: «Πρέπει να νοιώσεις το χάος μέσα σου για να γεννήσεις ένα αστέρι που χορεύει» -του Νίτσε, συνοδευόμενο με Μπλέικ, από τις Παροιμίες της Κόλασης: "Αυτός που το πρόσωπό του δεν αναδύει φως, δεν θα γίνει ποτέ αστέρι". Το ημερολόγιο των σκίτσων σου θα παραμείνει ανεπίδοτο ώσπου οι σελίδες του να κιτρινίσουν και να μη διαβάζονται πια. Γιατί έτσι πρέπει να είναι. Μόνο εσύ θα το αποκωδικοποιήσεις πλήρως. Θα κάνω όμως εδώ μια παρέκκλιση, παρότι γνωρίζω τους κανόνες της διήγησης και πόσο ερωτεύεται ο αναγνώστης το μυστήριο, για θα σου ρίξω λίγο φως. Υπάρχει λόγος γι αυτή τη μικρή φωτοχυσία στο πρόσωπό σου.Υπάρχεις. Δεν είσαι πλάσμα της φαντασίας μου. Δεν είσαι το αποτέλεσμα της ένωσης διαφορετικών χαρακτηριστικών από γυναίκες που γνώρισα. Δεν θα το έκανα αυτό το φτηνό τέχνασμα. Θυμήσου πως, όταν ο υπολογιστής ανασυνέθεσε τη μορφή μιας γυναίκας από τα ομορφότερα χαρακτηριστικά πλήθους αληθινών μοντέλων, βγήκε ένα έκτρωμα. Καταλαβαίνεις; Κανένας δεν μπορεί να πάρει τα δάκτυλα της Ν. το στόμα της Χ. την λαγνεία της Ε. το μυαλό τη Κ. τον αισθησιασμό τη Φ. και τα μάτια της Τ. για να δημιουργήσει εσένα. Δεν είσαι η νύφη του Φρανκενστάιν. Υπάρχεις. Εδώ στην παραλία, μέσα στη θάλασσα, επάνω στο λόγο, στον κόσμο που οι λέξεις περιγράφουν, στο δρόμο, μέσα στο χλωμό φθινοπωριάτικο φως της πόλης, κάτω από τον καυτό ήλιο του νησιού το καλοκαίρι, στο χιόνι που έρχεται, στα τριαντάφυλλα που θα ανθίσουν μετά. Και τώρα που διαβάζεις και σιγά-σιγά νοιώθεις το δέρμα σου να συσπάται κατανοώντας τι συμβαίνει, αρχίζεις να καταλαβαίνεις γιατί σε φωτίζω λιγάκι. Για να υπάρξεις ενσυνείδητα. Να γίνεις αυτό που είσαι.Υπάρχεις, μα δεν το ξέρεις πως το εντός σου χάος θα γεννήσει ένα αστέρι που χορεύει. Υπάρχεις, αλλά κανένας δεν βρέθηκε να σου πει πως το φως που αναδύεις έχει σκοπό. Υπάρχεις κρυμμένη και φοβισμένη, τι θες εσύ μες στη νύχτα των άλλων αναρωτιέσαι, κρύβεσαι και καμουφλάρεσαι μέσα στο πλήθος να μη σε αναγνωρίσει κανείς. Σε φωτίζω λίγο, για να διώξω από μέσα σου τον φόβο. Όταν φανερωθείς θα υποφέρεις. Και το ξέρεις. Γι αυτό κρύβεσαι. Μα σκέψου πως αν έτσι περάσεις τη ζωή σου, ο κόσμος θα πρέπει να περιμένει ποιος ξέρει πόσα χρόνια μέχρι να ξαναγεννηθείς. Νοιώσε την ευθύνη και το χρέος σου. Αλλά ακόμα κι αν δεν θες να τα νοιώσεις αυτά, πρέπει να ξέρεις πως αν ζήσεις σαν να ήσουν άλλη, ακόμα περισσότερο πόνο θα νοιώσεις. Δεν είναι εύκολος ο δρόμος σου καλή μου. Θα σε προδώσουν όλοι οι άντρες σου κι ο τελευταίος περισσότερο από όλους. Θα αγαπήσεις τόσο βαθιά που κανείς δεν μπορεί: απόλυτα. Θα προδώσεις τη βαθιά σου αγάπη με τόση ελαφρότητα, που και η πιο επιπόλαιη γυναίκα δεν θα το έκανε: απερίσκεπτα. Θα συγχωρεθείς τόσο δύσκολα που ο χειρότερος εγκληματίας θα σου φαντάζει τυχερός: όταν πια δεν θα’ χει νόημα η συγχώρεση. Θα ζήσεις τόσο αληθινά που κανείς δεν θα πιστέψει πως είσαι αληθινή. Ο ηρωισμός σου είναι τόσο μεγάλος, που ποτέ κανείς δεν θα τον αντιληφθεί από όλους όσους θα’ χεις σώσει. Η φωνή σου τόσο τρανταχτή που δεν θα ακουστεί. Το βλέμμα σου τόσο βαθύ που οι άνθρωποι θα κλείνουν τα μάτια. Η αναρχία σου τόσο αυθεντική που σε όλη σου τη ζωή θα ακολουθείς κανόνες. Η ομορφιά σου τόσο πραγματική που όλες οι άλλες θα δείχνουν ομορφότερες. Οι αντιφάσεις σου τόσο ακραίες που θα περπατάς ευθυτενής ανάμεσα. Η λαγνεία σου τόσο δοτική, που το σπέρμα μέσα σου γονιμοποιείται αμέσως και το ίδιο άμεσα το παιδί σου πεθαίνει. Κανείς καλή μου, εκτός από έναν, αυτόν που τελικά θα προδώσεις, δεν θα καταλάβει πως εσύ είσαι εσύ. Γι αυτό δεν έχει νόημα να κρύβεσαι, όπως δεν κρύφτηκε ο Σίσυφος. Κι όμως, ενώ οι πάντες θα αγνοούν την παρουσία σου ανάμεσά τους, όλοι υποσυνείδητα θα το γνωρίζουν πως πέρασες και τους άγγιξες. Και δεν θα το παραδεχτούν ποτέ, παρά μονάχα τη νύχτα μονάχοι προσπαθώντας να κοιμηθούνε. Κατάλαβες; Γι αυτό δεν έχει πρώτη και τελευταία σελίδα το ανεπίδοτο ημερολόγιο των σκίτσων σου. Δεν θα γραφτούν ποτέ γιατί η αρχή περιέχει την εικόνα σου γυμνή. Κι είναι τόσο φωτεινή που δεν μπορώ να τη δω καλά. 2. Καθόμουν με την πλάτη στη θάλασσα και ζωγράφιζα, όπως είχα δει να κάνει εκείνη. Αλλά είχα παρερμηνεύσει κάτι. Η γυναίκα ζωγράφιζε έναν λαβύρινθο. Αν εκείνος εμφανιζόταν, θα μεσολαβούσε ο λαβύρινθός της. Και μόνο αυτή είχε το νήμα. Μόνο εκείνη θα επέλεγε τον Θησέα της. Εγώ όμως ιχνογραφούσα το σκίτσο μιας γυναίκας. Απευθείας. Την έπλαθα όπως τη φανταζόμουν. Κι έτσι την πάτησα. Εγώ δεν είχα νήμα. Δεν θα επέλεγα, θα επιλεγόμουν. Κι αυτό δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Γιατί να ζωγραφίζεις φανταστικούς ανθρώπους είναι, σχετικά, απλό. Το πρόβλημα είναι όταν οι ιχνογραφίες αναδύονται ξαφνικά στον τρισδιάστατο κόσμο. Τότε καταλαβαίνεις ότι ενώ εσύ σχεδίαζες με κίνητρα συγκεχυμένα, οι επινοημένες ζωγραφιές που απέκτησαν υπόσταση, επαναστατούν. Δεν τις έφτιαξες εσύ. Υπήρχαν και περίμεναν το φυτίλι της πυροδότησης. Αναγνώρισαν τον εαυτό τους στο σκίτσο σου. Και τι γίνεται αν δεν είσαι έτοιμος; Αν δεν υπήρξες ποτέ έτοιμος; Αν ήσουν κάλπικος δημιουργός και τα παχιά σου λόγια τα μεγάλα δεν διανοήθηκες ποτέ να τα ακολουθήσεις μέχρι τέλους; Αν κάθισες εκεί στην παραλία σκιτσάροντας στην ακουαρέλα σου απλά για να περάσει ευχάριστα η ώρα, μόνο και μόνο για την τέχνη της ζωγραφικής; Για να δεις αν μπορεί να ζωντανέψει η ζωγραφιά σου, χωρίς να έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις αν πετύχει ο σκοπός; Τότε κατάλαβα αυτό που είχε αναρωτηθεί η κοπέλα: «Το προφανές είναι πράγματι και ολοφάνερο;»Κόντευε να νυχτώσει στην ακτή, όταν ένας ταχυδρόμος με πλησίασε, άφησε πλάι στις μπογιές μου ένα γράμμα και περίμενε διακριτικά λίγο πιο πέρα. Ήταν για μένα, το έγραφε ξεκάθαρα στη θέση του παραλήπτη: Ανεπίδοτο. Το άνοιξα, διάβασα και πάγωσα. Από τη μια συνειδητοποιούσα ότι η γυναίκα που ζωγράφιζα είχε μόλις γεννηθεί. Από την άλλη καταλάβαινα ότι μου ήταν αδύνατον να ανταποκριθώ σε τέτοιες καταστάσεις. Το γράμμα, ήταν αυτό: «Τι θέλουν λοιπόν να πουν τα φύλλα και τρέμουν καθώς πέφτουν από τα δένδρα; Και γιατί ο υπερσυντέλικος είναι ο ίδιος χρόνος με τον υπερσιβηρικό; Γιατί δεν είμαι καλή στην ορθογραφία και γιατί μου αρέσουν τα μάνγκο; Τα μάνγκο έχουν απέξω μια πράσινη φλούδα που αν βρεις την αρχή της με ένα κοφτερό μαχαιράκι βγαίνει εύκολα. Και μετά εμφανίζεται ο καρπός. Στρογγυλός, ζουμερός, γεμάτος πορτοκαλί χρώματα. Γιατί δεν έχει μάνγκο ο κήπος της βεράντας μου; Γιατί δεν έχω βεράντα παρά δύο μόνο στενά παράθυρα που βλέπουν προς την τριακοστή έκτη οδό. Και τώρα αποφάσισα πως δεν θα δώσω στον εαυτό μου πάνω από χρόνο. Είναι σημαντικό να ξέρεις πού και πότε μπορείς να σταματήσεις. Δεν κάνει να μένω εδώ. Δανεισμένα είναι τα θέλω μου. Το εγώ σκληρός καθρέφτης. Θέλω να γαμήσω απόψε χωρίς να βλέπω πρόσωπα και φαντάστηκα πως εσύ μόνο θα μπορούσες να με καταλάβεις. Γράψε με λοιπόν. Γράψε με στο σκοτάδι και στο φως. Γράψε με λέξεις και με κραυγές. Με αλυχτίσματα. Γράψε με αργά, βασανιστικά. Γράψε με. Γράψε πάνω μου. Έχει χώρο πολύ και αντέχω το βάρος των ιδεών. Ξυπνάω νωρίς το πρωί και το βράδυ όταν γυρνώ σπίτι κάνω μπάνιο στο σκοτάδι. Δεν ανάβω το φως του μπάνιου. Και έτσι είμαι μόνη μου εκεί, χωρίς εμένα. Δυσκολεύομαι μόνο όταν χτενίζω τα μαλλιά μου γιατί μπλέκονται και οι αστερίες από το περσινό καλοκαίρι. Μην ανησυχείς και για την δουλειά. Καλά πάει και αυτή και όταν η έμπνευση δεν έρχεται κάθομαι και γράφω μόνη μου. Και χτες όπως προχωρούσε αυτός ο γερασμένος άντρας μπροστά μου τον ακολουθούσα σε τέτοια απόσταση ώστε να πατάει την σκιά μου. Περπατούσε πάνω στο κεφάλι μου. Τον είχα κάνει έτσι ώστε να πατάει πάνω στο κεφάλι μου και να συνεχίζει. Εγώ δεν πιστεύω ότι είναι περιορισμένες οι ανθρώπινες δυνατότητες και όσο εγώ είμαι και σφουγγάρι και κορίτσι όλα καλά. Γράφε με λοιπόν. Σβήνετε το γλυκό με ρούμι και με φωτιά. Πρόσεχε τα μαλλιά μου και το φως στον αυχένα μου. Αυτό να φιλάς πιο πολύ. Και αν πιστεύεις σε αυτό το θεό να τον παρακαλέσεις αύριο να μην με αφήσει να ξυπνήσω. Αλλά ούτε και να κοιμηθώ αργότερα. Να με αφήσει να λιώσω κάτω από τη γη και το κορμί μου που μυρίζει μανταρίνι να το έχουν τα σκουλήκια. Και να μπορώ να σε γλιστράω και να σε παίρνω μέσα μου βαθιά. Βαθιά...μέχρι τον πορθμό μου. Άσε κάτω τα σήματα. Πάτα το φρένο. Δώσε μου νερό».Μάζεψα τα μολύβια, τις μπογιές μου και το μπλοκ ακουαρέλας, πήρα το στυλό κι απάντησα στα γρήγορα:«Σε φοβάμαι. Εάν με κάνεις να σταματήσω να σε φοβάμαι, μπορώ να συνεχίσω να σε ζωγραφίζω. Διαφορετικά όχι. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι είμαι κάλπικη δεκάρα. Εκ του ασφαλούς παίζω. Γι αυτό μπορώ να ζωγραφίζω μόνο πάνω σε μυαλά που το κατανοούν αυτό. Με δέχεσαι όπως είμαι; Εσύ φοβάμαι πως τα παίζεις όλα για όλα. Δεν μπορώ να σηκώσω τέτοιο βάρος. Σε φοβάμαι, το καταλαβαίνεις; Αν νομίζεις πως είμαι άλλος δεν το μπορώ. Είμαι απλά ένας τύπος με ταλέντο να δημιουργώ ζωγραφιές παράξενες. Στη ζωή μου όμως είμαι αλλιώς. Είναι αδύνατον για μένα να σου δώσω αυτό που πραγματικά ζητάς. Τι διάολο... Μα κι εσύ δεν είσαι φτιαγμένη γι αυτό που θέλω. Αυτό που θέλω είναι να σε ζωγραφίζω τόσο τολμηρή, που να μπορώ να σου φέρομαι σαν να είσαι μια ζωντανή και ενσυνείδητη ερωτική κούκλα. Αυτό θέλω μόνο. Μια κούκλα με προσωπικότητα και διακόπτη. Σου αρκεί; Δεν σου φτάνει, να απαντήσω για σένα. Θα χαθώ λοιπόν, γιατί σε σέβομαι πολύ περισσότερο από όσο νομίζεις. Και γιατί δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Και δε θέλω. Εκτός αν θες να εκθέσω τη ζωγραφιά σου δημόσια. Να δεις ότι έτσι ίσως συνέλθεις, όταν το ιδιωτικό γίνει δημόσιο. Στο εύχομαι ολόψυχα».Έδωσα το ξενέρωτο γράμμα μου στον ταχυδρόμο να το επιδώσει αρμοδίως. Δεν ήθελα να ξεφορτωθώ αυτή τη σπάνια γυναίκα που ο ίδιος ξεγένησσα, ήθελα όμως να την κάνω να καταλάβει τη διαφορά ζωής και ζωγραφικής. Ήθελα, για πρώτη φορά, να κάνω ακριβώς το αντίθετο από ό,τι έκανα ως τότε μετατρέψω την πραγματικότητα σε ζωγραφική. Ναι, αυτό είναι το σύνηθες, έλα όμως που είχα πια εξασκηθεί στα ασυνήθη; Μπορούσε να γίνει η αντίστροφη διαδικασία; Μπορούσε το σκίτσο που είχε γεννηθεί να επιστρέψει στην ακουαρέλα και να μείνει εκεί; Κοίταξα το έργο μου. Το πρόσωπο δεν φαινόταν καθαρά, όμως η καθισμένη γυναίκα που κοιτούσε τη θάλασσα, ήταν για μένα πραγματικά ελκυστική. Σε λίγο ο ταχυδρόμος επέστρεψε με το επόμενο γράμμα της. Περιείχε 2 λέξεις μόνο: «Αγάπα με» Δεν απάντησα Αυτή τη φορά ζωγράφισα μια γυναικεία πλάτη να απομακρύνεται από μια κίτρινη θάλασσα Αντί απάντησης έδωσα στον ταχυδρόμο το σκίτσο. Είχα αρχίσει πια να τον φοβάμαι τον ταχυδρόμο. Κι όταν τον είδα να έρχεται ξανά με ένα νέο γράμμα, δαγκώθηκα. Δεν είχα άδικο. Μου έγραφε:«Είμαι κουρασμένη τώρα. Πάντα ήμουν κουρασμένη. Και ίσως να μην ξεκουραστώ και ποτέ. Και ίσως και να μην πειράζει. Και θέλω και να έχω ένα όνομα. Δώσε μου ένα όνομα. Κατά προτίμηση ποταμού. Και μην με ονομάσεις σε παρακαλώ Ιππολύτη. Αυτό το όνομα μου το έδωσε το πρώτος άνδρας που με αγάπησε. Αυτός που είναι τώρα πεθαμένος και πάω στο μνήμα του και χτυπιέμαι κάθε απόγευμα. Για αυτό και τα μαλλιά μου μυρίζουν λιβάνι. Για αυτό και φοράω μαύρα ρούχα. Γιατί πενθώ εμένα. Δώσε μου λοιπόν ένα όνομα και βγάλε το σκασμό, μαλάκα. Και δέξου την παρακάτω συμφωνία: Μαζί μου θα έρχεσαι μόνο όταν έχεις τις μαύρες σου. Τότε θα είμαι η δικιά σου γυναίκα. Όλες τις άλλες μέρες γύρνα σε φίλους, σε λέσχες, σε ελαιοτριβεία, δεν ξέρω πού, αλλά όταν νιώθεις να πέφτεις τότε έλα σε μένα. Τότε εγώ θα σου δώσω μία και θα πας πιο κάτω. Ξέρεις τι όμορφα που είναι κάτω; Εγώ όλο θέλω να πέφτω και όλο δεν με αφήνουν. Δέξου αυτή την συμφωνία λοιπόν. Δεν θα βρεις καλύτερη...Εγώ θα σου δίνω λεφτά και δεν σου αντιμιλάω ποτέ. Θα σε αφήνω να με γαμάς όπως και όποτε θέλεις εσύ. Όπως θες εσύ. Και αν θέλεις θα κάνω και τους ήχους της θάλασσας εκείνη την ώρα. Αν πάλι δεν θέλεις μπορείς να με λες "καριόλα" , δεν έχεις δα και μεγάλο λεξιλόγιο σε αυτό το θέμα. Τις μέρες που θα έρχεσαι στο σπίτι μου θα σου μαγειρεύω ό,τι θέλεις και θα σε βοηθώ να πλένεις το σώμα σου. Γιατί ξέρω...και εσύ δεν μπορείς να ξεφορτωθείς την σκιά σου. Και μετά πάλι θα σε αφήνω να με γαμάς όπως θες εσύ. Μόνο ένα ζητάω: να με αφήνεις να πέφτω. Όταν με βλέπεις να πέφτω να μην με σηκώνεις. Αυτό μόνο σε παρακαλώ. Γιατί μου αρέσει να πέφτω. Μου αρέσει να ζαλίζεται το μυαλό μου και να θέλει να κάνει εμετό. Αυτό τον εμετό σου δίνω τώρα. Σου αρέσει; Θέλεις να με γαμήσεις αντί να με αγαπάς ε; Κάντο λοιπόν. Κάντο, αφού θέλεις αυτό να είναι το δημιούργημά σου, κάντο. Εγώ πάντως θέλω να είμαι η μάγισσα, η θαυματοποιός, το λείο δελφίνι έστω. Κάντο λοιπόν. Το δημιούργημα σου μπορείς να το καταστρέψεις, αλλά δεν μπορείς να το αφήσεις. Κάντο λοιπόν.... σε μένα. Στην μυστηριώδη δαμάστρια των λέξεων, όπως έλεγε ο πεθαμένος μου άντρας. Μόνο δέξου την συμφωνία μου. Και άσε με να πέφτω. Μην με σηκώνεις. Σε παρακαλώ... Μην με σηκώνεις. Δώσε μου εσύ την ζώνη και εγώ θα βρω το λαιμό. ΥΓ. Αν έχω το δικαίωμα να ζητήσω κάτι ακόμα...Θέλω και μια κόρη. Γίνεται να με αφήσεις να σου κάνω μία όμορφη κόρη;»Όνομα; Μα αν της έδινα όνομα... Όχι όνομα. Θα της το δώσει εκείνος που θα την αγαπήσει πραγματικά. Μόνο αυτός έχει τέτοιο δικαίωμα. Τα ονόματα είναι ιερά πράγματα. Ονόμασε κάτι κι αμέσως αυτό υπάρχει. Πες «φως» κι αυτό γεννιέται. Όχι, όχι όνομα. Αλλά ο ταχυδρόμος επανήλθε με το επόμενο γράμμα της. «Αγάπη μου. Ξέχασα...ξέχασα. Δεν πρέπει να σε λέω αγάπη μου. Δεν είσαι η αγάπη μου. Δεν υπάρχει η αγάπη μου. Και το τελευταίο μήνυμα επίσης δεν υπάρχει. Όσες φορές και αν το γράφω και αν το ξαναγράφω στο χωρισμό μένει πάντα αυτό. Στενόχωρα εκεί και δεν μπορεί να περάσει. Λες να μην ονειρεύομαι συνέχεια. Ορκίζομαι λοιπόν. Λες να σταματήσω να μιλάω στα δελφίνια, να μην προκαλώ τους περαστικούς, να μην λυπάμαι και να τρώω πάπια στο κινέζικο. Δεν είναι η δική μας η πάπια. Ούτε και των παιδιών μας. Δεν υπάρχουν παιδιά. Αυτό το γράμμα θέλω να είναι όλα. Μιας και αποφάσισα να την σκοτώσω, ας την σκοτώσω ηρωικά. Ή όχι, ας την σκοτώσω ύπουλα. Με καρκίνο. "Καρκίνο, καρκίνο, καρκίνο" λέω κάθε βράδυ πριν πέσω για ύπνο. Μπας και πείσω τα κύτταρά μου και αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται ασταμάτητα. Δεν σας γουστάρω ρε. Θέλω έρωτα. Και θάνατο μαζί. Και όποιο από τα δυο νικήσει. Ας την σκοτώσω λοιπόν σήμερα. Δεν χρειάζεται κανείς να μιλήσει για εκείνη. Ικέτευε μόνο για αγάπη. Χωρίς να ξέρει πως... Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος. Σαν χτες το βράδυ η μάνα του πετούσε πέτρες από τα διπλανά κτίρια. Ήταν έγκυος σε εκείνον κι όμως πετούσε πέτρες. Ναι. Εσένα πού σε γνώρισα δεν θυμάμαι πια. Στους δρόμους με τις πέτρες. Πλήγιασα και εγώ. Πάλι το μήνυμα αυτό δεν θα είναι το τελευταίο. Πάλι πλατειάζω. Θυμάμαι μόνο πως όταν βγήκα από το νοσοκομείο τον περασμένο Μάρτη ήσουν ο πρώτος που έγραψα. "Τι άλλο ξέρεις ρε μαλάκα εκτός από το να γαμάς το μυαλό μου;" Και εσύ μου απάντησες....Θυμάσαι; Κανείς δεν ήξερε ότι ήμουν τότε στο νοσοκομείο. Μόνο εσύ. Συνένοχος χωρίς τη θέλησή σου. Άραγε θυμάσαι; Και από σήμερα αποφασίζω να μην υπάρχει πια το Παρίσι. Για κανέναν. Και εγώ θα γίνω λύκος. Και δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ. Ποτέ. Θα γυρνάω στους δρόμους και δεν θα έχω ανάγκη τους ανθρώπους. Μείνε λίγο ακόμα....Ή όχι, κάτσε λίγο ακόμα. Κερασιές, μύρτα στον αέρα, φύλλα στο συρτάρι μου. Έκανε κρύο και τα έβαλα εκεί. Όταν έρθει η άνοιξη θα τα ελευθερώσω πάλι. Ναι, δεν θα σου ξαναγράψω ποτέ. Πρέπει να αποκτήσω και εγώ εγωισμό, έτσι δεν είναι; Καλά ήταν.. με ξεκούραζες καμιά φορά. Όταν ήμουνα πολύ μόνη ονειρευόμουνα να ταξιδεύουμε στην στέπα και να μου διαβάζεις. Γιατί δεν μπορώ να τελειώσω αν δεν μου διαβάζεις. Και στο πρόσωπο έβαζα όλους τους υπαρκτούς και ανύπαρκτους άντρες. Μην με ρωτάς γιατί γυρνώ με το Μανιφέστο στην τσάντα μου. Ίσως μου χρειαστεί. Θέλω να το έχω μαζί μου. Εντάξει να σε αφήσω σιγά- σιγά. Μην ανησυχείς. Καλά θα είμαι εγώ. Καλά θα είμαι. Δεν ξέρω με ποιο όνομα να υπογράψω. Ας μείνει και αυτό κενό. ΥΓ. Στο καλό. Και να τα προσέχεις αυτά τα παιχνίδια του μυαλού. Τώρα ξέρεις ότι υπάρχω. Κάτι είναι και αυτό. Δεν νομίζεις;» 3. Ο Νικήτας πετάχτηκε ουρλιάζοντας από το κρεβάτι του. Η Ελπίδα πετάχτηκε κι εκείνη τρομαγμένη από την κραυγή του άντρα της. -Τι έπαθες; τον ρώτησε σαστισμένη. Εκείνος δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη.-Έλα μωρό μου κακό όνειρο ήταν, κοιμήσου, είπε εκείνη. Τον τράβηξε στην αγκαλιά της και του χάιδεψε τα μαλλιά. Ο Νικήτας κουλουριάστηκε σα μικρό παιδί, μυρίζοντας το κορμί της και προσποιήθηκε ότι τον ξαναπήρε ο ύπνος για να μπορέσει να κοιμηθεί εκείνη. -Φωλιά μου... σκέφτηκε, διώχνοντας το όνειρο από το μυαλό του. Το βλέμμα του δε μπορούσε να ξεκολλήσει από τον πίνακα στον απέναντι τοίχο. Τον είχε αποκτήσει πριν λίγες μέρες σε ένα ταξίδι του στη Βαρκελώνη για τη μπιενάλε νέων καλλιτεχνών. Εκείνος, χρόνια καταξιωμένος ζωγράφος, θα έδινε μια από τις εναρκτήριες διαλέξεις. Δώρο από την Σιλβάνα, μια νέα και όμορφη καλλιτέχνιδα. Την είχε γνωρίσει σε προηγούμενο ταξίδι και τώρα...Τωρα... Οταν έφευγε από τη Βαρκελώνη έπιασε τον εαυτό του να αμφιταλαντεύεται. Δεν ήξερε αν ήθελε να γυρίσει. Στην Ελπίδα είχε πει πως τον αγόρασε στο παζάρι. Εικόνιζε μια γυναίκα καθισμένη σε σκαμπω με την πλάτη στη θάλασσα να ζωγραφίζει. "Οχι άλλα δώρα", σκέφτηκε. "Οχι αλλα σκίτσα..." Και επαναλαμβάνοντας αυτή τη σκέψη δεκάδες φορές, σαν να ήταν προβατάκι που πηδάει εμπόδια, κατάφερε κάποτε να αποκοιμηθεί ξανά. Το πρωί, με πόνο ψυχής, έβαλε τον πίνακα στην αποθήκη. Σημ. Η ποίηση ανήκει στον Α.Εμπειρίκο * Κύριος Κόινερ: Ήρωας ομώνυμου βιβλίου με τις ιστορίες του, του Μπ.Μπρεχτ. (πρωτη δημοσίευση: multiforums.gr)
Ζωγραφίζοντας
Αναρτήθηκε από Nomad at 9.9.07
Eνότητα: Ιστορίες που θαθελα ν αρέσουν σε ανθρώπους που ξέρω
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου