«Σκότωσέ με! του είπε αυτή. Θα ήμουν μια ελεεινή αν συνέχιζα να σε αγαπώ , γιατί σε περιφρονώ. Σε θαυμάζω και μου προκαλείς φρίκη. Σ’ αγαπώ και νομίζω πως από τώρα κιόλας σε μισώ» Ονορέ Ντε Μπαλζάκ, Το άγνωστο Αριστούργημα «Η βλάβη έρχεται αναπάντεχα. Ομως έρχεται πάντοτε μια βλάβη να ανακόψει τη λειτουργία του θαύματος. Γλυστράει αδιόρατα μέσα στη ζωή, σαν το φίδι στα φυλλώματα του παραδείσου. Κάποια ασήμαντη αστοχία του Αλλου, κάποια παράλειψη, μια ανεπάρκεια στη συμπεριφορά, μια ελλειπτική ανταπόκριση στη δική μου δίψα. Και ανοίγουν ξαφνικά τα μάτια μου στην αντίστροφη αποκαλυψη: ο Αλλος βρίσκεται απρόσμενα σε απόσταση, υποταγμένος σε χώρο και χρόνο. Είναι μακριά, δεν είναι αυτό που ήταν. Σε σχέση με το δικό μου πόθο για ζωή μοιάζει λιγοστός, άτολμος, φειδωλός. Και μαζί του μικραίνουν όλα ξαφνικά, ξαναγίνονται αντι-κείμενα προκλητικά για μετρήσεις και υπολογισμούς. [...] Στην πρώτη αίσθηση της ρήξης ο έρωτας γίνεται μια απελπισμένη επιθετικότητα. Αναμοχλεύει το παρελθόν, αναξέει πληγές, βυθίζει ανελέητα το μαχαίρι στη μνήμη. Ο Αλλος είναι η αποτυχία μου να ζήσω, είναι η επαλήθευση της μοναξιάς μου, η κόλασή μου. Ισως παλεύει κι αυτός, ίσως σφαδάζει, ζει τη δική του παγερή μοναξιά. Κάποια ελάχιστη τρυφεράδα από μένα, ένα χάδι και πάλι, ένας λόγος γλυκός, θα μπορούσε να τον αναστήσει. Μα εγώ στο πρόσωπό του βλέπω μόνο το δικό μου κενό και τα μόνα λόγια της καρδιάς είναι το παράπονό μου: Εμένα ποιός με ρωτάει, ποιός μετράει τη δική μου ανάγκη και οδύνη;Δεν υπάρχει οδύνη και πίκρα πιο βασανιστική από την αντιμαχία των ανθρώπων που πίστεψαν πως ήταν αμοιβαία και ολοκληρωτικά ερωτευμένοι. Αντιμαχία πάντοτε παράλογη, όμως με οπλο στη θηριώδη αναμέτρηση πάντοτε τη λογική. Ο καθένας με τη δική του τετράγωνη λογική, αράγιστη και αμετακίνητη στις ββαιότητές της.Σε αυτό τον σπαραγμό οδηγείται νομοτελειακά κάθε έρωτας. Δεν είναι απλή απο-γοήτευση –το τέλος της γοητείας που ασκούσε πάνω μας η ψευδαίσθηση της πληρωματικής σχέσης. Είναι η ασυνείδητη πίκρα για το ανέφικτο της ζωής, η απελπισία για το ακατόρθωτο της αμοιβαίας ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς, που συνιστά τη ζωή. Ερωτευόμαστε σαν τις χελώνες, θωρακισμένοι ανεπίγνωστα στο άθραυστο κέλυφος της θνητότητας, δηλαδή του εγώ. Ζούμε το θαύμα του έρωτα ο καθένας από μόνος του, ο Αλλος είναι μόνο η αφορμή. Ωσπου να συντριβούν οι ασύμπτωτοι πόθοι μας μας πάνω στα αράγιστα κελύφη» Χρήστος Γιανναράς, Appogiatura, απο το Σχόλιο στο Ασμα Ασμάτων -Μαζί σου, της είπε από μέσα του ο Νικήτας, έλπιζα να διαψεύσω την εξέλιξη των ειδών. Ελπιζα να μεταμορφωθώ σε κάτι άλλο από εκείνο που η φύση με προόρισε. Εκείνες τις στιγμές της σπονδής στο σώμα σου, ένοιωσα, επιτέλους, πως ο προορισμός μου σε τούτη τη γη ήταν ανιχνεύσιμος. Αγγιζα τις θηλές σου και τον έψαυα. Ρουφούσα τον ιδρώτα σου και τον γευόμουν. Μέσα στο βλέμμα σου τον αντίκρυζα, στο λαιμό σου τον οσφραινόμουν κι απο τα βογγητά και τους ψιθύρους σου, συνέθετα τη μουσική που τον συνόδευε, έτσι όπως πάντοτε μια μελωδία που άλλος κανείς δεν αντιλαμβάνεται, υποτονθορύζει καθένας στις σπουδαίες του στιγμές. Εφοσον κι εγώ, όπως εκείνος ο «τρελός για μουνί και μελάνι» καθηγητής, αντιλαμβανόμουν τη διαδικασία του έρωτα ως ασύμπτωτη με το χρόνο, η ιερουργία μας με έκανε να αντιληφθώ και την αγιοσύνη του. Οι άγιοι ζουν εκτός χρόνου. Και οι πιο σημαντικοί εξ αυτών, υπήρξαν προηγουμένως μείζονες άπιστοι. Ειδωλολάτρες και σκαιοί, δολοφόνοι και βασανιστές, ακάθαρτοι και μιεροί, πλάσματα σαν κι αυτό εδώ που σέρνεται μπροστά μου.-Η φύση μου, συνέχισε κοιτώντας στο πάτωμα ένα φιδάκι που απομακρυνόταν, αυτή η δίφορη οσία πουτάνα, μου χάρισε τη δυνατότητα της μαγείας μέσα απο τις λέξεις και ταυτόχρονα, άτιμη όπως είναι, μου έδωσε τη γνώση πως ο Λόγος εκκινεί, όμως ουδέποτε ολοκληρώνει. Εν αρχή ην, μα εντέλει είναι το σπέρμα. Γνωρίζεις σίγουρα Ελίζαμπεθ, είπε, πόσο βασανιστική είναι η επίγνωση του θανάτου. Δεν ξέρω αν κατόρθωσες ποτέ όμως να φανταστείς πόσο τραγική είναι η γνώση πως μπορείς να είσαι αυθεντικός δημιουργός μονάχα υποφέροντας.-Μαζί σου προς στιγμήν κατόρθωσα να το ξεχασω αυτό. Με τις 5 αισθήσεις εν εγρηγόρσει και καρφωμένος μέσα σου σαν το Χριστό στο σταυρό του, αισθάνθηκα πως επιτέλους, μέσα στο αμόλυντο βλέμμα σου, συντελείτο η κάθαρσις και η μεταμόρφωσις: εγώ, που υπήρξα σε όλο μου το έκλυτο βίο δημιουργός του Λόγου, επιτέλους εξανθρωπιζόμουν με τις αισθήσεις. Ολοκλήρωνα αυτό που δεν μπορούσε αλλιώς να συμπληρωθεί. Υποτασσόμουν στο θρίαμβό σου. Δε χρησιμοποιούσα τα όπλα μου, τη σύνταξη, τη γραμματική, τις έννοιες και τις λέξεις πουν τις εκφράζουν, κι έτσι άοπλος παραδινόμουν στο επέκεινα της αρχικής δημιουργίας, στις αισθήσεις. Αυτοβούλως και οικειοθελώς παραχωρώντας σου το δικαίωμα της τυρρανίας μου, έλπιζα πως δεν θα το χρησιμοποιούσες. Θα πετύχαινα μαζί σου την ιδιωματική φιλοσοφική μου λίθο, τη μετατροπή της ιδέας σε σπέρμα, της πολυσωματίας σε μονάδα και του συναισθήματος σε αείζωη λαγνεία για έναν. Επιτέλους θα τη ζούσα, είπα, δεν θα διηγιόμουν την ιστορία. Μεταβαλλόμουν ραγδαία από άπιστο σε πιστό, σε νεοφώτιστο μύστη της ιερότητας αυτού του βιώματος και της υπεροχής του επάνω στην ειδωλολατρία της σάρκας και των πολεμοφοδίων του λόγου. Από σαρκοβόρο μεταμορφωνόμουν σε θήραμα, από στρατάρχης σε ειρηνοποιό κι από σκιά των ιδεών σε ιδέα. -Ηθελα να με θαυμάσεις, ποθούσα εσύ να μην παρασυρθείς ποτέ απο το πλοκάμι του τέρατος που γνώριζα τόσο καλά να καθοδηγώ, αυτό το δεύτερο στη ζωή μας ανίκητο όπλο που ονομάζουμε Λόγο. Ποθούσα μόνο με τη γυμνότητα του σώματός μου, με την αποπομπή του κελύφους μου και την ολοκληρωτική παράδοσή μου στους σπασμούς σου, να σου αποδείξω πως αυτό είναι ισχυρότερο, πως η συνουσία του μυαλού που τόσο επιθυμεί το φύλο σας δεν είναι παρά φτωχό ανδρείκελο εμπρός στο μοντέλο που λέγεται κρουστή σάρκα, πάλλόμενη καρδιά, φλέβες που σφύζουν, πέος εν στύση, με δυο απλά λαικά λόγια, πως μπροστά στη μαγεία του έρωτα τα λόγια είναι ευτελής ταχυδακτυλουργία.Εσκυψε το κεφάλι.-Και ναμαι τώρα πάλι με το όπλο ετούτο να σε σημαδεύω, για να ακούω τις λέξεις μου. Δες τι όμορφα ακούγονται! Δες τι καλά που μπορώ να σε πετύχω! Μα δες και πόσο κούφιες είναι... Δες πόσο απέτυχα να ζήσω, εφόσον σου εξιστορώ, πόσο η εξέλιξη με νίκησε και πως αυτό που το φύλο σας αποκαλεί, εν πλήρη αφελεία –η μήπως πονηρεία; -, «ροζ συννεφάκι», είναι μια υπαρκτή παραφροσύνη, την καταρριψη της οποίας το δικό μου φύλο συνηθέστερα βιώνει, όταν πραγματικά σας παραδίδεται. Γιατί τώρα στο πρόσωπό σου βλέπω μόνο το δικό μου κενό και τα μόνα λόγια της καρδιάς μου είναι το παράπονό μου: Εμένα ποιός με ρωτάει, ποιός μετράει τη δική μου ανάγκη και οδύνη; Γιατί τώρα είμαστε ένας που διαρκώς διαμαρτύρεται κι ένας που διαρκώς αγανακτεί. Κι όμως, κάποια ελάχιστη τρυφεράδα από σένα Ελίζαμπεθ, ένα χάδι και πάλι, ένας λόγος γλυκός, θα μπορούσε να με αναστήσει. Αλλα δεν έρχεται. Αναμφίβολα επειδή θα ήσουν μια ελεεινή αν συνέχιζες να με αγαπάς , γιατί τώρα με περιφρονείς. Με θαυμάζεις και σου προκαλώ φρίκηΤο φιδάκι εμφανίστηκε ξανά, πέρασε από μπροστά του και κρύφτηκε σε έναν κοντινό θάμνο.-Απόλυτη απόδειξη της αποτυχίας μου και του θριάμβου της κοινοτοπίας που είναι η εξέλιξη και που οι αδαείς εκλαμβάνουν για θαύμα, συνέχισε ο Νικήτας αποκαμωμένος και προσπαθώντας πια να συντομέψει, είναι πως τούτα εδώ τα λόγια αποτελούν μια δημιουργία πραγματικά όμορφη, και γιαυτό ακριβώς πλασμένη εξαιτίας της δυστυχίας μου. Κοίταξε πόσο παράλογο είναι, τα ομορφότερα λόγια μας να οφείλονται στις δυστυχέστερες στιγμές μας. Και πόσο τρανή απόδειξη της κατωτερότητας του Λόγου απέναντι στη σιωπή. Η σιωπή περιέχει τη δύναμη της συντριβής, ο Λόγος της δημιουργίας. Κι όπως ξέρουμε όλοι, είναι πολύ πιο εύκολο να συντρίψεις απο το να οικοδομήσεις. Ετσι εσύ σιωπάς, κι εγώ μιλώ. Σε αυτό τον σπαραγμό οδηγείται νομοτελειακά κάθε έρωτας. Αύριο-μεθαύριο, θα το δεις, θα τα μνημονεύσεις κι εσύ αυτά τα λογια τα σημερινά μου σε κάποιον άλλον Αλλον, απο τους άλλους Αλλους που θ’ ακολουθήσουν στη ζωή σου. Γιατί αν πιστεύεις πως δε θα συμβεί, πως δεν θα υπάρξουν άλλοι, είσαι αφελής σαν τα μωρά που νομίζουν πως η κούνια είναι προέκταση του κορμιού τους. Κάποιος στη θέση μου θα το αποζητούσε αυτό, θα το δεχόταν ως μετά θάνατον δικαίωση, θα επιθυμούσε να υποστείς την αναμενόμενη αντιμεταμόρφωση, την αποκαθήλωση που υφίσταμαι. Εμένα όμως πια δεν με αφορά, θα είναι γεγονός που δεν θα ήθελα να παραστώ όταν συμβεί. Η μεταμόρφωσις απέτυχε, όπως γραφτό της είναι να αποτυγχάνει πάντοτε και μονάχα από τα σπαραγμένα σπλάχνα κάποιων ερωτευμένων Κάφκα να επιτυγχάνεται, για λίγο, η μετάλλαξη της σάρκας σε ιδέες, προτού η γονιδιακή μας χελώνεια βλακεία κι η τραγική μας έλλειψη συγχρονικότητας, μας οδηγήσουν πίσω στο ερπετό, πίσω στη διήγηση και την ανάγνωση της ιστορίας, ενώ θα μπορούσαμε να τη ζήσουμε. Να ξέρεις πάντως ότι θα ήθελα να ήμουν κάποιους που να πίστευε στην υπεροχή του Λόγου έναντι της ζωής, γιατί τότε θα σε ευχαριστούσα με όλη μου την ψυχή που με την καταδίκη του έρωτά μας σε θάνατο μου έδωσες το υλικό της δημιουργίας. -Αυτό που με αφορά ωστόσο Ελίζαμπεθ, προσπάθησε να συνεχίσει ο Νικήτας νοιώθοντας την αρχή μιας ζαλάδας, είναι ότι τώρα ...αισθάνομαι πως...τα λόγια...ειρμός...εκπίπτει...κάτι δεν πάει καλά...νομίζω πως...εσυ...αα...κλεεε...μμμ...Αλλά εκείνη τη στιγμή, το φιδάκι πετάχτηκε και πάλι από το θάμνο και πέρασε μπροστά του. Αυτή τη φορά δεν άντεξε στον πειρασμό. Με μια γρήγορη κίνηση του κεφαλιού το άρπαξε και το δάγκωσε στο λαιμό. Επειτα άρχισε αργα-αργά να το καταπίνει ηδονισμένος απο το αίμα και στρέφοντας το καβούκι του, απομακρύνθηκε αργά, πολύ αργά, ώσπου χάθηκε στο δάσος. (πρώτη δημοσίευση: multiforums.gr)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου