Το κενό είχε εισβάλει μέσα μου και είχε καταλάβει ολόκληρο το χώρο που προσδιορίζω ως «εγώ». Μπορούσα να το νοιώσω να φουσκώνει τους μυς και το στομάχι, να μου σφίγγει τα δόντια, να προσπαθεί να διαρρήξει τις συνάψεις του εγκεφάλου και να καταλύσει τις χημικές διεργασίες που ονομάζω «η σκέψη μου» Με το ζόρι σκεφτόμουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, να έχεις πειστεί ότι εσύ είσαι ένας άλλος δεν ανακουφίζει σε τίποτα και προτιμότερο είναι ένα κλασσικό αναλγητικό. Από την άλλη, η ασπιρίνες δε διώχνουν τα φαντάσματα, κι αυτό που μου είχε επιτεθεί ήταν ένα φάντασμα. Συνειδητοποιούσα ότι το άλγος του κενού επιφέρει ψυχοσωματικές διαταραχές πολύ πιο επώδυνες από τους άλλους πόνους. Αν πονάει το δόντι σου φερ’ ειπείν μπορείς να το αντιμετωπίσεις φαρμακευτικά η χειρουργικά, αλλά πώς να αντιμετωπίσεις κάτι που σε πονάει με την ανυπαρξία του; Η κατάσταση είχε και στοιχεία κωμωδίας, από εκείνα που γίνονται αντιληπτά μόνο όταν την κοιτάς ως τρίτος. Πάντα πίστευα ότι να κοιτάς σαν τρίτος τα ζητήματα που σε απασχολούν βοηθάει στην κατανόησή τους. Μα τώρα, όσο κι αν προσπαθούσα να γελάσω στην ιδέα ενός αγνωστικιστή που βασανίζεται από το γνώριμο, το αποτέλεσμα ήταν κι άλλοι πόνοι σε εκείνο το αόρατο σημείο του σώματος που έχω ονοματίσει «κεραία». Η κεραία μου πονούσε και δε λάμβανε πια κανένα σήμα, σα να είχα αποκοπεί ξαφνικά από τον παγκόσμιο ιστό της εξωλεκτικής επικοινωνίας που μέχρι τώρα λειτουργούσε. Οι φωνές που άκουγα τόσον καιρό είχαν σταματήσει να μιλούν, οι ήχοι και οι μουσικές είχαν εξαφανιστεί κι είχε απομείνει μόνο εκείνος ο τρομερός βόμβος, ο θόρυβος. Κάποιος με είχε ξεκόψει από τον κόσμο. Σε κατάσταση πανικού σχεδόν, έκανα για μια ακόμα φορά αυτό που μέχρι τώρα μου έδινε τις λύσεις. Ανοιξα στην τύχη ένα βιβλίο και προσπάθησα να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Επεσα στη σελίδα 97 του δεύτερου βιβλίου με τις αντιστίξεις του Γιάννη Ευσταθιάδη, και είδα έναν μεσότιτλο «Πόσο κρατά το Σ’αγαπω» Διαβασα μεταξύ άλλων –και αντιγράφω: Ο χρόνος της ζωής είναι παντα ενεστώς που διατρέχει με την ίδια αμεσότητα τπον ερωτα, αλλά και τον θάνατο, ενώ ο παρατατικός χρόνος της τέχνης αφηγείται αργα την ιστορικότητα της μελαγχολίας. Και πιο κάτω: Το ψυχόρμητο του τετελεσμένου μετράται πάντα με τον χρόνο. Στη ζωή, χρειάζεσαι την αλαζονεία του λακωνικού. Στην τέχνη, αρκεί η επιτομή της αιωνιότητας. Κι έτσι ο χρησμός λειτούργησε για μια ακόμα φορά. Συνειδητοποίησα ότι το κενό πρέπει να είχε βρεί ανοιχτή μια κερκόπορτα. Αυτήν που αφήνει ο ενεστώτας όταν γίνεται παρατατικός κι εσύ για να αντιμετωπίσεις το αναπόδραστο τέλος, το ρίχνεις στην τέχνη. Από εκεί πρέπει να εισέβαλλε το μαλακισμένο. Είπα μαλακισμένο και κατ ευθείαν το χέρι μου πήγε στα γεννητικά μου όργανα. Χωρίς να είμαι ερεθισμένος, ήθελα εκείνη τη στιγμή να μπορούσα να χύσω επειδή ξέρω πώς να χύνεις, είναι κάτι που ανακουφίζει αφού αδειάζει λίγο ακόμα χώρο για να χωθεί το κενό γερά και στ αρχίδια. Αλλά ήταν ανέφικτο. Μερικές φορές, όταν κάτι ανάπηρα βράδια ανακούφιζα την ψυχή μου με κάτι άθλιες πορνοταινίες, κατόρθωνα, αν ήμουν λίγο τυχερός, να χύσω σε 2 λεπτά χωρίς να περάσω από το στάδιο της στύσης. Ετσι ξεπερνούσα γρήγορα το αντιαισθητικό μέρος της διαδικασίας και μπορούσα να διαβάσω. Για να καταφέρω να διαβάσω το Κουρδιστό Πουλί του Μουρακάμι, πρέπει το δικό μου το πουλί να κουρδίστηκε έτσι πάνω από 10 φορές. Μα τώρα που τέτοια τύχη. Το κενό είχε μπλοκάρει κάθε μου λειτουργία εκτός από τις απαραίτητες για να συνεχίσω να δίνω υπόσταση στο τίποτα, υπάρχοντας εν πλήρει ανυπαρξία. Το ίδιο βράδι εκείνης της Παρασκευής, αποφάσισα να πάω στο πάρκο μπροστά στη θάλασσα, μήπως και η ανύπαρκτη τύχη με οδηγούσε να συναντήσω εκείνο το αλλόκοτο κορίτσι. Πήρα μαζί μου και το τούβλο του Μουρακάμι. Ένα βιβλίο που μου χάρισε τόσους ακαύλωτους οργασμούς, ήταν σίγουρα ένα καλό βιβλίο για να χαρίσεις. Με περίμενε στο παγκάκι που την είχα δει και την προηγούμενη φορά. Μπορεί και να μη με περίμενε, αλλά να σύχναζε εκεί. Ο «εγώ» μου ήθελε να με περίμενε και να μην υπήρχε τύχη και σύμπτωση, αλλά μοιραίες συναντήσεις και πεπρωμένα. Με αυτή την ηλίθια σκέψη, ακριβώς επειδή ήξερα πως είναι ηλίθια και όμως την αποδεχόμουν, ένοιωσα ένα μικρό τσουφ κάπου στο πίσω μέρος του κεφαλιού και ένα κομματάκι του κενού ξέφυγε σχηματίζοντας ένα δυσοίωνο συννεφάκι γύρω μου, που ευτυχώς το διέλυσε σύντομα ο αέρας. Το κορίτσι αυτό το είχα συναντήσει εκεί τυχαία πριν λίγες μέρες. Δεν είχαμε μιλήσει, είχαμε όμως κοιταχτεί με κάποια σημασία που εγώ ονόμασα «θέλω να σε γαμήσω» κι εκείνη δεν ξέρω πως. Η αλήθεια είναι ότι ανεξάρτητα από τις προθέσεις μας και την όποια αιτιότητα του περιπάτου στο παρκο μπροστά στη θαλασσα, και οι δυό ελπίζαμε να ξαναβρεθούμε. Εξαιτίας αυτής της ελπίδας εγώ κρατούσα το χοντρό βιβλίο, αλλά και εκείνη κάποιο άλλο. Ηθελα να της δώσω να διαβάσει αυτόν τον όγκο για να νοιώσει κι εκείνη πως είναι να σε γδέρνουν και να σε πετάνε σε πηγάδια. Το γεγονός πως μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να της δώσω να διαβάσει κάτι, σημαίνει τώρα που το ξανασκέφτομαι πως η αρχική μου σκέψη όταν την είδα, δεν πρέπει να ήταν «θέλω να σε γαμήσω» αλλά «θέλω να σου διηγηθώ». Δεν εξηγείται αλλιώς. Δεκάδες κορίτσια συναντώ καθημερινά, κανένα δεν προσπάθησα να ξαναβρώ τυχαία σε ένα εξ ορισμού ρομαντικό τοπίο, χρησιμοποιώντας συμβάσεις μυθοπλασίας στην κανονική ζωή. Και νατην εκεί. Παντοτε πίστευα ότι οι αυθεντικές διηγήσεις είναι το καλύτερο σεξ. Αν μου καθόταν, κι αν αποδεικνυόταν πως αυτό το μελαγχολικό βλέμμα και το λεπτοκαμωμένο σώμα περιείχαν έναν άνθρωπο, ίσως το κενό να έβρισκε κι άλλες τρύπες για να φύγει. Τρομερό δεν είναι; Το κενό που γεμίζει, οι ματιές που αδειάζουν… Η ζωή μας είναι μια γαμημένη ανάποδη σύμβαση με γελοία εγχειρίδια χρήσης. Καθισα δίπλα της σιωπηλός. Μου χαμογέλασε αδιόρατα χωρίς να με κοιτάξει. Χαμογέλασα κι εγω, αλλα δε νομίζω να το είδε. Μείναμε εκεί σιωπηλοί κάμποση ώρα. Μετά σηκώθηκε, μου έδωσε το βιβλίο που κρατούσε, της έδωσα κι εγω το δικό μου, ανταλλάξαμε δυο χαμόγελα ακόμα και πήρε ο καθένας το δρόμο του. Σκατά. Ήθελα να της πω πως η μόνη λογοτεχνία που ποθούσα εκείνη τη στιγμή να κάνω μαζί της ήταν μια διόλου επιστημονική αλλά εντελώς κυριολεκτική γλωσσολογία, αλλά ο «άλλος» του «εγώ» (θα σας πω κάποτε γι αυτόν, κλασσική περίπτωση) μου με συγκράτησε σε λογιότερες συμπεριφορές. Σκεφτόμουν ότι ο πούτσος του άντρα είναι το κίνητρο του λογιοτατισμού, αλλά αυτά τα είχε πει ο Μπουκόφσκι καλύτερα από μένα. Μπορεί κάαποτε η επιστήμη να μας κάνει αθάνατους και η αναπαραγωγή να μην είναι πια αναγκαία, όμως νομίζω πως όσο υπάρχουν πούτσες, θα υπάρχουν και λογοτέχνες. Για τη γυναικεία λογοτεχνία δεν είμαι αρμόδιος. Από την άλλη ίσως αδικώ τον «εγώ» μου. Ναι, η πρώτη σκέψη που μας περνάει όταν κοιτάμε μια γυναίκα που μας αρέσει είναι με ποιόν τρόπο θα βογκάει όταν την κάνουμε να μας χύνει, όμως αν αποσπάσω τα κατώτερα αντανακλαστικά του ανθρώπου, αν από τη γενετήσια ορμή αφαιρέσω τον πόθο της εκσπερμάτισης, τότε κι αυτό που απομένει είναι νομίζω γενετήσιο, όταν ποθείς να ξαναδείς έναν άγνωστο άνθρωπο. Δεν μπορώ να το περιγράψω καλά, αλλά εννοώ ότι δεν παίρνεις μαζί σου ένα βιβλίο για να χαρίσεις σε μια γυναίκα που δεν γνωρίζεις και που θες μόνο να πηδήξεις, εκτός κι αν είσαι τελείως βλάκας ή εκείνη βιβλιοθηκάριος. Με δυό λόγια δεν εχω ιδέα γιατί ο «εγώ’ μου ηθελε να την ξαναδεί και να της χαρίσει εκείνο το βιβλίο, ούτε και γιατί τελικά αυτή η επιθυμία εκπληρώθηκε κι εκείνη μάλιστα μου έδωσε επίσης ένα βιβλίο. Υποψιάζομαι μόνο πως, όταν φουντώνει το κενό, πρέπει οι επιθυμίες που γεννιούνται τότε μέσα μας να σχετίζονται, με κάποιον ακόμα ακατανόητο σε μένα τρόπο, με εκείνον τον «παρατατικό χρόνο της τέχνης που αφηγείται αργά την ιστορικότητα της μελαγχολίας» Ναι, ήταν κι εκείνη μελαγχολική ενώ χαμογελούσε. Χωρίς να το συνειδητοποιώ, ίσως είμαι φτιαγμένος να εντοπίζω αυτό το είδος τζοκόντας με τις κεραίες μου, που τότε δεν είχαν ακόμα μπλοκάρει και την αναγνώρισα. Μπορεί και πάλι να λεω μαλακίες και να είχε απλά όμορφο πισινό. Το βιβλίο της θα μου έλεγε περισσότερα για την ίδια από όσα θα μπορούσε εκείνη να μου πει. Πάντα ετσι γινόταν με τα βιβλία, οι συνειδητές επιλογές μας εικονίζουν τον «εγώ» μέσω της ταύτισης και απόστασης, ενώ οι ασυνείδητες, οι δήθεν τυχαίες χρησμολογίες, αποτελούν το παντοτινό κοινό μυστικό όλων των αναγνωστών. Ένα βιβλίο που ανοίγεις τυχαία, μπορεί να μη σου δώσει πάντα μιαν απάντηση, όμως ποτέ δεν θα σου πει ψέματα. Τα βιβλία τα γράφουμε για να γεμίζουμε το χώρο που αλλιώς καταλαμβάνει το κενό –φαίνεται και από το πλήθος τους εξάλλου. Γύρισα στο σπίτι, τυλίχτηκα στα μπλε μου σεντόνια και ξεκίνησα να το διαβάζω.
Ο παρατατικός χρόνος της τέχνης
Αναρτήθηκε από Nomad at 26.9.07
Eνότητα: Ιστορίες που θαθελα ν αρέσουν σε ανθρώπους που ξέρω
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου