Tο σημάδι του Αβελ 6

Στάσου μια στιγμή. Ας μείνουμε έτσι αγκαλιασμένοι για λίγο, σχεδόν γυμνοί, σχεδόν άνθρωποι. Δε θέλω ακόμα να διηγηθώ πως τέλειωσε. Σκέφτομαι τώρα πως, περισσότερο από όλες τις σκηνές αυτής της σχέσης, ετούτη θα μπορούσε να μας ερμηνεύσει καλύτερα. Αυτό το τελευταίο ημίωρο. Για να φτάσω στην ερμηνεία του οφείλω να σκαλίσω κι άλλο. Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει κάποιον να κοιτάξει με αηδία έναν άνθρωπο που κάποτε αγάπησε; Τη στιγμή που αυτός ο άνθρωπος του δηλώνει καίγοντας τη λατρεία του και τον εκλιπαρεί να τον λυτρώσει από την εμμονή; Ποιο ήταν το κλειδί της μεταμόρφωσής σου, τη στιγμή εκείνη, προτού ακόμα αποφασίσεις μόνη σου να πετάξεις τα ρούχα, σε αυτό που είδα; Πως έφτασες από το βλέμμα της αγάπης στο βλέμμα του εμετού; Η εύκολη απάντηση είναι να το αποδώσω στην επιμονή μου, στην αδυναμία να σου δώσω το χρόνο που ζητούσες, να σε αφήσω να με ζυγίσεις μέσα σου για τα καλά χωρίς να βάζω το δάχτυλο στη ζυγαριά, χωρίς να σου «χειραγωγώ» τη σκέψη όπως συχνά μου έλεγες, να σου επιτρέψω να αναμετρηθείς μόνη με την κοινωνία και να διαπιστώσεις αν αξίζει η περιφρόνησή της για να παραμείνεις πιστή στο ‘είμαι ερωτευμένη» που κάποτε μου είπες κι άφησες μετά ανυπεράσπιστο. Εκεί απέτυχα, ο πόθος να σε μυρίζω αποδείχτηκε δυνατότερος. Ήταν όμως αυτό; Ήταν μόνο αυτό; Κοιτώντας προς τα πίσω, πιστεύω πια ότι ούτε μια στιγμή δεν έκρινες εμένα στη σχέση μας, από εκείνη τη μέρα που αποφάσισες ότι τελείωσε. Εκείνο το περιστατικό, το φυτίλι της καταστροφής, θα σου το διηγηθώ αργότερα. Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα όμως, δεν υπήρξες τίμια απέναντι στον ίδιον σου τον εαυτό. Μόλις γύρισες το κλειδί της λογικής στη θέση του, το αίμα που μας ενώνει μας χώρισε. Η εκλεκτική συγγένεια έσπασε. Οι άνθρωποι που αγαπάμε μας αποκόλλησαν. Να η ειρωνεία της ζωής μας. Αυτό που μας ενώνει είναι το ίδιο που μας χωρίζει. Για να ενωθούμε πρέπει πια να χύσουμε το αίμα μας και να κάνουμε μεταγγίσεις, πρέπει να σκοτώσουμε τα παιδιά μας και τους ανθρώπους που μας γνωρίζουν και να καταφύγουμε στην έρημο. Έτσι το βλέπεις. Εγώ το βλέπω αλλιώς. Μπορούσαμε να ήμαστε τα στηρίγματα στις σχέσεις μας, μπορούσαμε να γίνουμε το μυστικό της ζωής. Αν η αγάπη ήταν αυθεντική μπορούσαμε να την κρατήσουμε για πάντα κρυμμένη, να μας βοηθάει να αντέξουμε τους νόμους της ζωής αντάμα, μαζί να οργανώσουμε την ομορφότερη παράσταση για τους αγαπημένους μας, μια παράσταση τόσο καλή που ή ίδια θα είναι πραγματικότητα, δε θα’ ναι ψέμα πως τους αγαπάμε. Πως τους λατρεύουμε, ποτέ δεν το κατάλαβες αυτό, χωρίς παράσταση ζωή δεν έχει, θα καταλήξεις νομοτελειακά στο σπαραγμό μια μέρα, κανένανς άνθρωπος δεν είναι για πάντα αν δεν τον βοηθήσεις να γίνει μέσα σου το πάντα, αν δεν αγαπάς το κοινό σου, αν δεν το θες κοντά σου για παντα δεν θα είναι καλή η παρασταση, θα σε πάρουν είδηση πόσο κακός ηθοποιός είσαι, ξέρεις κανείς δε συγχωρεί τον ηθοποιό που προδίδει το έργο, είσαι νέα –σου έλεγα και μουλεγες και τι να κάνω, δε μπορείς να μου ανοίξεις το κεφάαλι να μου τα βάλεις μέσα, ασε με να κάνω λάθος… Και εγώ ήξερα πως θα πέθαινα και μετά θα συνειδητοποιούσες τι συνέβη, κι ο επόμενος άνθρωπος στη ζωή σου θα χαμογελούσε με το πτώμα μου, μη γνωρίζοντας πως από αυτό το σκήνωμα διαμόρφωσες τις γνώσεις του μέλλοντός σου που τώρα απολαμβάνει, πως χάρη στη δική μου εμπειρία κατάλαβες, αφού με σκότωσες, πως λειτουργεί το μέλλον. Ποτέ δεν θα το παραδεχτείς, όμως μέσα σου μια μέρα θα το νοιώσεις. Μια μέρα θα με κλάψεις όπως μου πρέπει. Σα να δάγκωσες το μήλο εκείνη τη μέρα και ξαφνικά ντράπηκες που ήμασταν γυμνοί. Ξεκίνησαν οι τύψεις και η παράνοια, ξεκίνησε ο διδακτισμός του μπαμπά μικροαστού, το μέτρημα, το ζύγισμα, και ταυτόχρονα, η αρχική επιθυμία σου να μη σε θεωρήσω παλιάνθρωπο, γι αυτό δεχόσουν να με βλέπεις από εκεί και μετά, αλλά και γιατί με αγαπούσες ακόμα. Ναι, με αγαπούσες το πιστεύω, μα τώρα πια έβλεπες τον αδελφό σου εκεί που πρώτα κοιτούσες τον έρωτά σου. Ενώ μέχρι τότε αποδεχόσουν το μη μετρήσιμο της ευθύνης μας, κατανοούσες ότι η ευτυχία πλάθεται με υλικά ονείρου και η αλήθεια είναι αυτό που η ψυχή μας αποδέχεται γι αληθινό, ενώ μέχρι τότε κοιτούσες εμένα και τον εαυτό σου στα μάτια μου, από τη μέρα εκείνη έπαψες να βλέπεις εμένα. Άρχισες να βλέπεις την κοινωνία, το ανέφικτο, τα πάντα γύρω μας, την απαγόρευση του καρπού, άρχισες να ντύνεσαι, να απαγορεύεις στα θέλω σου να επικρατήσουν της άρνησής σου, να διχάζεις τον εαυτό σου, να εντοπίζεις πάνω μου κάθε λάθος και να αμύνεσαι κάθε φορά που η καρδιά σου σε έσπρωχνε ξανά κοντά μου. Όταν στην πορεία παρασυρόσουν και με φιλούσες, όταν για λίγο ερχόμασταν ξανά κοντά, αμέσως διαχώριζες το φιλί και την αγκαλιά από το σεξ, επιστρέφοντας στη μετεφηβική σου ηλικία. Ένα φιλάκι δε σήμαινε πια τίποτα για σένα. Έτσι μου το’ δινες, λίγο παιχνιδιάρικα, λίγο από τύψη, λίγο από ελεημοσύνη και πολύ σα να ήμουν ο γκομενάκος από το μπαρ, που ανιχνεύεις στην ανάσα του τις μπύρες κι έπειτα τον αφήνεις καυλωμένο κι επιστρέφεις στο σπίτι σου. Πόσο κατέστρεφες τότε τη λογοτεχνία μου… Πόσο η ιδιαιτερότητα της σχέσης μας συντριβόταν στην κοινοτοπία… Πόσο φοβόσουν να βάλεις τα χέρια στα σκατά να πιάσεις το διαμάντι… Κι όμως, το ξέρεις καλά όσο κι εγώ ότι η ερωτική μας επιλογή είναι μια πολιτική επιλογή εντέλει, ότι από τον τρόπο που διακονούμε τον έρωτα όταν σβήνει, εξαρτάται ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε το σύνολο της ζωής. Γίνε κάθαρμα στον έρωτα και ξέρεις ποιος θα είσαι και σαν υπουργός. Πέθανε γι αυτόν και ξέρεις πως δε θα γίνεις ποτέ διατάχτης. Πόσο φοβήθηκες με σε λερώσουν τα σκατά του εμπύρετου έρωτα, Ελίζαμπεθ… http://nomads-tales.blogspot.com/2007/12/blog-post_21.html Τα ίδια σκατά που στην αρχή βουτούσες μέσα τους με ηδονή ανασκαλεύοντας το άθικτο λευκό της ουτοπίας, όπως εκείνοι οι πυρπολημένοι στην ταινία του Μακαβέγιεφ. Έψαχνες την αφορμή, είμαι βέβαιος. Από την αρχή μέσα σου ήθελες να το φρενάρεις αυτό που ένοιωσες, να σταματήσεις αυτό που κάναμε, να επιστρέψουμε στις κοινές ζωές, τις αποκαλούμενες αληθινές, οικειοθελείς σκλάβοι της χημικής δολοφονίας, συμβατικοί χειροκροτητές της οικογένειας, μίζεροι ψεύτες. Όλο αυτό το σαθρό κατασκεύασμα που η μικροαστική κοινωνία προβάλει για πρότυπο. Μόλις στην έδωσα την αφορμή σου τέλειωσε η ηδονή κι απέμειναν τα σκατά. Πάει η παράσταση. Αυτό είναι γεμάτο αληθινό ψέμα –δεν κανω νεολογισμό κυριολεκτώ, αληθινό ψέμα- όχι εμείς. Αλλά το ξέχασες. Όμως κι αυτό ακόμα, δε δικαιολογεί τη σκληρότητα και την απανθρωπιά της συνέχειας. Δεν ήταν αυτό που σε έκανε να με σιχαθείς.

buzz it!

2 σχόλια:

5 pink flowers είπε...

Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει κάποιον να κοιτάξει με αηδία έναν άνθρωπο που κάποτε αγάπησε; Μου χει συμβει αυτο ακριβως που περιγραφεις..διαπρατουμε αδικιες ομως αυτο συμβαινει στα αληθεια και ειναι το πιο περιεργο συναισθημα Εκει που αγκαλιαζες ενα σωμα δεν αντεχεις να το αγγιξεις οι ομορφιες του σου φαινονται ασχημιες..Μου εχει συμβει το εχω κανει σε ανθρωπο που αγαπησα τρελλα και μετα..μετα αυτο η απομακρυνση και κανενα αγγιγμα Σκληρο μας βγηκαν τα στομαχια μεχρι να χωρισουμε αδυνατο να το εξηγησει ςκι ομως συμβανει αλλες οι προσδοκεις αλλες οι αληθειες Η συμβιωση τα ξεσκεπαζει ολα ριχνει πεπλα στις ομορφιες γρατζουνιζει τον ερωτα του βαζει αλλες νορμες..Βρηκα ενα μοναδικο αντιτυπο του βιβλιου στο βιβλιοπωλειο θα το παρω μαζυ μου σε ενα ταξιδι αυριο χρειαζομαι οτι καλη αποσκευη μπορω να παρω παω στα δυσκολα..λες να ονειρευτω?

Nomad είπε...

Eύχομαι τα δύσκολα να αποδειχθούν ευκολότερα από όσο πίστευες. Ναι, και όνειρα εύχομαι. Καλά όνειρα.

:)

(Ναι, διαπράττουμε κακουργήματα στον έρωτα. Μόνο που συχνά καταδικάζουμε τα εγκλήματα των άλλων ενώ τα δικά μας τα αφήνουμε στο απυρόβλητο)

Καλημέρα.