“Για μένα ειναι αν όχι σημαντικότερο, εξισου σημαντικο να σε αισθάνομαι οικείο μου, αγαπημένο προσωπο και να σου εκφράζω την αγάπη μου, γιατι αυτη ειναι μια, με ή χωρις έρωτα”. Δικά σου λόγια είναι. Πριν 2 χρόνια τα είπες, έτσι ακριβώς. Κι από τότε απέφυγες συστηματικά να μου εκφράσεις πως με αγαπάς. Το είπες και τα άφησες, κι αυτό, ανυπεράσπιστο. Και για μένα αυτό είναι το σημαντικότερο. Να όμως που εσύ αλλιώς το εννοούσες. Επί 2 χρόνια προσπάθησα να σε πείσω ότι αποδέχομαι να σταματήσουμε την ερωτική μας σχέση. Ότι κατανοώ αυτό που λες. Αλλά ότι για να μπορέσω να το αντέξω, μου χρειάζεται να ξαναγίνω άντρας, να εξιλεωθώ στο μέσα σου για όσα συνέβησαν, να με σεβαστείς και να σε σεβαστώ ξανά. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να γίνει αυτό και πιστεύω πως κάθε άνθρωπος που έχει βιώσει κάτι αντίστοιχο, καταλαβαίνει: Να μην αισθάνομαι απόρριψη και επιφύλαξη, αλλά παράδοση και κατανόηση. Να είμαι ο άντρας, να είσαι η γυναίκα. Να με αποδεχτείς να σε αποδεχτώ, να με σέβεσαι να σε σέβομαι. Να σου χαρίσω αυτό που προσπαθείς να επιβάλεις. Να νοιώσω κι εγώ όπως εσύ, να επιβιώσω μετά από αυτό, όχι να αγκομαχώ με την εμμονή σου χαραγμένη για πάντα στα σπλάχνα, ανίκανος να χαρώ οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή μου. Για μένα η τελευταία μας επαφή θα ήταν η λύτρωση, η απόδειξη αυτού που είπες τότε πριν 2 χρόνια, πως η αγάπη η γαμημένη είναι μία με ή χωρίς έρωτα, και η δύναμη να σε αγαπώ χωρίς να σε έχω. Να το αντέξω. Για σένα θα ήταν αηδία και επιφύλαξη μην το μετανιώσεις, μη και παραβώ τον όρκο μου και σε ξαναενοχλήσω. Ποτέ δεν μπόρεσες να δεχτείς ότι η επιθυμία μου ήταν ίδια ακριβώς με τη δική σου, να μπορέσουμε να αγαπιόμαστε χωρίς τον έρωτα, ακριβώς γιατί η αγάπη είναι μία. Πάντοτε μου φερόσουν λες κι αυτό που ήθελα ήταν να σε κρατήσω για πάντα σκλάβα μου σε ένα δωμάτιο στεναγμών. Προσπάθησα πολλές φορές να σου εξηγήσω πως όχι, αυτό που ήθελα ήταν να μου δώσεις την ευκαιρία να ξαναγίνω ισότιμος, να σου αποδείξω αυτό που λέω. Θυμάμαι, ένας από τους τρόπους που επινοούσα για να νοιώθω κοντά σου ενώ ήμασταν μακριά, ήταν να προσπαθώ να διαβάζουμε τα ίδια βιβλία. Ένα από αυτό ήταν το Νορβηγικό Δάσος του Μουρακάμι. Το διαβάσαμε ταυτόχρονα, και μετά σου έγραψα το κείμενο που παραθέτω στη συνέχεια Όταν συζητήσαμε γι αυτό το βιβλίο, μου είπες ότι «κάτι έκανε» μέσα σου, αλλά δεν ήθελες εκείνη τη στιγμή να ψάξεις τι ακριβώς. Κάτι για τη συμπάθεια των ανθρώπων ήταν. Δεν το έψαξες ποτέ. Το ξέχασες. Κι ακολούθησε το Κουρδιστό Πουλί, όπου μαζί και πάλι καταδυθήκαμε σε εκείνο το πηγάδι. Αλλά εγώ το έζησα, εσύ απλά το διάβασες. Κι εδώ εντοπίζω μια ειδοποιό διαφορά ανάμεσά μας. Για σένα η τέχνη δε βιώνεται, παρατηρείται. Κι επανέρχεσαι μετά στον κόσμο. Για μένα η λογοτεχνία χωνεύεται και αποτελεί συστατικό του αίματος και του μυαλού μας. Ξέρω πως θα με ξαναπείς ανόητο, αλλά ζωή που δεν είναι η ίδια μυθιστόρημα, δεν πολυαξίζει να τη ζεις πιστεύω. Ξέρεις, εγώ το Τούνελ του Σάμπατο δεν το διάβασα, το έζησα. Και τώρα κι εσύ ζεις επειδή εκείνος σκότωσε για μένα και μου έδειξε πως είναι το συναίσθημα. Γιατί πολλές φορές μου πέρασε από το μυαλό ναα σε σκοτώσω και να σκοτωθώ. Αυτό κάνει η τέχνη: σου δείχνει ότι αυτό που βιώνεις είναι κοινότοπο, έχει βιωθεί ξανά και ξανά, κι άλλοι πολλοί τρελοί σαν κι εσένα έχουν γδάρει τις σάρκες τους και αποτέλεσμα δεν υπήρξε. Σε διδάσκει η τέχνη, σε μεταβάλει Ελίζαμπεθ, αν δεν αλλάζεις ύστερα από κάθε βιβλίο που διαβάζεις, ή επιλέγεις ανόητα βιβλία ή δεν αντιλαμβάνεσαι τη λειτουργία του λόγου. Όταν, γιαγιά πια, θα αναπολείς την ένταση της σχέσης μας, τη φριχτή της εξέλιξη και τις δυνατότητες που είχαμε, ξέρω πως θα κατανοήσεις πως ήταν από τις πιο σημαντικές εμπειρίες στη ζωή σου. Εσύ διαλέγεις όμως να είναι μια εμπειρία οδυνηρή. Αλλά στο ξαναλέω, μηδένα προ του τέλους. Γιαυτό ποθούσα το τέλος να την ανασχηματίσει, να τη φωτίσει ξανά. Ήταν απολύτως εφικτό. Γιατί, όπως θα θυμηθείς αν συνεχίσεις να διαβάζεις, ο έρωτας έχει την καταλυτική λειτουργία να εξηγεί τη ζωή: Υπάρχουν «Πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς» Παρακάτω σου θυμίζω έναν τους τρόπους που επινοούσα για να νοιώθω κοντά σου. Μια μέρα, μου περιέγραψες τον καλύτερό σου φίλο σαν κάποιον που έχει πει για σένα μερικά από τα σημαντικότερα πράγματα που μπορεί να πει ένας άνθρωπος γι άλλον. Και τότε μέσα μου σκέφτηκα, αν είναι έτσι τότε αυτή η τυφλωμένη γυναίκα εμένα γιατί δε με λατρεύει; Το γράμμα: Μαζί στο Νορβηγικό Δασος «Δεν θα σου μιλήσω για το ίδιο το βιβλίο, μα για τη διαδικασία της ανάγνωσής του από μένα. Κι έτσι νομίζω πρέπει, αφού κάθε ανάγνωση είναι προσωπική αναδιατύπωση της αρχικής δημιουργίας κι εσύ ετοιμάζεσαι να κάνεις τη δική σου. Τύπωσε αν θες το γράμμα μου να το’ χεις μαζί σου. Πριν από όλα, όσα έχω πραγματικά να σου πω -και με δικά μου λόγια σου χω πει κατά καιρούς- αλλά κι όσα κι εσύ ίσως έχεις να μου πεις κι έχεις νοιώσει, τα λέει ο Βατανάμπε στο γράμμα του προς τη Ρέικο στη σελ 463. Η απαντηση της Ρεικο στην 464 από το «νομίζω ότι τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά» μέχρι «την τελευταία μας στιγμή» στην 466 είναι και η απάντηση που θαθελα να κατανοήσουμε κι οι δυό μας. Κατανοώ, σημαίνει καταλαβαίνω και πράττω ανάλογα. Κι επίσης σημαίνει να κατανοώ κι εγω τη φράση του ερωτιδέα που ξέρει ότι τζέντλμαν είναι αυτός που εκτός από ότι θέλει, πράτει και αυτό που πρέπει. Τα πρέπει μου είναι να σε αφήσω ελεύθερη να νοιώσεις ότι νοιώθεται. Τα θέλω μου τα ξέρεις. Στη σελίδα 138 ήρθες κι έκατσες δίπλα μου. Όσα μου’ λεγε η Μιντόρι σε εκείνη τη σελίδα μου τα’ λεγες εσύ. Σκέφτηκα αν θα μπορούσα να βρω τσιζκέικ να σου φέρω όταν θα πετάξεις την τάρτα φράουλα κι αναρωτήθηκα αν το τσιζκέικ είναι το σπαθί της αγάπης. Εγώ για μελιτζανοσαλάτα θυμόμουν. Στην 156, η εξήγηση για τις παραμορφώσεις μας και το χρόνο που απαιτούν οι αλλαγές, με έκανε να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω γι άλλη μια φορά, συγνώμη που δεν καταλάβαινα, ενώ ταυτόχρονα ευχόμουν να αποδεχθείς κι εσύ τις δικές σου, ώστε να πάψουν να σου προκαλούν ενοχές. Στο σανατόριο που ηταν η Ναόκο, είδα να μιλούν με τη φιλοσοφία μου: Εδώ βοηθάμε όλοι τους πάντες. Ο καθένας είναι ο καθρέφτης του άλλου. (…) Παίρνεις απόφαση πως θέλεις να βοηθήσεις και να βοηθηθείς από τον άλλον. Στην 177 μου είπες "ο,τι κι αν είναι αυτό που συνέβη, εμείς οι δυο μπορούμε να το στρεψουμε προς τη σωστή κατεύθυνση αν μπορέσουμε να συμφωνήσουμε μεταξύ μας. Αν το κατορθώσουμε αυτό ισως μπορέσουμε και να αποφασίσουμε αν ήταν σωστό ή όχι. Τι λες;" Ναι, σου εγνεψα, ναι αγαπη μου και όταν στην επόμενη σελίδα με ρώτησες τι συμβαινει όταν οι ανθρωποι ανοίγουν την καρδιά τους, σου απαντησα κι εγω «Γίνονται καλά» Στην 181 σε αγκάλιασα και σε έσφιξα γελώντας, όταν διάβασα για το πώς θα ήταν αν ο Ντισνει είχε μεταφέρει σε σκίτσα τον Μουνχ. Προχωρησα σελίδα στη σελίδα, ακουμπώντας το ένα χέρι στα μαλλιά σου που σκέπαζαν τον ώμο μου, είχες ξαπλώσει επάνω μου και διαβάζαμε μαζί. Στη 200 αναρωτηθήκαμε μαζί γιατί συμβαίνουν τα πράγματα όπως συμβαίνουν και ξέραμε πως τους αγαπούμε, στ αλήθεια. Κι όμως, ενώ στ αλήθεια τους αγαπάμε, η στύση μου ορθώνεται εμπρός σου μα κι εσύ γινόσουν θυμάμαι η πιο υγρή και ζεστή αγκαλιά για εκείνον. Στη 204 σου χαμογέλασα στην αρχή. Να μην κρατάς μέσα σου πολλα, να μην τα πνίγεις, σουλεγα κι εγω μαζί με τη Ρεικο κι εσύ στη 205 κάτω μου απαντούσες με το στόμα της ίδιας: «το πιο σημαντικό είναι να μην αρχίσεις να ανυπομονείς» και συνέχιζες, κι απαντούσα «ναι» Στη 213, είδα την αρρώστια μας: το πιο σημαντικό είναι η εμπιστοσύνη. Όταν νοιώθουμε τυφλή εμπιστοσύνη, δε μας φοβίζει. Μου ηρθε στο μυαλό η τυφλότητα, γεια σου γυναίκα του γιατρού σου είπα (θυμίζοντάςς σου την ηρωίδα από την Τυφλότητα του Σαραμάγκου), σε εμπιστεύομαι τυφλά, κι εσυ, λιγότερο καχύποπτη πια μαζί μου μου τσίμπησες το μάγουλο. Από τη 226 τέλος ως τη 228, σκέφτηκα μήπως είναι η ώρα μου να δώσω στον κόσμο αυτά που του χρωστώ για τόση ευτυχία και ήλπισα πως δεν ήρθε ακόμα η ωρα αυτή, πως έχω να ζήσω κι αλλα κομμάτια ευτυχίας προτού έρθει. Στη 233 στη μέση, σου μίλησα όπως δεν θα σου μιλούσα μα θα σκεφτόμουν αν κάναμε έρωτα. «Πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς» Στο τέλος της 248 αναρωτήθηκα κι εγώ που είναι το πρόβλημα να θέλω να σε καταλάβω, και πρόσθεσα «και να με καταλάβεις» Στη 250-251 αγάπη μου, το χέρι σου άρχισε να μου χαιδεύει απαλά τη στύση μαζί με τη Ναόκο στο βιβλίο. Παραδόθηκα. Εκλεισα τα μάτια και δεν έκανα τίποτα όσο συντονιζόσουν με τους παλμούς μου. Μέσα μου η ευτυχία της αφής πάλευε με την φορτωμένη τόσο καιρό καρδιά μου. Ηθελες να με ξεφορτώσεις! Καταλαβες! Επιτέλους, ήθελες, έστω κι αν δεν ήσουν ακόμα στη στιγμή να κάνουμε έρωτα! Αυτό, η θέλησή σου, η αυτόβουλη κίνηση, ακόμα και παλινδρομική, για μένα δε λεγόταν πια μαλακία αλλά πράξη αγαπης. Μου πρόσφερε περισσότερη ηδονή από όση η ίδια η πράξη που τοσο όμορφα έκανες με το χεράκι σου ενώ με κοιτούσες στα μάτια. Αφησα μόνο μια κραυγή όταν όλη η συσσωρευμένη μου ένταση εξεράγη όπως τότε στο σπίτι σου, που χτύπησε ταβάνι και την εντόπισες. Θυμάσαι; «Πόση ένταση!» είχες διαπιστώσει τότε. Ενοιωσα ευγνωμοσύνη, ώστε μαζί με το σπέρμα μου έτρεξαν και δάκρυα. Το σπέρμα κύλησε στα δάχτυλά σου, μα εσύ έγλυψες τα δάκρυα. «Κι αυτό το χρωστάω σε σένα», ψέλισσα. «Αφου ο κύριος νοιώθει καλύτερα, μήπως θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την αναγνωσή μας», ρωτησες γελώντας και είπα «ασφαλώς». Στη 254-55, με τόση γλύκα σε αγκάλιαζα διαβάζοντας ότι σπανίως ζητάς κάτι από κάποιον και κλείνεσαι στον εαυτό σου. Σε χαιδευα, ν ανοίξεις. Στη 282 συννεφιασα. «Όλα τελειωσαν όταν μου ζήτησες να περιμένω ενα μηνα. Αν ηθελες πραγματικά να ξαναρχίσουμε δεν επρεπε να πεις τετοιο πράγμα», με κεραυνοβόλησε η Ρέικο. Μα είχα ήδη αποδεχτεί την αναμονή. Κι ετσι ηρέμησα –με είχε βοηθήσει η εκτόνωση λίγο πριν εξάλλου- ελπίζοντας να κατανοήσεις πόσο διαφορετική αίσθηση χρόνου έχουν αυτοί που νοιώθουν κάτι έντονο, από εκείνους που νοιώθουν κάτι λιγότερο έντονο. Όχι, δεν τέλειωσαν όλα, σκέφτηκα. Τώρα μπορώ να περιμένω. Η Ρέικο δε μπορούσε. Και προσευχήθηκα: Ας μην είναι για πολύ. Στη 298 θυμήθηκα ότι δεν σε ξέρω αρκετά για να σε πιέσω. Θέλω να σε μάθω καλά Ελίζαμπεθ, πολύ καλά , αλλα ν αποφύγω να κάνω ότι «ολοι οι άλλοι» Στην 305, η έκκληση της Μιντόρι να αυνανιστεί για κείνη, με εκανε να χαμογελάσω. Μόλις χτες σου μίλαγα για το μπερδεμα που νοιώθω όταν μαλακίζομαι για σένα. Θελω να μου το ζητήσεις. Τι όμορφο! Ποσο υπέροχο μου ακουγεται να μου ζητήσει μια γυναίκα που αγαπώ να το κάνω για κείνη, να τη σκέφτομαι; Σα να σε ακούω: «Νικήτα, θέλω να τον παίξεις για μένα. Να με σκέφτεσαι όταν θα χύνεις» Είναι μια άλλη διατύπωση να πεις σ αγαπώ. Στην 343, διαβάζοντας την αναμνηση του ήχουν από το μασούλημα ενός αγγουριού που εμεινε στη μνημη του Βατανάμπε από τον πατερα της Μιντόρι, με εκανε να σκεφτώ ποια παράξενη μικρή ανάμνηση θ αφήσω στον καθένα πεθαίνοντας κάποτε. Ποια να είναι αραγε η δικιά σου; Εχει συμβεί; Μας έχει απομείνει ζωή μαζί να συμβεί; (Βλέπεις ακόμα δεν ήξερα το τέλος) Στην 359 σου είπα μαζί του ότι μερικές φορές έχω τρομερή την ανάγκη να κανω ερωτα με μια κοπέλα, κι ότι εδώ και καιρό αυτή η κοπέλα είσαι εσύ. Δεν ήταν τίποτα καινούργιο, αλλα παρότι τόχες ξανακούσει έδειξες να το κατανοείς ξανά, σα να ήταν η πρώτη φορά. Στις 360-61 σου εξήγησα τις σεξουαλικές ανάγκες μου με τα λόγια του Ναγκασάβα, κάπως έτσι ήμουν κι εγώ νεώτερος, σκέφτηκα, όμως τώρα είμαι αλλιώς. Στην 364, σου είπα και πάλι ότι με νοιάζει να με καταλάβεις. Είμαι διαφορετικός πια, είμαι αλλιώς. «Κάποιος καταλαβαίνει επειδή η στιγμή είναι κατάλληλη», είπες γλυκά, όμως δέχτηκες πως η ανάγκη μου να κατανοηθούμε ονομάζεται αγάπη. Κι εγώ δέχτηκα να σέβομαι την κατάλληλη στιγμή, ελπίζοντας και πάλι μέσα μου, χωρίς να στο πω, να μην παγώσει στο χρόνο, να’ ρθει όσο αντέχω να περιμένω. Θέλω ολόψυχα να με εμπιστεύεσαι ξανά, να φύγει επιτέλους από μέσα σου, στην 365 κάτω, το κομμάτι εκείνο του εαυτού σου που βρίσκεται «σε επαγρύπνηση, σε απόσταση» όταν είμαστε μαζί. Και που χτες είχε φύγει. Στην 375, ένοιωσα τη Χατσούμι. Δεν της αρέσει ο τρόπος του ναγκασάβα, δεν αντέχει τις γκόμενές του, όμως ¨δε μπορεί να κάνει τίποτα άλλο, μόνο να τον περιμένει» Τόσο πολύ τον αγαπάει, με ρωτάς; Ναι, σου απαντώ. Γι αυτό δεν μπορώ παρά κι εγώ να σε περιμένω. Και νοιώθω, μέσα μου κι εγώ, ότι παρά τον πόνο και τη δίψα να τελειώσει επιτέλους η αναμονή, είναι όντως υπέροχο συναίσθημα η βεβαιότητα να αγαπάς κάποιον άνευ όρων και χωρίς να ξέρεις αν πράγματι θα τελειώσει ποτέ η αναμονή. Βασανιστικό ναι, μα νοιώθεις να’ χει νόημα η ζωή. Στο πορνοσινεμά της 390, θυμήθηκα πόσο πολύ θέλω να σε σκίσω, να σου γλύψω ολο το σώμα, να σε δω να σπαρταράς τη στιγμή του οργασμού και να σε καρφώνω κι άλλο, να σε χύσω. Πολύ. Ολόκληρη αν μπορούσα. Μα σε αντίθεση με αυτές που έτσι έχω κάνει χωρίς καμιά νοητική διεργασία, μαζί σου θέλω πρώτα εξουσιοδότηση: Ναι, ξέρω πως με αγαπάς Νικήτα, το νοιώθω και αυτό κάνει αγιασμό το σπέρμα σου, γι’ αυτό σκάσε και γλύψε μου το μουνί να χύσω στη γλώσσα σου κι έπειτα πέταξε μου τα στο στόμα και λέγε με παλιοκαριόλα αν θες, αφού δε μπορείς ταυτόχρονα να χύνεις στα μούτρα και να φαντάζεσαι ροζ αρκουδάκια. Στην 416 θυμήθηκα να μη λυπάμαι για όσα έκανα στραβά, μια που αυτός που λυπάται τον εαυτό του είναι χαμένος απο χέρι. Κι εγώ θέλω να σε κερδίσω ξανά. Ολη την ώρα ακουγαμε τη μουσική που υπάρχει στο βιβλίο. Είχε πέει η ώρα τρεις κι αρνιόμουν να σε αφήσω, να το αφήσω. Στην 430 μέση σου είπα ότι ποτέ δε θα σου γυρίσω την πλάτη και στην 434-35 μου ζήτησες σοκολατάκια όταν διαβάζαμε τη μεταφορά για το τι είναι η ζωή. Στην 447 κάτω και 448 πανω, ενοιωσα κι εγω ότι γράφω ατέλειωτα γράμματα σε σένα πασχίζοντας να συγκρατήσω τα κομμάτια της ζωής μου ενωμένα να μη σκορπίσουν και στις 452-53 κατάλαβα τη Μιντόρι κι εσένα και σκέφτηκα πόσο πραγματικά δίκιο εχει η Ρεικο στο γραμμα της λιγες σελίδες μετά (που σου ανεφερα στην αρχή), όταν λέει πως τετοια πράγματα, που για τον Βατσανάμπε είναι αλλα, μα για μένα σημαίνουν μια σχέση που δεν οδηγεί τον έναν να χωρίσει αυτόν που αγαπα για εκείνον που ερωτεύτηκε, συμβαίνουν τόσο σπάνια στη ζωή που αν τις αφήσουμε να περάσουν και φύγουν, μετανιώνουμε μια ζωή. Στην 454 («μην ανησυχεις…») σου μίλησα με αυτά τα λόγια και στην επόμενη εσύ ήσουν ο Βαταναμπε που ηθελες χρόνο κι εγω η Μιντόρι που έλεγε «εντάξει, θα περιμένω αν μ αγαπας στ αλήθεια από τα βάθη της καρδιάς σου. Σου έχω εμπιστοσύνη». Όπως και στην 459 («θέλω») που εκείνος είχε αναστολές κι εκείνη τον έλεγε ξεροκέφαλο. Φυσικά στην επόμενη σελίδα Ελίζαμπεθ έχυσα μετά μανίας το κιλοτάκι σου, μονο που δεν το είχες βγάλει, το φορούσες. Κι εσυ γέλασες στην 461 και μου είπες να τρώω καλά για να έχω μπόλικο σπέρμα «Κι εγω θα είμαι καλή και γλυκιά και θα σε βοηθάω να το ξεφορτώνεσαι», είπες και σιγομουρμουρησες «αντε, να δουμε τι θα κάνω με σένα ..» Όταν διαβάζαμε για τον θάνατο στην 472, ένοιωσα να ανατριχιάζεις και σε τύλιξα στην αγκαλιά μου, σε γέμισα φιλιά και μύριζες έρωτα, ανέδιδες ζωή. Στην 474 κάτω, σκέφτηκα πόσο πληγώνει κάποιον να μη λογαριάζουμε τα δικά του συναισθήματα και να αναρωτιόμαστε κάποτε στο μέλλον, που το συνειδητοποιούμε, αν αραγε μας έχει συγχωρέσει. Στην 489 ρίγησα με τον μοναδικό οργασμό της Ναόκο, για λαθος άντρα, και σκέφτηκα πως τι είναι σωστό και λάθος, οσο κι αν νομίζουμε πως ξέρουμε, το σώμα που ανατριχιάζει μας το βεβαιώνει. Θυμήθηκα πως βογκάς όταν τελειώνεις. Στην 496 είδα και πάλι το μεγαλείο της απλής, καθημερινής, αλλα ξεκάθαρης σκέψης για τη λύπη του θανάτου. Ο ερωτας με τη Ρεικο ήρθε φυσικά, να ξεπλύνει τη θανατίλα, να δώσει στον έρωτα ξανα τη διάσταση που πραγματικά έχει, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Στην 503, ξεπατικωσα αυτό που θα σου πω αμέσως: Κάψε το γραμμα μου, καψε όλα όσα έχεις από μένα, κι ο,τι είναι να μείνει από μένα θα μείνει στην καρδιά σου Ελίζαμπεθ . Και νομίζω κάποια, και στο κρυφό ημερολόγιό σου. Φύλαξέ τα όλα, κι ο,τι είναι να χαθεί θα χαθεί. Και στην τελευταία σελίδα, είδα τον παρατατικό: Που ήμουν; Δεν Ειχα Ιδέα. Έκλεισα το δάσος και σε αγκάλιασα ξανά, έχοντας πια μια ιδέα που βρισκόμαστε. Εκεί που σταματάει κανείς να κοιτάει το δέντρο και να χάνει το δάσος» Αυτά σου είχα γράψει τότε. Αλλά είχα καταλήξει λάθος, δε βρισκόμασταν εκεί. Είχαμε πια χαθεί στο δάσος και δεν ήθελα να το αποδεχτώ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου