Tο σημάδι του Αβελ 5

Οταν συνήλθαν από το ολόφυρμα και στέγνωσαν κάπως τα πρόσωπά τους εκείνος πήγε στην τουαλέττα. Ηταν ένα σαπούνι σε σελοφάν. Δε μπορούσε να το ανοίξει, είχε κατακρεουργήσει τα νύχια του τις τελευταίες μέρες. Την παρακάλεσε να τον βοηθήσει. Τότε παρατήρησε τα χέρια της. Την προηγούμενη φορά τα νύχια ήταν αρκετά μακριά και κόκκινα –θυμήθηκε πως ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε με βαμμένα κόκκινα νύχια. Τώρα ήταν φαγωμένα όπως τα δικά του. Την κοίταξε στα μάτια. Για πρώτη φορά συνάντησε το βλέμα της. Κατάλαβε. Το σελοφάν δεν έλεγε να υποχωρήσει. Παράτησε το σαπούνι και βρήκε ένα σαμπουάν σε μπουκαλάκι για να πλυθεί. Το νερό στο πρόσωπο τον αναζωογόνησε αλλά ο καθρέφτης του υπενθύμιζε το θλιβερό ομοίωμα. Ποιός ήταν αυτός ο άσχημος άνθρωπος; Επέστρεψε κοντά της. Η γλώσσα του σώματος τον προιδέαζε πως ήταν τώρα πιο χαλαρή. Απαλά, σα να κρατούσε πορσελάνινη κούκλα, την ξάπλωσε μπρούμυτα κι έπιασε να της τρίβει την πλάτη. Μέχρι που φιλήθηκαν απαλά. -ηρέμησες λίγο; -Ναι, εσύ; -Κάπως… -Είναι ειρωνικό ότι μέσα στις τόσες διαφορές μας, οι βασικές μας πεποιθήσεις για τη ζωή δε διαφέρουν πολύ, της μουρμούρισε. Κι εγώ πιστεύω πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος στον έρωτα από την έμπνευση. Πως μερικά πράγματα δεν ξεπερνιούνται , κι αν ξεπεραστούν δε μπορεί να συμβεί για πολύ. Γι αυτό και θα αντέξω να μην είμαστε μαζί. Αυτό που δεν αντέχω είναι να σου προκαλώ το συναίσθημα που ένοιωθες πριν λίγο. Δε μπορώ να είμαι για σένα ο φόβος κι η αποστροφή. Συνέχισε να τη χαιδεύει στην πλάτη. Της έβγαλε σιγά σιγά το πουλόβερ. Ακουμπούσε το κορμί της απαλά κι ένοιωσε, επιτέλους, τη φύση του να ανταποκρίνεται δειλά, πολύ δειλά, όπως ανατέλλει η αίσθησις της λαγνείας στους εφήβους, διστακτικά, φοβισμένα, αμήχανα. Σχεδόν ντρεπόταν που άρχιζε να ερεθίζεται, ντρεπόταν που δεν είχαν χρόνο, πολύ χρόνο, να επινοήσουν ξανά τους κοινούς τους τόπους, να φύγει η ώχρα από τα πρόσωπα, να πέσει ο πυρετός, να μη γυαλίζουν τα μάτια, ντρεπόταν που την ήθελε, δεν έπρεπε να την ποθεί τόσο, ήταν αδύνατο, ανέφικτο, απαγορευμένο, τίποτα στον κόσμο δε δικαιολογούσε αυτό το πάθος, κι εκείνη πια δεν ήταν εκεί, ό,τι κι αν την είχε αρχικά παρασύρει δεν υπήρχε πια, δεν υπήρχε πια η συνενοχή στο βλέμμα, εκείνη η αθώωση της ψυχής, δεν υπήρχε η αναγωγή στο ανύπαρκτο της μοίρας προσκύνημα, εξέλιπε η τύφλωση του πεπρωμένου, τώρα πια όλα ήταν και πάλι σύμπτωση, η μαγεία είχε πεθάνει, τίποτα δεν υπήρχε στον κόμσο μονάχα η τύχη, κι η τύχη που τους έφερε να ενωθούν είχε, απλά, τελειώσει. -Τι κάνεις; τον ρώτησε η γυναίκα όταν προσπάθησε να της βγάλει το πουκάμισο. Σηκώθηκε από την αναπαυμένη στάση και πήγε και κούρνιασε πάλι στην άκρη του κρεβατιού, με τα χέρια και τα πόδια σταυρωμένα σε απόλυτη άμυνα. Την κοίταξε στα μάτια. -Δεν έχω άλλη ξεφτίλα να σου δώσω… Σε παρακαλώ…Γιάτρεψέ μας…Άκουσε το κορμί σου για τελευταία φορά… Φίλα το βάτραχό, μεταμόρφωσέ με…Σε λατρεύω…Όσο λάθος κι αν είναι αυτό, αυτή είναι η αλήθεια μου…Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι για μένα το πιο αθώο στον κόσμο αυτή τη στιγμή…Πίστεψέ με έστω μια φορά…Μη με σκοτώσεις…Αυτή είναι η τελευταία μας συνάντηση…Δεν απομένει παρά μια ώρα… Η γυναίκα έκλεισε τα μάτια. Η έκφραση που πήρε τότε, σημάδεψε για πάντα τη μνήμη του. Σα να αντιμετώπιζε επεισόδιο δύσπνοιας, ένας μορφασμός αηδίας παραμόρφωσε το πανέμορφο πρόσωπο…Σα να της έδιναν εκείνη τη στιγμή το μουρουνόλαδο. -Δε μπορώ…Το σώμα μου ακούω…Δε μπορώ, ψέλλισε και τυλίχτηκε κουβάρι σα μωρό. Μου υποσχέθηκες ότι αν δε μπορώ δεν θα το κάνεις… Εκείνος ένοιωσε τη δεύτερη επίθεση της φρίκης. Την τελειωτική. Έβλεπε στο πρόσωπό της την αηδία. Δεν άντεξε και βγήκε στο μπαλκόνι. Όπως η δεύτερη επέλαση των λυγμών ερχόταν να τον τελειώσει, κοίταξε το δρόμο 5 ορόφους παρακάτω. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν αδιάφορος στη Λούτζοπλατζ. Ένα τυπικό, συννεφιασμένο απόγευμα. Σκέφτηκε ότι μπορούσε να το κάνει. Του ήταν πολύ εύκολο εκείνη τη στιγμή. Ηταν απλά ένα βήμα. Δεν μπορεί να πονούσε περισσότερο. Μα αμέσως σκέφτηκε τα μάτια των παιδιών του, των παιδιών της, των γονιών, των συγγενών, των φίλων. Όχι, η ζωή τους δεν τους ανήκε κατ’ αποκλειστικότητα, δεν είχε αυτό το δικαίωμα. Σκεφτόταν ότι η γυναίκα επικαλείτο τώρα αυτό που ο ίδιος της είχε προτείνει, κι εκείνη είχε απορρίψει ως ανέφικτο. Να αγκαλιαστούν αλλά να μην κάνουν έρωτα. Αυτό τώρα του έλεγε, το εξακόντιζε σαν υπόσχεσή του, ενώ η ίδια το είχε αρνηθεί. Αποφάσισε να κρατήσει το λόγο του, ακόμα κι αν εκείνη αθετούσε τον δικό της. Πάνω απ όλα του ήταν αδύνατο να υποχρεώσει με το φόβο και την απειλή, αυτόν τον άνθρωπο να κάνει έρωτα μαζί του, τον άνθρωπο που δεν άντεχε τη ματιά της περιφρόνησής του. Δε μπορούσε να τη βιάσει. Γιατί έτσι θα βίαζε την ψυχή της, όχι το μουνί. Έτσι δε θα έπαυε να είναι μονάχα άντρας μα και άνθρωπος. Χρειάστηκε γιγαντιαία προσπάθεια να τραβήξει τη ματιά του από το έδαφος. Βοήθησαν οι λυγμοί που δεν του επέτρεπαν πια να δει. Χρειάστηκε ακόμα μεγαλύτερη δύναμη για να πείσει τον εαυτό του πως αυτό που συνέβαινε, αυτό το βλέμμα που είχε για πρώτη φορά, δεν ήταν η καταδίκη του σε θάνατο αλλά η υπογραφή μετατροπής της θανατικής ποινής σε ισόβια κάθειρξη. Αφού τον είχε αγκαλιάσει και φιλήσει, αλλά παρόλα αυτά την αηδίαζε να κάνει έρωτα μαζί του, τότε αποδεικνυόταν ότι ο παραλογισμός δεν ήταν μόνο δικός του. Αυτή η γυναίκα, επειδή μπορούσε ξανά να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει δεν μπορούσε πια να του δοθεί, αλλά θα του δινόταν αν της ήταν αδύνατο να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει, σαν πουτάνα. Όχι, δε θα καταλάβαινε ποτέ τις γυναίκες και τα κουτάκια τους. Επέστρεψε στο δωμάτιο. Η πληγή είχε σφραγιστεί για πάντα. Δεν ένοιωθε πια καμιά επιθυμία για έρωτα. Κάθισε στη γωνιά του, στη γνωστή στάση και παραδόθηκε στην κατάθλιψη. Χωρίς να καταλαβαίνει τι γινόταν γύρω του, κάποια στιγμή την ένοιωσε πάλι να τον αγκαλιάζει. Γύρισε και κατάλαβε πως είχε γδυθεί. Σιωπηλά, εκείνη είχε γδυθεί, κρατώντας τα εσώρουχα και τον αγκάλιαζε. Έβγαλε κι εκείνος το παντελόνι του και κάθισε σαν κούτσουρο στο κρεβάτι. Μά ήταν πια αργά. Η ώρα περνούσε. Δεν είχε άλλη ξεφτίλα να της δώσει. Δεν κινήθηκε. Δε γινόταν πια να κινηθεί. Την πήρε απαλά στην αγκαλιά του, απόθεσε το κεφάλι της στον ώμο του και τίποτ’ άλλο. -Εχουμε ακόμα μισή ώρα, της ψιθύρισε. Δεν θα κινηθώ, ξέρω πως είμαι για σένα ό,τι πιο αντιερωτικό υπάρχει στον κόσμο πια, ξέρω τους λόγους, δεν έχουμε να αναλύσουμε άλλο το θέμα. Κάνε ό,τι νομίζεις. Αν έχεις κάποια πρωτοβουλία, αν έχεις κάτι να πεις κάνε το. Δεν έχω άλλη δύναμη. Εγώ θα κρατήσω τον όρκο μου ό,τι κι αν γίνει. Μετά σταμάτησε να της μιλάει. Της χαίδευε μόνο τα μαλλιά με το ένα χέρι, και με το άλλο παράλυτο δίπλα του απόμεινε να μεταμορφώνεται ανήμπορος, ποθώντας να γίνει δέντρο. Οταν συντριβονται οι ασύμπτωτοι πόθοι μας πάνω στα αράγιστα κελύφη, καλύτερα να είσαι δέντρο από χελώνα. http://nomads-tales.blogspot.com/2007/09/blog-post.html

buzz it!

3 σχόλια:

piece de resistance είπε...

na kratas tous orkous sou giati to soma opos elege..enthymeitai..kai opos les Οταν συντριβονται οι ασύμπτωτοι πόθοι μας πάνω στα αράγιστα κελύφη,TI OREO!!! pantos to soma xerei na synerxetai apo tis syntrives an to ebisteftheis ..xerei

Nomad είπε...

piece de resistance,

νομίζω πως κάθε χαρακτήρας που σέβεται τον εαυτό του στη μυθοπλασία, οφείλει να κρατά τους όρκους του. Επίσης, το απόσπασμα που παραθέτεις, είνααι όντως μια εκπληκτική φράση που ανήκει στον Χρήστο Γιανναρά.
Οσο για το κορμί, δεν ξέρω.

:)

piece de resistance είπε...

xerei xerei rota to soma kai tha sou pei mono tou an to apalaxeis gia ligo apo to varos tou myalou tha sou pei..A tou Giannara oreo..Alla gia stasou kai ektos mythoplasias na min kratame tous orkous les? i pio kala na min tous dinoume? kalinyxtizo.. thelei kotsia pantos i anagnosi tou blog sou ..oso gia ti syggrafi ekei ki an thelei..fantazomai