H γυναίκα μπήκε στο καφέ με τα χαρακτηριστικά του προσώπου της γυάλινα σαν πάγος. Τον πλησίασε. -Πάμε; τον ρώτησε κοφτά. Ούτε ένα χαμόγελο. -Δεν θες έναν καφέ πρώτα; απάντησε εκείνος. Έγνεψε αρνητικά. Ο άντρας πλήρωσε και βγήκαν. Πήραν το λεωφορείο και κατέβηκαν στη γνωστή στάση. Έπρεπε να διανύσουν περίπου 200 μέτρα με τα πόδια για να φτάσουν στο ξενοδοχείο. Αυτή ήταν η πιο χαρούμενη απόσταση, σκεφτόταν ο άντρας, που είχε διανύσει με τα πόδια τα τελευταία χρόνια. Θυμόταν πως προχωρώντας στο δρόμο, έλαμπαν τα πρόσωπά τους ενόψει της επικείμενης ένωσης. Αυτά τα 200 μέτρα πρέπει να ήταν τα πιο ευτυχισμένα μέτρα στον κόσμο. Πόσοι εραστές να τα είχαν διασχίσει γελώντας… Τώρα προχωρούσαν σιωπηλοί ο ένας πλάι στον άλλον, με τα κεφάλια σκυφτά και το βλέμμα να μετρά τις πλάκες του πεζοδρομίου. Στην ίδια διαδρομή. Έφτασαν στο ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν τους υποδέχθηκε ο νεαρός υπάλληλος που και τις περισσότερες από τις προηγούμενες φορές τους εξυπηρετούσε. Η φυσιογνωμία του είχε εντυπωθεί στο διανοητικό χάρτη του άντρα, μαζί με άλλες άχρηστες λεπτομέρειες από εκείνο το ξενοδοχείο: τις αφίσες αρτ νουβώ στους τοίχους, το ροοστάτη που ρύθμιζε την ένταση του φωτισμού στο δωμάτιο, τη γυάλινη πόρτα του λουτρού, το πολύχρωμο κάλυμμα του κρεβατιού, το ότι έπρεπε να κλείσεις εντελώς τη τζαμόπορτα του παραθύρου για να λειτουργήσει ο κλιματισμός, τον καθρέφτη πίσω από την κουρτίνα. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους, ο άντρας γύρισε το κλειδί. Εκείνη κάθισε στην άκρη του μεγάλου κρεβατιού αμίλητη κι άναψε τσιγάρο. Έβγαλε μόνο το παλτό της. Κάθισε κι αυτός στην άλλη πλευρά και δεν ήξερε τι να πει. Ακόμα δεν είχαν ανταλλάξει ούτε ένα βλέμμα. Αναψε τσιγάρο και προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι να πει. Δεν είχε προσχεδιάσει λογύδριο. Θυμήθηκε τους πλήρεις όρους της συμφωνίας τους. -Αυτό που πραγματικά θέλω, είναι η αγκαλιά σου ξανά. Να αγκαλιαστούμε και να ξεσπάσω. Αν και τότε νοιώσεις την απέχθεια που νοιώθεις τώρα για μένα, δε θα σε βιάσω. Δε μπορώ να κάνω έρωτα με έναν άνθρωπο που με φοβάται και με σιχαίνεται. Αν θες μπορώ να στο υποσχεθώ, δε θα σου κάνω έρωτα αν δεν το θελήσεις, θα μου αρκέσει η αγκαλιά σου. Έτσι της είχε πει. -Ναι, για να βρίσκεις μετά την πρόφαση ότι τελικά δεν το κάναμε και να συνεχίσεις να με βασανίζεις… -Ναι, είναι κι αυτό… είχε πει μελαγχολικά εκείνος. -Γι αυτό δεν τις πιστεύω τις δηλώσεις σου. Αν είναι να πάμε, θα πάμε κανονικά και δε θα σε ξαναδώ ποτέ μετά. Ούτε φιλί στο στόμα από μένα… Και τώρα βρίσκονταν εδώ. Σήκωσε τα μάτια από την καύτρα του τσιγάρου του και την είδε ακίνητη, στην ίδια θέση. Καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού, γερμένη με τους αγκώνες να ακουμπούν στα γόνατα, να κοιτάει οπουδήποτε αλλού από τον ίδιον. Πως είχαν φτάσει ως εδώ; Αν οι άνθρωποι ήταν πραγματικά ελεύθεροι, του είχε πει κάποτε μια λατρεμένη φίλη του, τότε όσοι αγαπιούνταν θα έλυναν το πρόβλημα του σαρκικού έρωτα μεταξύ τους πριν από όλα τα άλλα. Χωρίς να τους εμποδίζει τίποτα, ούτε καν η συγγένεια. Κόρες, γιοί, μάνες, αδέρφια, πατεράδες, θείοι, παντρεμένοι, δεσμευμένοι, παππούδες, όλοι. Αν προέκυπτε ζήτημα πόθου ανάμεσα σε αγαπημένους, αυτό θα λυνόταν αμέσως σε έναν πραγματικά ελεύθερο κόσμο. Όλοι οι άνθρωποι που αγαπιόνταν πραγματικά θα είχαν κάνει έρωτα έστω μια η μερικές φορές με εκείνους που θα ήθελαν. Γιατί το ζητούμενο είναι να ευτυχούν οι άνθρωποι κι όχι οι θεωρίες. Το ζητούμενο είναι να σώζεις αυτόν που αγαπάς, όχι να του δημιουργείς πληγές και εμμονές που θα τον βασανίζουν στην υπόλοιπη ζωή του. Και μετά όχι έρωτα πια. Μετά θα μπορούσαν να αγαπιούνται χωρίς τον πόθο. Γιατί θα μπορούσαν να τον διαχειριστούν, να τον κατευθύνουν σε άλλους, να ξεκολλήσουν από τις εμμονικές προσηλώσεις που δημιουργεί η στέρησή του. Όχι, δε φανταζόταν έναν κόσμο σε αέναη παρτούζα. Φανταζόταν έναν κόσμο ευγενικό, όμορφο όπως θα μπορούσε να είναι, όπως ακριβώς φανταζόταν εκείνη τη γυναίκα όπως θα μπορούσε να είναι. Σκέφτηκε τον Φρόιντ, τον εφηβικό πόθο να γαμήσεις τη μάνα σου και να σκοτώσεις τον πατέρα σου που τον είχε τραγουδήσει ο Μόρισον, σκέφτηκε τις απαγορεύσεις που η κάθε κοινωνία επιβάλει στα μέλη της τόσο έντεχνα, που μεγαλώνοντας να γίνονται δικές τους πεποιθήσεις. Σκέφτηκε πως δεκάδες κοινωνίες στο παρελθόν λειτουργούσαν διαφορετικά, πως η αιμομιξία δεν ήταν παντού ένα ταμπού, πως το να παντρεύεται κάποιος περισσότερες γυναίκες ταυτόχρονα ήταν κανόνας, ότι σε μερικές κοινωνίες το ίδιο μπορούσαν να κάνουν και οι γυναίκες, πως η παιδεραστία στην αρχαιότητα είχε παιδευτικό σκοπό, ήταν μια διαδικασία καθαρά ερωτική και αγνή, καθαγιασμένη από την ίδια την κοινωνία, κι έτσι όχι μόνο δεν ήταν έγκλημα αλλά με αυτό τον τρόπο τα νέα αγόρια και κορίτσια έμπαιναν για τα καλά στην ενηλικίωση με έναν μέντορα. Ποιός αρχαίος Έλληνας θα μπορούσε να βιάσει ένα παιδί όπως το κάνουν τώρα τα κτήνη; Ποιός σύζυγος δυο και τριών γυναικών θα είχε διάθεση και για άλλη; Ποια γυναίκα ελεύθερη να διατεθεί εκεί που θέλει θα χρησιμοποιούσε την ελευθερία της αν ήταν ερωτευμένη; Ποιά κόρη που έχει λύσει το οιδιπόδειο με τον πατέρα της θα πέσει στα νύχια ενός άντρα κανίβαλου; Και, σκέφτηκε πικρά ο άντρας, ποιά αδέρφια θα έγδερναν ο ένας την ψυχή του άλλου; Κοίταξε τη γυναίκα απέναντί του. Δεν είχε αλλάξει στάση, καθόταν εκεί σαν πάνινη κούκλα. -Θέλω να σου πω, μίλησε σχεδόν ψιθυριστά, ότι από τη στιγμή που κλείδωσε η πόρτα πίσω μας, ό,τι κι αν συμβεί τις επόμενες ώρες εγώ θα τηρήσω τον όρκο μου και κατόπιν θα εξαφανιστώ. Είναι στο χέρι μας να λυτρωθούμε ή να σφραγίσουμε για πάντα τις πληγές. Θέλω να αγκαλιαστούμε. Σιωπή. Καμιά κίνηση. Του φάνηκε πως εκείνη δάκρυζε. Αλλά δεν έκανε κίνηση προς το μέρος του. Δεν ήθελε να πάρει πρωτοβουλία για να μη την πιέσει, αλλά δεν άντεξε και της χάιδεψε απαλά την πλάτη. Τόσο απαλά που σχεδόν δεν την άγγιζε. -Συγχώρα με…ψέλισε. Κάναμε κι οι δυό μας τεράστια λάθη. Δεν έχει σημασία πια, τα δικά μου ήταν τα μεγαλύτερα, όμως πιστεύω πως μέσα σου το ξέρεις πως δεν είμαι το κτήνος που… ξέρεις…είμαι άθλιος στο ρόλο της γκόμενας κι είσαι άθλια στο ρόλο του άντρα… σ’αγάπησα…ξέρω πως δε μας επιτρέπεται αυτό…θέλω να τελειώσει πια, δεν αντέχω άλλο…θέλω τη δύναμη να το τελειώσουμε οριστικά…να είμαι πια μόνο επιλογή σου, αν τυχόν…δεν το αντεχω να με φοβάσαι…οι άλλοι…ναι… Όσοι έχουν δει έναν άντρα να καταρρέει ξέρουν πως είναι από τα αθλιότερα θεάματα του κόσμου. Σιγά-σιγά, καθώς μιλούσε, ένοιωσε να μπαίνει σε ένα τούνελ, το φως στο δωμάτιο μειώθηκε, σε λίγο δεν έβλεπε πια, τα δάκρυα ανάβλυσαν από μέσα του αθέλητα και δεν είχε πια σημασία τι έλεγε, μιλούσε, όχι, ψιθύριζε χωρίς να καταλαβαίνει, μάλλον ασυνάρτητα πράγματα, ώσπου, με εκείνη πάντοτε ακίνητη δίπλα του, ανήμπορη να τον κοιτάξει στα μάτια ή έστω να του δώσει το χέρι της, δεν έβγαιναν πια καθόλου οι λέξεις, τότε την άφησε, κατακρημνίστηκε στην άλλη μεριά του κρεβατιού, ασυναίσθητα τυλίχτηκε σε στάση εμβρυακή κι ανήμπορος να σταματήσει, ανήμπορος πια να ελέγξει οτιδήποτε, αφέθηκε στο σκάψιμο των λυγμών, ένοιωθε μια αξίνα να σκάβει το στομάχι και το στέρνο του, να αναμοχλεύει τις λάσπες και τα σκουλήκια της ψυχής του, ένα εμβρυουλκό δακρύων να γδέρνει το λαιμό του, ένιωσε το μαξιλάρι να μουσκεύει, τους σπασμούς σαν επιληπτική κρίση να τον τσακίζουν, τη θερμοκρασία του να ανεβαίνει με άλμα, τα κόκαλά του να τρίζουν, στο κεφάλι του να μπήγονται πυρωμένα καρφιά, τη μύτη του να γεμίζει μύξες και να μπουκώνει, την ανάσα του να μη μπορεί να του γεμίσει τα πνευμόνια, τα μάτια του γύρισαν ανάποδα κι είπε μέσα του τώρα τελειώνει ο κόσμος, αυτός είναι ο τελευταίος σπασμός και παραδόθηκε στην απελπισία μισολιποθυμώντας. Ξαφνικά βρέθηκε με δεκάδες μέτρα χαρτί τουαλέτας γύρω του, δεν καταλάβαινε πως και ποιός του σκούπιζε τα μάτια, δεν καταλάβαινε πια πολλά, σε ονειρική κατάσταση όμως την ένοιωσε να έχει ξαπλώσει πίσω του, να του φιλάει τα μαλλιά και να τον αγκαλιάζει, την ένοιωσε κι αυτήν υγρή από τα κλάματα, την άκουγε κάτι να του λέει αλλά ακόμα δεν καταλάβαινε τι, βρισκόταν στα πρόθυρα της αναχώρησης, η ακοή του πάσχιζε, «αχ βρε Νικήτα…αχ βρε Νικήτα» του έλεγε εκείνη και τον αγκάλιαζε και τον χάιδευε, κι έκλαιγαν κι οι δυο τυλιγμένοι στο χαρτί τουαλέτας σα νάταν σεντόνι, ξαπλωμένοι με τα παπούτσια και τα ρούχα, ενώ απέξω άρχιζαν να ακούγονται οι ήχοι του διπλανού ζευγαριού, ήχοι μιας άλλης μανίας, ερωτικές βρισιές, ένρινα και χειλικά, ακουγόταν το σάλιο από δίπλα κι εκεί μέσα ακουγόταν το ρούφηγμα της μύξας, τόσο ειρωνική είναι η ζωή. Ναι, το τρίτο πρόσωπο με βοηθάει νομίζω. Με αποστασιοποιεί κάπως. Αν προσπαθούσα να σου περιγράψω σε πρώτο πρόσωπο αυτό το στιγμιότυπο της ζωής μας, δεν ξέρω αν θα το κατάφερνα. Προτού συνεχίσω λοιπόν –άσε με να κάνω ένα διάλειμμα, δε μου είναι εύκολο να το θυμάμαι- σκέφτομαι ότι όποτε βρίσκω δυσκολία να σου μιλώ ευθέως, θα χρησιμοποιώ τέτοια σκαρφίσματα. Μην απορήσεις αν σε αναφέρω με άλλο όνομα, αν κι εμένα ακόμα με ονομάσω αλλιώς. Οι ετερώνυμοί μας θα μας φυλάξουν από τις κακοτοπιές της διήγησης ελπίζω. Ας συνεχίσω όμως. Γιατί τώρα ξεκινάει το παράλογο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
Nomad σε χαιρετω παλι εδω στο τεταρτο κεφαλαιο του Τρομωδους καθως ονοματιζεις παραληρηματος σου Δεν ξερω γαι τοντρομο αλλα μερα με τη μερα συνηθιζω το ρυθμοτ ου και μ αρεσει αν προσδοκω τη συνεχεια.Το θεαμα τουθ ανταρ που καταρρεει Για μενα ειναι απο τα πιο τρυφερα πραγμτα Οι ανδρεσ συχνα εγκλωβισμενοι στους ρολους μιας κοινωνιας που μοιραζει τα χαρτια για να αυτοεξυπηρετειται δεν επιτρεπει στον αντρα να καταρρευσει.Τον αντρα που αγαπησα πιο πολυ στη ζωη μου ηταν εκεινος που ειχε τη τολμη η την δυναμη που οι πιο πολλοι θα ονοματιζαν αδυναμια να τσαλακωσει τη δημοσια εικοαν του και να κλαψει.Μονο που εκει στα δακρυα ηθελαν να ηταν τα χεραι μου και στα δικα του χερια που εβρεχαν τα δακρυα.Τα δακρυα ειναι περιουσια υγρασια φροντιζουν την ευφορη γη της καρδαι ςνομιζω http://alwaysthesea.blogspot.com/2007/12/my-tears-will-find-their-way-to-sea.html και αλλα για τα δακρυα πιο παλια http://alwaysthesea.blogspot.com/2007/08/t.html κει κολλημενη με το τοπιο της υγρασιας..Να σαι καλα ΝΟΜΑΝΤ με τα ομορφα παραληρηματα και τις ρυθμικες μελωδιες τους,τα εχουμε αναγκη αγαοητε
5 pink flowers
γειά σου κι ευχαριστώ και πάλι, και απαντώ εδώ συνολικά. Για το όνομα ναι. Για τον άντρα που καταρρέει, για μένα δεν είναι τρυφερό αλλά θλιβερό. Ισως ως θέαμα να εμπεριέχει κάτι που ξυπνά σε μια γυναίκα μητρικά ένστικτα, όμως για τον ίδιον τον εκπεσόντα αποτελεί έναν μικρό θάνατο. ισως να εξαρτάται κι απ τη γυναίκα. Αν τον έσωζε, αν του φιλούσε τα δάκρυα, ίσως ο βάτραχος να γινόταν πριγκηπας. Αν τον πααρατηρεί ανήμπορη, δεν υπάρχει βαθύτερη λάσπη. Από την άλλη, όλα αυτά διαφέρουν στους ανθρώπους κι επίσης θα ήθελα να θυμίσω πως, παρότι δεν υπάρχει Μποβαρύ χωρίς λίγο Φλωμπέρ μέσα της, έτσι κι οι ιστορίες εδώ αποτελούν προιόντα μυθοπλασίας. Οσο για την υγρασία...δεν ξέρω...φαντάζομαι έναν κόσμο με ήλιο... Θαθελα περισσότερο να ζω στο καλοκαίρι. Κι αυτός ποτίζει την καρδιά, κι ο ήλιος. Πιο γλυκά. Σε κάνει να θες να ζεις, όχι να γράφεις.
:)
για το ονομα ναι ...θυμηθηκα κατι απο το 2005..θα στο πω καποια στιγμη..ειχε κι ενδιαμεσους..τι κυκλους κανει η ζωη..εστω..Για τον αντρα που καταρρεει λεω καλο ειναι να το επιτρεπει στον εαυτο του αλλα εννοειται εκει η γυναικα πρεπει να πιει τα δακρυα τους να να τα αναζητησει παντου να νοιωσει τη γευση τους να χαιδεψει να χαιδεψει να χαειδεψει και εκεινος να αφεθει να χαιδευτει Για αυτη την υγρασαι μιλαω των δακρυων Κατα τα αλλα η ζωη Το μονο που για μενα την καθιστα επειγουσα ειναι ο Ηλιος
Σημερα εχει εναν απο αυτους τους ηλιους και κανω μονο ηλιοθεραπεια...αντε και λιγο διαβασμα..αντε μπηκε και λιγο στο ιντερνετ..αλλα παλι προς τον ηλιο τραβω τωρα για ωρες εκει οσο ειναι εκεινος εκει κι εγω Μονο το καλοκαιρι Παντα κανω ενα καλοκαρι μες το χειμωνα Τυχη αγαθη μου εδωσε μια ηλιολουστη δουελια μες το χειμωνα Και αυτη η ζαβολια μου αρεσει.Κια τα πιο προσφατα ποστ πολυ καλα και προκαλουν γαι σχολια αλλα σημερα νικησε ο Ηλιος του παραδιδομαι..
Νομίζω ότι η παράδοση στον ήλιο είναι μια καλή παράδοση, τίμια.
:)
Οσο για τη γυναίκα που θα πιει τα δάκρυα, δεν έχω σχόλιο.
Καλημέρα.
Δημοσίευση σχολίου