Αφού το πιστεύω πως η ζωή βιώνεται προς τα εμπρός αλλά κατανοείται κοιτώντας προς τα πίσω, θα ξεκινήσω ανάποδα. Θα προσπαθήσω να περιγράψω πρώτα το τέλος, εκείνη την τελευταία μας συνάντηση, που μετά από αυτήν τίποτα δεν ήταν πια ίδιο. Θυμάμαι σε πήρα τηλέφωνο όταν έφτασα στο καφέ Φρενχόφερ. Ηταν απέναντι από την μισογκρεμισμένη εκκλησία, στο κέντρο, στην αρχή της Κούνταμ. Την κοιτούσα και, παρότι την είχα δει πολλές φορές, αντιλαμβανόμουν τώρα καλύτερα τη δύναμη των ερειπίων. Οι Γερμανοί, αναστηλώνοντας την δεν την ξανάφτιαξαν όπως ήταν πριν βομβαρδιστεί το Βερολίνο αλλά την άφησαν έτσι, ξεκοιλιασμένη, με τον τρούλο τρύπιο όπως ένα κεφάλι πυροβολημένο, ζωντανό μνημείο της καταστροφής. Η σύλληψη είναι μεγαλοφυής. Αυτή η εκκλησία μυρίζει όλη τη φρίκη του θεού, φωτοβολεί το σκοτάδι του κόσμου και σκιάζει την αλήθεια του. Σα μια κέρινη κούκλα που παριστάνει έναν άνθρωπο καμμένο. Οπως εμείς. Την κοιτούσα και σε περίμενα. Είχαμε μπροστά μας μόλις λίγες ώρες, η πτήση της επιστροφής μου ήταν κιόλας κλεισμένη για το ίδιο βράδι. Θα ξεκαθαρίζαμε το λογαριασμό μας. Αυτή τη στιγμή την περίμενα δυό ολόκληρα χρόνια. Τη στιγμή που θα ερχόσουν, θα πηγαίναμε στο ίδιο εκείνο ξενοδοχείο της Λούτζοπλατζ και θα έκλεινε πίσω μας η πόρτα για τελευταία φορά. Πίστευα πως η ανάμνηση και μόνο των εκατοντάδων στιγμών λατρείας που είχαμε διανύσει εκεί μέσα θα αρκούσε να σε μαλακώσει. Πως αυτά τα δυό χρόνια της φρίκης δε θα μπορούσαν να τις επισκιάσουν. Πως με κάποιον μυστικιστικό τρόπο, θα ξυπνούσε μέσα μας ξανά η γλύκα και πως θα ακολουθούσε ένα ξέσπασμα που θα εκτονωνόταν στον τελευταίο μας έρωτα. Αυτό ήλπιζα. Και ήμουν έτοιμος, αυτή τη φορά, να τηρήσω τον όρκο μου και να εξαφανιστώ κατόπιν από τη ζωή σου για πάντα ή μέχρι να θελήσεις εσύ να με ξανανταμώσεις, να σε αφήσω απερίσπαστη να χαρείς τον καινούργιο σου σύντροφο, τη νέα σου ζωή, να γυρίσω στην πατρίδα και να ξεχάσω το Βερολίνο, να μην υπαρχει πια για μένα Γερμανία, να μην υπάρχει ο τόπος σου, μονάχα η απουσία σου να ορίζει τα σύνορα της ψυχής μου. Προετοιμαζόμουν όλον αυτόν τον καιρό για τούτη τη στιγμή της εξιλέωσης, της διπλής μας λύτρωσης, της στιγμής που θα με έβλεπες σαν άνθρωπο ξανά και θα με αγκάλιαζες, σαν άνθρωπο που κάποτε αγάπησες αυθεντικά, με την επίγνωση των περιορισμών και του ανέφικτου που συνεπαγόταν η παράδοσή σου. Είχα χαθεί στις σκέψεις μου, όταν σε είδα να περνάς τρέχοντας το δρόμο προς το μέρος μου. Παραλίγο να σε χτυπήσει ένα ποδήλατο-ταξί. Ο ποδηλάτης σου χαμογέλασε, δεν είδα το πρόσωπό σου αν ανταπέδωσε, και συνέχισες. Σαν σε αργή κίνηση σε κοιτούσα να κατευθύνεσαι προς την είσοδο του καφέ. Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που απέμεναν ώσπου να βρεθείς μπροστά μου, θυμήθηκα την προηγούμενη συνάντησή μας. Τη συμφωνία που είχαμε κάνει. Εκείνη τη θλιβερή συμφωνία, απότοκη του ξαπλώματος του έρωτα στο κρεβάτι του Προκρούστη και του σταδιακού ακρωτηριασμού του. Θα σου τη θυμίσω μιλώντας σαν τρίτος, προσπαθώ να βγω από το κεφάλι μου και να μας δω σαν παρατηρητής, όσο μπορεί δηλαδή ο ξεκοιλιασμένος να παρατηρεί τα εντόσθιά του. Θυμάσαι; http://nomads-tales.blogspot.com/2008/01/blog-post_03.html
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου