Ζω, δηλαδή είμαι άλλος: Το διπλό όνειρο

Είμαι η Μπαζ. Είμαι σπουργίτι. Τσιμπολογάω και φεύγω. Ονειρεύομαι πως είμαι άνθρωπος. Πως δεν θα πεθάνω στα κεραμίδια κάποιο πρωί με το κεφάλι τσακισμένο κατά λάθος στην ποντικοπαγίδα που έστησαν για έναν αρουραίο. Ονειρεύομαι πως κάτω από τον γαλάζιο ουρανό, αυτά τα μεγάλα πλάσματα ζουν άλλη μοίρα από τη δική μου. Θέλω να τη νοιώθω, να τη γεύομαι. Γίνομαι ένα από αυτά τα πλάσματα, αυτό που κάθεται μπροστά σε εκείνα τα διάφανα εμπόδια του ουρανού και με κοιτάζει. Κι αυτός έρχεται σε μένα. Μου φαίνεται παράξενο που εγώ θέλω να ονειρευτώ τη ζωή του ενώ εκείνος ποθεί να ζήσει τη δική μου. Τη φαντάζεται διαρκώς εναέρια, ηδονίζεται να νοιώθει τον αέρα στο πρόσωπο και την απεραντοσύνη του ουρανού. Τον φαντάζομαι να σπαρταράει με το λαιμό του πιασμένο στη φάκα μετά από κάποια γεμάτη φιλοσοφία βόλτα πάνω από την πόλη. Να τσακίζεται πέφτοντας με φόρα σε κάποιαν από αυτές τις πελώριες κρύες στήλες που αντανακλούν τον ήλιο, σαν ετούτες πίσω από τις οποίες κάθεται. Να κοκαλώνει θαμμένος στο χιόνι. Είναι αστείο. Όσο αστείο θα ήταν να πέθαινα εγώ εκεί μέσα, πάνω από το φωτεινό αντικείμενο προς το οποίο στρέφεται όταν δεν με κοιτάει. Όχι, μου αρκεί να κλείσω τα μάτια και να αφεθώ μέσα του για λίγο μόνο, προτιμότερο να προσέχω τις ποντικοπαγίδες. Η διαφορά μας τότε θα είναι ότι αυτός θα πεθάνει κάτω από τα κεραμίδια κι εγώ από πάνω. Και πως αυτός δεν ξέρει πως να ονειρεύεται. Όσο το σκέφτομαι, τόσο πιο ειρωνικό το βρίσκω. Εμείς που μπορούμε να εκτιμήσουμε την τέχνη του ονείρου δεχόμαστε όλο και πιο σπάνια τις επισκέψεις των διάφανων ενώ εκείνοι που δεν ξέρουν να εκτιμήσουν την τύφλα τους, ονειρεύονται καθημερινά. Και το πρωί συνήθως το ξεχνάνε! Είναι, μας λένε συνωμοτικά οι διάφανοι, «ο τρόπος τους να πετάνε». Ψέματα λένε οι διάφανοι. Είμαι βέβαιος ότι στα φίδια θα λένε πως είναι «ο τρόπος τους να σέρνονται» Τα λένε αυτά για να δικαιολογήσουν την προτίμησή τους στους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα νομίζω πως απλά τους διασκεδάζει περισσότερο να κάνουν πλάκα με αυτά τα απροστάτευτα πλάσματα, το παραδέχονται οι περισσότεροι εξάλλου. Ετούτο απέναντι κλείνει σε λίγο τον κύκλο του. Είμαι μέσα του τώρα. Το διαισθάνεται και προσπαθεί να καταλάβει. Είναι απίστευτο το πόσο περίπλοκα σκέφτεται. Αυτό με τρελαίνει με τα όνειρα των ανθρώπων, η τροχιά της σκέψης τους. Θυμάμαι παλιότερα, είχα νοιώσει την καθαρή ηδονή μιας λέαινας τη στιγμή που σκότωνε ένα μικρό αγριογούρουνο. Το μυαλό της ποτίστηκε από απόλυτη χαρά ενώ ρουφούσε το ζεστό αίμα. Έχω νοιώσει το σκίρτημα της αγάπης του σκύλου, τις πολύπλοκες αντιδράσεις των δελφινιών και το ερωτικό κάλεσμα της γάτας. Έχω καταλάβει πολλές ψυχές που ονειρεύτηκα. Και αντίστοιχα, χιλιάδες διαφορετικά πλάσματα κατάλαβαν τη δική μου. Του ανθρώπου είναι βέβαια η πιο παράξενη, αλλά και η πιο απλή ταυτόχρονα. Το δράμα του είναι που δεν μπορεί κατανοήσει καμία διαφορετική ζωή και που ποτέ η σκέψη του δεν είναι ξεκάθαρη. Δεν γνωρίζει να οδηγάει τα όνειρα, δε μπορεί να υποτάξει και να καθοδηγήσει τους διάφανους όπως μπορούμε όλοι εμείς. Κι αυτός είναι ο λόγος που τον προτιμούν. Και ακόμα, μέσα στην απέραντη μοναξιά του είναι τόσο παράλογα κοινωνικό αυτό το πλάσμα που για κάθε του πράξη, σκέψη και κίνηση, υπολογίζει τις συνέπειες και τις αντιδράσεις των άλλων ανθρώπων, συνήθως πολλών άλλων ανθρώπων. Πολλές φορές το κάνει ακόμα κι όταν ονειρεύεται, χωρίς να το συνειδητοποιεί. Εγώ τσιμπολογάω και φεύγω. Η οικογένειά μου αριθμεί χιλιάδες μέλη, αλλά δε βρισκόμαστε συχνά. Οι περισσότεροι πρέπει να έχουν πεθάνει. Η ζωή για μένα είναι ταχύτητα. Από παιδιά μαθαίνουμε να προλαβαίνουμε τα περιστέρια και να φυλαγόμαστε από τις ποντικοπαγίδες των κεραμιδιών. Οι πρόγονοί μας μάθαιναν να ξεγελάνε τα γεράκια, αλλά στην πόλη δεν υπάρχουν πια τέτοια πουλιά. Η ζωή για μένα είναι νομαδική και σύντομη. Απλά έτσι είναι. Γι αυτό μου αρέσει να ονειρεύομαι τις ζωές των άλλων. Αν οι φατρίες των λιονταριών, τα κοπάδια των δελφινιών και τα σμήνη των μελισσών με ταξίδεψαν σε άλλους κόσμους, η άγνοια ονείρων, ο διανοητικός λαβύρινθος και η εξωπραγματική κοινωνικότητα των ανθρώπων με έχει συνεπάρει. Έχω παρατηρήσει πως μερικοί, απέναντι σε αυτά τα παράδοξα της ύπαρξής τους αναπτύσσουν άρνηση και απομονώνονται. Ορισμένοι ξεσπάνε επάνω σε άλλους ανθρώπους και κάποιοι φτιάχνουν στο μυαλό τους ιστορίες. Οι διάφανοι τους κάνουν ό,τι θέλουν σε αυτό το θέμα. Κι εκείνοι τρελαίνονται με τις ιστορίες. Τις κρατάνε για τον εαυτό τους, τις πιστεύουν, τις διηγούνται, τις πραγματοποιούν, τις καταγράφουν σε φωτεινά πράγματα σαν κι εκείνο που κοιτάει ετούτος. Δεν έχει σημασία τι κάνουν κατόπιν με αυτές. Φτιάχνουν ιστορίες, αυτό έχει σημασία. Οι περισσότερες δεν είναι σπουδαίες. Άλλες είναι ασυνάρτητες. Κάποιες όμως είναι από αυτές που μου αρέσουν και τις χαίρομαι όταν τις συναντήσω. Καλές ή κακές, με αυτές τις ιστορίες πάντως εκείνοι τρέφουν την κοινωνία τους κι εμείς τα καλύτερα όνειρά μας. Επειδή μάλιστα δεν ξέρουν τι σημαίνουν οι ιστορίες, πολλές φορές νομίζουν ότι εξηγούν τις αποφάσεις της ζωής τους, αν δεν τις προκαλούνε κιόλας. Μου αρέσουν οι άνθρωποι. Η πολυπλοκότητα της σκέψης τους και ο παραλογισμός της ζωής τους είναι η καλύτερη απόλαυση για εμάς. Αυτός που μέσα του είμαι τώρα είναι τυπικό δείγμα. Υπάρχει όμως και κάτι ιδιαίτερο επάνω του. Δεν ξέρω, αλλά μάλλον έχει να κάνει με κάποιο ατύχημα. Δεν υπάρχει μια συνέχεια στις σκέψεις του, κάποιο αποτέλεσμα που ακολουθεί την αιτία, όπως σε άλλους. Νοιώθω πως κατά κάποιο τρόπο καταλαβαίνει πως τον ονειρεύομαι και με ονειρεύεται κι εκείνος. Δεν με ονειρεύεται απλά, θέλει να ζήσει τη ζωή μου, ίσως νομίζει πως τη ζει κιόλας. Νοιώθω ακόμα πως στο πίσω μέρος του μυαλού του συνειδητοποιεί πως μέσα μου φωτοβολούνε οι διάφανοι, ότι τους βλέπει. Αισθάνεται αλλά δεν ξέρει, καταλαβαίνει αλλά δε συνειδητοποιεί πως με ονειρεύεται. Πράγμα που δεν έχω συναντήσει σε άλλον άνθρωπο. Ίσως μπροστά στο τέλος αυτά τα πλάσματα να αντιλαμβάνονται τα όνειρα καλύτερα. Όταν πεθάνω θα’ θελα να γίνω σπουργίτι. Αυτό που με κοιτάζει τόση ώρα από το κλαδί απέναντι. Ένα τίποτα είναι το σπουργίτι. Άρα θα ξέρει να με οδηγήσει στο τίποτα. Είναι παράξενο που κάθεται ακόμα εκεί, συνήθως τα σπουργίτια δεν περιμένουν για πολύ σε ένα μέρος. Θα ήθελα να τσιμπολογάω και να φεύγω. Κάτι τέτοιο κάνω και τώρα εξάλλου. Πριν από λίγο έφυγαν. Η Αριάδνη σήμερα έφερε μαζί της και το γιατρό. Όχι αυτούς τους γιατρούς που με διαβεβαιώνουν πως «όλα καλά», τον δικό μου το γιατρό. Χάρηκα πολύ που τον είδα. Ο γιατρός είναι φίλος μου. Αγαπημένος φίλος. Απορώ που τον είχα ξεχάσει. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ήμουν βέβαιος πως είχε πεθάνει εδώ και πολύ καιρό. Πρόδρομος σε όλα του, από το όνομα μέχρι τον θάνατο. Μόλις τον είδα, στο μυαλό μου ήρθαν σκηνές από την κηδεία του. Θυμάμαι ότι ήταν άνοιξη κι ότι είχα συναντήσει εκεί τον Σωκράτη και τον Παναγιώτη, που είχα να τους δω πολλά χρόνια. Είδα και την Αλέκα, τη θυμόμουν κοριτσάκι και τότε είχε, νομίζω δυο είπε, παιδιά στο Λύκειο. Μια χαρά κρατιόνταν όλοι. Εκείνη τη στιγμή όμως τα έδιωξα αυτά από το μυαλό μου για να τον αγκαλιάσω. Ντράπηκα να του πω αμέσως πως ήταν πεθαμένος. Ο γιατρός είναι φίλος μου και τους φίλους μας τους αγαπάμε με τα ελαττώματά τους. Η Αριάδνη έστρωσε το τραπέζι και μας σερβίρισε. Για πρώτη φορά την είδα να μου γεμίζει το ποτήρι με κόκκινο κρασί. Και δεν μου έδωσε χάπια. Πριν καθίσουμε, ο γιατρός ζήτησε να με εξετάσει λίγο. Μου πήρε την πίεση και με ακροάστηκε, κοίταξε και τα μάτια μου. Μετά κάθισε να φάμε και σηκώσαμε τα ποτήρια. -Εις υγείαν, τους είπα. -Γειά σου παππούλη, είπε η Αριάδνη. Ήταν ομορφότερη από ποτέ. -Ε, καλά, εις υγείαν. Μακροπρόθεσμα πάντως είμαστε όλοι νεκροί, τοχει πει ο Κεινς, απάντησε ο γιατρός και τσουγκρίσαμε. Πάντοτε ο ίδιος, με τον χαρούμενο μηδενισμό του. Θυμόμουν που κάποτε τον είχα ρωτήσει γιατί να προσπαθούμε για οτιδήποτε στη ζωή, εφόσον τίποτα δεν έχει νόημα. «Μα, ακριβώς γι αυτό», μου είχε απαντήσει χαμογελώντας. "Αφου τίποτα δεν έχει νόημα από μόνο του, εναπόκειται σε εμάς να το δώσουμε" Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής. -Τι λες λοιπόν; με ρώτησε μετά από λίγο. -Τι λέω; τον ρώτησα κι εγώ. -Τι λες να γίνεις μετά; Κοίταξα την μικρή. Μου χαμογελούσε. Μετά… -Εσύ τι θα ήθελες να γίνεις μετά; της μετέφερα αμήχανα την ερώτηση. Υποψιαζόμουν τι εννοούσε, μα ήθελα να δω τι θα καταλάβαινε εκείνη. -Πυγολαμπίδα, είπε αμέσως. -Γιατί πυγολαμπίδα; -Μα γιατί βγάζει φωτιά από τον πισινό της τη νύχτα παππού! Ξέρεις πολλά πλάσματα που να μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο; είπε γελώντας. Η Αριάδνη μου… -Πρώτη φορά σε ακούω να μιλάς για το χρόνο με τέτοιο τρόπο, είπα στον γιατρό. Συνήθως λέξεις όπως «μετά» τις απέφευγες και δεν τις πίστευες… -Γιατί νομίζεις ότι τώρα τις πιστεύω; Αλλά αυτό, Νικήτα, δε σημαίνει τίποτα. Έτσι δεν είναι; Συνεπώς μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Αφοπλιστικός όπως πάντα. Αυτός ο άνθρωπος είναι το καλύτερό μου όνειρο. Με ταξιδεύει σε κόσμους που δεν είχα φανταστεί και μου δίνει να καταλάβω ανάγλυφα την αγωνία της ράτσας του. Αντί να ονειρεύεται όπως οι υπόλοιποι τα δικά του ζητήματα παραλλαγμένα από τους διάφανους, αυτός βλέπει όνειρα άλλων! Η αλήθεια είναι πως αυτά τα πλάσματα κουβαλούν μια πέτρα στις καρδιές τους. Γυρεύουν να αποδείξουν πως υπάρχει λόγος που έζησαν. Φαντασιώνονται πως ζουν ξένες ζωές και ορισμένοι μάλιστα τις ζούνε με τέτοιο τρόπο που δεν απέχει από πραγματικότητα εντός τους. Ζουν σα να ήταν άλλοι, αλλά δεν είχα ως τώρα δει κάποιον που να ονειρεύεται σαν άλλος. Για μένα η κατάσταση είναι διασκεδαστική μια που γνωρίζω πως νόημα υπάρχει στο ψίχουλο όπως υπάρχει και στο κρύο σίδερο της φάκας, αλλά είναι γνώρισμα τρέλας να αναρωτιέται κανείς για το νόημα στη ζωή του. Όλοι οι άνθρωποι σκέφτονται έτσι παράξενα, αλλά ετούτος είναι πραγματικά χαμένος σε λαβύρινθο. Γυρεύει, λέει, την πόρτα. Μονάχος του έχει δημιουργήσει τα τοιχώματα, τις εισόδους, τους διαδρόμους, ακόμα και ένα κορίτσι που το ονομάζει πλοηγό. Έχει δώσει ρόλους στα όνειρά του, έχει ζωγραφίσει τα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω του έτσι που να ταιριάζουν στις ιστορίες του. Έχει ιχνογραφήσει κόσμους που θα υπάρξουν, ή που υπήρξαν κάποτε απαρατήρητοι. Θεωρεί πως οι σκέψεις του είναι υπάρξεις, πως τα πράγματα δημιουργούνται με αυτές. Δημιουργεί ενώ πιστεύει πως η δημιουργία είναι άσκοπη και δεν αντιλαμβάνεται πως αν η λογική του επεκταθεί στον ίδιο τον εαυτό του, τότε και όλα όσα τριγυρνάνε στο μυαλό του είναι κατασκευές χωρίς σκοπό. Κι επειδή δεν το αντιλαμβάνεται, τους δίνει σκοπό. Να κάτι που μόνο οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν. Καταλαβαίνει πως πλησιάζει το τέλος του και επειδή δε βρίσκει το νόημα που γυρεύει, έχει επινοήσει τον ίδιο του τον εαυτό σε δεκάδες εκδοχές κι έχει δώσει ένα προσωπικό νόημα σε καθεμία. Δεν καταλαβαίνει τι ενώνει τα ονειρά του. Θα του το ψιθυρίσω, αν και κάθε ανθρωπος το ξέρει απο παιδί: έρως και θανατος κύριε, να από τι αποτελείται η σκέψη σου κι όλες οι ιστορίες που ονειρεύτηκες. Ενσαρκώνει τον πόνο που νοιώθει σε άλλα πρόσωπα. Προσωποποιεί τη λαγνεία του, πλάθει ιστορίες σαν να ήταν όλοι οι άλλοι αυτός, μιλάει για τον θάνατο τρίτων προσπαθώντας να εξηγήσει τον δικό του. Η αδυναμία του να θυμάται αυτά που σκέφτεται μετά από κάμποση ώρα, τον οδηγεί να ονειρεύεται ιστορίες διαφορετικές, αλλά μέσα σε ένα παράξενο κοινό πλαίσιο που φτιάχνει την ίδια εκείνη ώρα, αυτοσχεδιάζοντας. Η ενότητα των συνειρμών του έχει διαρραγεί και η άμυνά του στην αποσύνθεση της σκέψης που προηγείται αυτής που θα συμβεί σε λίγο στο σώμα του, είναι το όνειρο που βιώνει ξυπνητός. Όμως, παρότι μπορεί να δει τους διάφανους, δεν καταλαβαίνει πως ονειρεύεται–η μπορεί και να το καταλαβαίνει με έναν τρόπο ιδιαίτερο. Θεωρεί πως ο προορισμός του στη ζωή δεν αφορά το δικό του βίο, αλλά τον εντοπισμό των λεπτομερειών που πέρασαν απαρατήρητες ενώ είχαν σημασία, από τις ζωές δεκάδων διαφορετικών κι αταίριαστων πλασμάτων που ονειρεύεται. Νομίζει πως σκοπός της ζωής τους είναι να ξαναγεννηθούν σαν ιστορίες, ότι μέσα από αυτές θα ενωθεί κι εκείνος, που κρατάει το ρόλο του αφηγητή, με κάποιο συμπαντικό υπερ-πρόσωπο. Το οποίο επειδή δεν μπορεί να το προσδιορίσει σαν θεό μια που δεν πίστεψε σε θεούς, το αναλύει σε λόγο. Έχει ζωγραφίσει σαν βοηθό και οδηγό του σε αυτό το εγχείρημα μια νεαρή κοπέλα. Αυτή του δείχνει το δρόμο στις δαιδαλώδεις στοές των ιδεών του, γύρω της περιστρέφεται η σκέψη του κι όσα ονειρεύεται τα βλέπει ως παρακαταθήκη και κληρονομιά του προς εκείνη. Την ζωγραφίζει για να υπάρξει. Νοιώθω τον ερεθισμό της δημιουργίας που γεννάει η σκέψη στο υπογάστριό του, παράξενα ανακατεμένο με την τρυφερότητα των πατρικών συναισθημάτων. Θέλει να γεννήσει τον έρωτά του και να πεθάνει κοιτώντας τον. Πόσο μπερδεμένος είναι. Μα και πόσο γοητευτικοί οι κόσμοι που με ταξίδεψε με τα απίθανα διλήμματά τους. Είναι σίγουρος πως θα γίνει σπουργίτι σε λίγο, ενώ το ίδιο σίγουρος είναι πως δεν θα γίνει τίποτα γιατί δεν υπάρχει τίποτα να γίνει. Τον ζηλεύω αυτόν τον άνθρωπο. Όχι για τη ζωή που έζησε, αλλά γιατί η πέτρα που κουβαλάει δεν έχει εξοντώσει το μυαλό του, η επίγνωση του τίποτα δεν τον εμποδίζει να ονειρεύεται. Κι έτσι να γονιμοποιεί την ανυπαρξία. Θα του κάνω ένα δώρο για όσα μου έδειξε. Θα τον πάω μια βόλτα, να του δείξω κι εγώ το νόημα των πραγμάτων που δεν χρειάζονται νόημα για να υπάρξουν, ούτε για να μην υπάρχουν πια. Χαίρομαι που ήρθε να με πάρει. Το ζήλευα πάντα το σπουργίτι. Όχι μόνο για τη ζωή που ζει, αλλά γιατί θα τελειώσει πάνω στα κεραμίδια ενώ εγώ από κάτω τους. Δεν είναι ότι θέλω να πετάξω μαζί του κι από ψηλά να ατενίζω τα εγκόσμια, αυτός ο κοινότοπος ρομαντισμός ποτέ δε με συγκίνησε. Είναι που θέλω να τσιμπολογάω μαζί του και να φεύγω. Και είναι, βέβαια, η αδυναμία του να ζήσει αλλιώς και να πεθάνει διαφορετικά. Αδυναμία ή δύναμη; Το ίδιο κάνει νομίζω. -Τι λες λοιπόν; με ξαναρώτησε ο γιατρός. Αχ βρε γιατρέ, φαίνεται πως ο θάνατος επηρεάζει επίσης τη μνήμη. Γιατί θυμάμαι πολύ καλά πως αυτό το θέμα το είχαμε συζητήσει όταν ζούσες. Θυμάμαι που εσύ ήθελες να γίνεις χαμαιλέοντας, για να μπορείς όπως μου είπες να ακολουθείς τη γύρω σου φύση χωρίς την ενοχή που προσδίδουν οι άνθρωποι στην παραλλαγή. Και τότε στο είχα πει κι εγώ πως ήθελα να γίνω σπουργίτι. Ωστόσο του απάντησα και πάλι: -Λέω σπουργίτι. -Μάλιστα, είπε εκείνος. Είμαστε μια όμορφη παρέα που αποτελείται από ένα σπουργίτι, έναν χαμαιλέοντα και μια πυγολαμπίδα που ονειρεύονται πως είναι άνθρωποι. Είναι περιττό φαντάζομαι να σου υπενθυμίσω πως ποτέ δε μας ενόχλησε που ξέραμε ότι τα παραμύθια μας ήταν παραμύθια, έτσι; -Θυμάσαι λοιπόν… παρατήρησα. -Η επιλεκτική μνήμη είναι δικό σου χαρακτηριστικό και μάλιστα τελευταίας εσοδείας Νικήτα, είπε. -Τι σημαίνουν όλα αυτά Πρόδρομε; -Μα τι ανόητη ερώτηση! Προφανώς τίποτα! -Αυτά τα λέγαμε παιδιά. Τώρα πιστεύεις πως είχαμε δίκιο; Πιστεύεις στο τίποτα ακόμα; Κανένα νόημα δε βρίσκεις πουθενά; -Το νόημα… Η σημασία των πραγμάτων. Μοιάζεις με άλλον, μα είσαι ίδιος μέσα σου μωρέ Νικήτα, ίδιος όπως τότε, θυμάσαι; Τότε που καθόμασταν απέναντι καπνίζοντας και πίνοντας κι αναρωτιόμασταν ώρες ολόκληρες για τις σημασίες όσων ζούσαμε, ψάχναμε τις κρυμμένες τους αναλογίες. Τότε που βρίσκαμε τη μορφή πίσω από την εκδήλωσή της, την αιώνια μορφή πίσω από την στιγμιαία της υλοποίηση. Που κάναμε τον ανύπαρκτο θεό όχι μόνο να υπάρξει, αλλά να γελάσει μαζί μας που του ιστορούσαμε τα σχέδιά μας, Τα θυμάσαι; -Θυμάμαι γιατρέ. -Κι εγώ θυμάμαι. Η μνήμη Νικήτα, η μνήμη των πραγμάτων είναι η ουσία τους και το διαβατήριό τους στο χρόνο. -Αν είναι έτσι Πρόδρομε, εγώ έχω χάσει το διαβατήριό μου εδώ και κάμποσο καιρό. Δεν θυμάμαι τα καινούργια πράγματα. Δε θυμάμαι πως βρέθηκα εδώ πέρα και σε λίγο δε θα θυμάμαι ούτε αυτή μας την κουβέντα. Και το χειρότερο, νομίζω πως δε με θυμάται πια κανείς πέρα απο σας εδώ. Η Αριάδνη έπιασε τότε το χέρι μου και το κράτησε στα δικά της. Οι παλάμες της ήταν ζεστές και ελαφρά ιδρωμένες. -Όχι παππού, είπε. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η μνήμη σου δεν έχει χαθεί, είναι η συνέχειά της που έχει σπάσει. Αλλά σκέψου ποιά τύχη φέρνει στο μυαλό η κατάλυση αυτής της τυραννίας, η ρήξη της ενότητας του κόσμου και η αποσύνθεσή του σε κομμάτια άτακτα ριγμένα στις φουρτούνες της σκέψης. Αυτά τα κομμάτια μπορούν τώρα να ταιριάξουν ξανά με νέους τρόπους, τέτοιους που δεν θα σκεφτόταν κανείς αν η μνήμη επέμενε να αναζητά τις παλιές, γραμμικές τους συνδέσεις. Σκέψου πως τίποτα από όσα επλασες τις τελευταίες μέρες δεν θα είχε γεννηθεί, αν η ροή του συνειρμού σου ακολουθούσε τους κανόνες της συνέχειας, αν κάθε αιτία οδηγούσε σε κάποιο αυστηρά εξαρτημένο αποτέλεσμα. Τότε η αγωνία γι αυτό που θα κάνεις σε λίγο, δεν θα σε άφηναν να σκαλίσεις την πέτρα του τίποτα. Κανένα όνειρο δεν θα κατέγραφες στο τετραδιό σου, γιατι δε θα μπορούσες να βιώσεις την ιστορία των άλλων ενόσω η δική σου θα τελείωνε. Ούτε ο γιατρός θα ήταν τώρα εδώ, ούτε κι εμένα θα με είχες γεννήσει… -Αυτό που θα κάνω σε λίγο… Δεν θα σε είχα γεννήσει… Τι εννοείς; Ένοιωσα να ανατριχιάζω -Αυτό θα μου το μάθεις εσύ παππού. Τι εννοώ εσύ το ξέρεις καλύτερα. Εγώ είμαι εδώ για να σου δείξω το δρόμο, είπε και μου χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο. Ε λοιπόν, ιδού! Και μου έδειξε προς το παράθυρο, όπου το μετέωρο φως δυνάμωνε. Ο Πρόδρομος παρακολουθούσε βαριεστημένος. -Τι λες Νικήτα; Πάμε να παίξουμε με τα σπουργίτια, τις πυγολαμπίδες και τους χαμαιλέοντες που δεν υπάρχουν; Είδα πίσω του τα παράξενα φώτα να έχουν σχηματίσει κάτι σαν φωτεινή δίνη, σαν μια άσπρη τρύπα μπροστά στο παράθυρο. Το πελώριο πεύκο σα να σειόταν από έναν χρωματικό σεισμό σε τόνους του κίτρινου και του μπλέ. Κάτω στο δρόμο, ένας οδοκαθαριστής έσβησε το αποτσίγαρο κι άρχισε να μαζεύει τις πεσμένες πευκοβελόνες. Είναι, νομίζω, ο καιρός μου να αφήσω ήσυχους τους άλλους και να ξαναγίνω εγώ. -Άντε ρε δόκτορα, πάμε. Έχεις κανένα τσιγάρο για το δρόμο; Μου έκλεισε το μάτι με σημασία. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να φορέσω άνετα παπούτσια γιατί πάντα ο γιατρός περπατούσε πάρα πολύ. Γι αυτό και τον φώναζα πειραχτικά Ποδαρόδρομο. Σαν να κατάλαβε όμως τη σκέψη μου, είπε: -Αυτή τη φορά Νικήτα ο δρόμος θα μας πάει. Είμαι η Μπαζ. Μέσα μου αγωνίζονται οι διάφανοι κι εγώ τους κατευθύνω. Τους δίνω την ενέργεια κι εκείνοι δημιουργούνε όνειρα από το φως. Δεν θα μπορούσα να βιώσω τον άλλον χωρίς αυτούς, δε θα μπορούσα χωρίς τα όνειρα να νοιώσω λιοντάρι, δελφίνι, άνθρωπος. Σε λίγο ξέρω πως θα ξυπνήσω και θα γυρεύω πάλι να τσιμπολογήσω κάποιο ψίχουλο, να βρω υπόστεγο για να προφυλαχτώ από το χιόνι, να ετοιμάσω τη φωλιά για τα παιδιά μου. Σε αυτό το διάστημα έξω από το χρόνο, είμαι όλα τα πλάσματα που τις ψυχές τους μπόρεσα να καταλάβω, όλες οι ιστορίες που γράφτηκαν για να διασχίσω, σε κάθε εποχή. Είμαι αυτός εκεί ο άνθρωπος που έχει γείρει το κεφάλι πάνω στο θολό φως κι είμαι το ίδιο το φως που τον λούζει. Όταν ξυπνήσω οι διάφανοι θα αρχίσουν πάλι να διεκδικούν τη νίκη, να επιχειρηματολογούν για την απονομή της χάριτος στη δομή μιας ιστορίας με αρχή μέση και τέλος ή στο παράλογο και αποσπασματικό. Μα εγώ, και κάθε πλάσμα της ύλης εκτός από τους ανθρώπους, δεν δίνουμε σημασία στις αντιδικίες τους παρά χαιρόμαστε που τις έχουν. Γιατι μας κάνουν να καταλαβαίνουμε τους άλλους. Κι όσες ζωές κατάλαβες τόσες ζωές θα ζήσεις. Το ξέρουμε πως όσο και να τσακώνονται οι ονειρευτές, είναι ο αγώνας τους που φτιάχνει τα καλύτερα όνειρα. Εκείνοι, πέρα από τον χρόνο και την ύλη, είναι αιώνια παιδιά που παίζουν τα παιχνίδια τους μαζί μας. Προτιμάνε τους ανθρώπους γιατί δεν τους αντιστέκονται, γιατί ο λαβύρινθος του κεφαλιού τους δίνει στους διάφανους χιλιάδες μέρη να κρυφτούν και να τρομάξουν τους εξερευνητές των λαβυρίνθων. Εμένα όμως δεν με ξεγελούνε. Ξέρω πως όλα αυτά που ζω είναι όνειρα, πως δεν είμαι άνθρωπος ή πελαργός, αλλά μπορώ να κατανοήσω και τους δυό δια μέσου αυτής της διαδσικασίας. Ξέρω ότι σε λίγο θα επιστρέψω, θα ξυπνήσω, πως τίποτα από όσα έζησα δεν υπήρξε δικό μου. Όμως αισθάνομαι σαν όλα να τα έζησα πραγματικά εγώ, γιατί αυτό που αισθάνομαι είναι και το μόνο που πραγματικά υπάρχει για μένα. Κι επειδή το ξέρω, τα απολαμβάνω ακόμα περισσότερο. Σήμερα νοιώθω πως δεν θα επιστρέψω μόνη όπως τις άλλες φορές, νοιώθω μέσα μου το τρεμούλιασμα μιας ψυχής που ονειρευόταν, μα δεν το ήξερε. Ίσως η άγνοια της είναι που γεννάει το νόημα, αυτό που η δική μου γνώση εμποδίζει να καταλάβω. Ίσως έτσι να ορίζεται το παράλογο, μπορεί να είναι τέτοια η λογική του κόσμου. Χαίρομαι όμως που με συντροφεύει, χαίρομαι που της δίνω υπόσταση με το να σκέπτομαι πως είναι μέσα μου και την παρακινώ να με ταξιδεύει στα όνειρα άλλων. ~ Στο δέντρο είχαν τώρα συγκεντρωθεί πια τόσοι πολλοί διάφανοι που οι ρυθμιστές του καιρού δεν κατάφεραν να διατηρήσουν σταθερό το ηλεκτρικό πεδίο. Έτσι έφτιαξαν μια τοπική καταιγίδα για να ισορροπήσουν τη συγκεντρωμένη ενέργεια. Η Μπαζ ευχαρίστησε τον Άλανταρ και τον Πελίνο κι έφυγε γρήγορα να βρει κάποιο μέρος να προφυλαχτεί. Οι άνθρωποι από κάτω μπήκαν στα γρήγορα στα μαγαζιά, ο οδοκαθαριστής κρύφτηκε στην κόχη της εισόδου ενός δίπατου σπιτιού και τα τζιτζίκια πιάστηκαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν στο πεύκο να μην τα πάρει ο αέρας. Το χρώμα στο δέντρο ήταν λευκό, σημάδι έντονης διχογνωμίας. Ο Μπέλβερ, μετέωρος μπροστά από το πεύκο, φωτοβολούσε εκτυφλωτικά. -Λοιπόν, άκρη δε βγάζουμε έτσι και βαρέθηκα. Αποφασίστε οι δυό σας ποιος θα αναλάβει τα καθήκοντά μου. Φεύγω σήμερα κιόλας, είπε στους μονομάχους. Ο Άλανταρ κι ο Πελίνο κοιτάχτηκαν για λίγο και τελικά ξέσπασαν ταυτόχρονα στα γέλια. -Ε, τι γελάτε; ρώτησε ο Μπέλβερ. -Νομίζω πως η τοπική καθοδήγηση δεν έχει νόημα και άρα δε χρειάζεται αντικαταστάτης σου, είπε εύθυμα ο Πελίνο. -Εγώ βέβαια, νομίζω πως έχει, είπε ο Αλανταρ με κοροϊδευτικό τόνο. -Κατάλαβα…είπε ο Μπέλβερ. Προσέξτε μόνο μην τρελάνετε κανέναν μ’ αυτό τον τσακωμό σας. Ακολουθεί: Επίλογος

buzz it!

3 σχόλια:

Σελιτσάνος είπε...

Ούτε ένα λινκ;;;!!!
Ε τότε να σας δώσω εγώ ένα:

http://www.youtube.com/watch?v=H6_BWNzThJY&feature=related

Nomad είπε...

Σελιτσάνε,

ευχαριστώ και ανταποδίδω

http://s174.photobucket.com/albums/w112/mafaldaQ/?action=view&current=mafalda05.jpg


:)))))))))))))))))))))))))))

Βάσκες είπε...

Το βάθος είναι βαρύ.

Το βάρος είναι βαθύ.

Δεν αφήνει πολλά να ανέβουν και να βγουν στο φως.

Φοβάμαι.