Τα ανοιχτά πόδια 5

Τα μάτια μου θόλωναν κι ο ιδρώτας εξακολουθούσε να ρέει στο σώμα και στο πρόσωπο καθώς προχωρούσα, με όση ταχύτητα μπορούσαν να καταφέρουν τα καταγδαρμένα και κουρασμένα μου πόδια. Καταλαβαίνεις ότι δεν έβλεπα που πατούσα. Απλά κατευθυνόμουν προς τα εκεί που νόμιζα ότι ήταν το πλησιέστερο σημείο για να βουτήξω. Επιπλέον, παρά την ξαστεριά, η ασέληνη νύχτα δεν μου επέτρεπε να διακρίνω καλά τη διαδρομή που ακολουθούσα. Ετσι, όταν έφτασα στη μέση περίπου της απόστασης κι άκουγα πια καθαρά τον ελαφρύ κυματισμό, δεν είδα το σκοινί. Είχα φτάσει στο ύψος του λοφίσκου, σχεδόν μπροστά στην εκκλησιά. Λίγα μέτρα αριστερά μου, υπήρχε ένα μοναχικό δέντρο, τι άλλο, μια αγριελιά. Το σχοινί, τεντωμένο κάπου 20 πόντους πάνω από το έδαφος, πρέπει να ήταν δεμένο πάνω της απο την μια πλευρά, κι από την άλλη σε κάποιο σημείο της μικρής εκκλησίας, σε απόσταση μικρότερη από 50-60 μέτρα δεξιά μου. Όπως βάδιζα γρήγορα, σκόνταψα πάνω του με φόρα και σωριάστηκα φαρδύς πλατύς με τα μούτρα στο χώμα. Την ίδια στιγμή, ένας δαιμονισμένος θόρυβος από δεκάδες κουδούνες που ήταν δεμένες επάνω του τσάκισε την ησυχία της νύχτας. Ενέδρα στο πιο κατάλληλο σημείο. Ποιός ξέρει από πότε την είχαν στήσει. Αργότερα υπέθεσα ότι πρέπει να το είχαν κάνει προετοιμάζοντας την ανταρσία, ίσως γιατί το σημείο αυτό έδινε καλή πρόσβαση στη θάλασσα σε πιθανούς δραπέτες σαν κι εμένα. Ενώ έντρομος, τι λέω, πανικόβλητος πια προσπαθούσα να ξανασταθώ στα πόδια μου, η πόρτα της εκκλησίας άνοιξε με πάταγο και πετάχτηκαν έξω μπήγοντας κάτι άγριες φωνές στα ελληνικά τουλάχιστον δυό άντρες, ενώ η σκιά ενός τρίτου ξεχώρισε ξαφνικά από την αγριελιά κι άρχισε να τρέχει κατά πάνω μου. Αυτός ο άντρας ήταν πια τόσο κοντά μου, που ήταν αδύνατον να ξεφύγω τρέχοντας. Σχεδόν ασυνείδητα, γονατισμένος ακόμα στο έδαφος, τράβηξα το μαχαίρι από τη ζώνη μου. Η σκοτεινή του φιγούρα, πελώρια και ξεκάθαρα απειλητική, με είχε πια φτάσει στα 2-3 μέτρα. Τον άκουσα να ουρλιάζει με μια τρομαχτική, εκκωφαντική κραυγή και, ταυτόχρονα, με μια παράξενη χορευτική αλλά εντελώς αρσενική κίνηση, διέκρινα τη σκιά του να ξεθηκαρώνει το γιαταγάνι καθώς ερχόταν με όλη του τη φόρα προς τα επάνω μου, έτοιμος να μου πάρει με μια περιστροφική κίνηση το κεφάλι. Ο ήχος που κάνουν αυτά τα σπαθιά όταν βγαίνουν από το θηκάρι τους είναι ο πιο ανατριχιστικός από τους ήχους του θανάτου, ένα παρατεταμένο σούρσιμο μέταλλου πάνω σε μέταλλο, μια χροιά που αν την ακούσεις μια φορά, θα τη θυμάσαι σίγουρα σε όλη σου τη ζωή αφού πιθανότατα δε θα διαρκέσει περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα ακόμα. Με αυτό τον ήχο θα διαβείς το κατώφλι του άλλου κόσμου. »Οσα ακολούθησαν, συνέβησαν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα που για μένα όμως χαράχτηκαν για πάντα στη μνήμη μου ανεξίτηλα, λες κι ο χρόνος είχε ξαφνικά φρενάρει κι όλα συνέβαιναν σε αργή κίνηση. Δεν ξέρω με ποιά δύναμη σταλμένη από που, κινήθηκα ενστικτωδώς όπως κινήθηκα, κι εκείνη τη στιγμή αντί να παραδοθώ στη μοίρα μου, συσπειρώθηκα. Οπως ήμουν γονατισμένος ακόμα με το αριστερό μου πόδι έδωσα ώθηση με το άλλο για να τινάξω το σώμα μου μπροστά, προς την κατεύθυνση της σκιάς που ερχόταν. Ταυτόχρονα τέντωσα το οπλισμένο μου χέρι προς τα επάνω κι έσκυψα το κεφάλι όσο μπορούσα, χώνοντάς το στους ώμους μου και γέρνοντας ολόκληρος προς τ’ αριστερά. Ενοιωσα τότε το τεράστιο σώμα του άντρα που ερχόταν με φόρα να πέφτει επάνω μου, μύρισα την τραχειά οσμή του ξυνισμένου ιδρώτα του κι άκουσα το σκίσιμο του αέρα από το σπαθί που κατέβαινε με ορμή σφαίρας ξυστά πλάι στο δεξί μου αυτί. Με τη φόρα που είχε έπεσε πάνω στο μαχαίρι μου, κι αυτό χώθηκε ολάκερο στα σπλάχνα του, ανάμεσα στα κόκκαλα, ακριβώς στο κέντρο του θώρακα, ως τη λαβή. Το αίμα του τινάχτηκε αχνιστό στο πρόσωπο και στο τεντωμένο ακόμα χέρι μου, που λες και λειτουργούσε ανεξάρτητα από τη θέλησή μου, αρνιόταν να αφήσει το μαχαίρι, ώσπου το βάρος του σώματος που έπεφτε προς τα δεξιά με ανάγκασε να το αφήσω για να μη με παρασύρει στην πτώση. Ενώ τρεκλίζοντας στεκόμουν επιτέλους όρθιος, πρόλαβα να διακρίνω το λευκό των έκπληκτων ματιών του σαν αναλαμπή στο μαύρο της νύχτας, καθώς εκείνος με μια πνιχτή κραυγή τσακιζόταν ακριβώς στο σημείο όπου δευτερόλεπτα νωρίτερα είχα σωριαστεί. Λαχανιασμένος γύρισα προς την εκκλησιά και είδα, ανάμεσα στις σταγόνες του αίματος που έπεφταν πια στα μάτια μου, τις σκιές των άλλων στασιαστών. Δεν είχαν ξεθηκαρώσει ακόμα τα σπαθιά τους αλλά κράδαιναν αυτά τα μακρύκανα παλιά όπλα που τα λένε καρυοφίλια, κι έρχονταν με φούρια κατά πάνω μου έχοντας πια πλησιάσει πολύ κοντά. Τώρα ήμουν άοπλος. Χωρίς άλλη επιλογή, στράφηκα ξανά προς τη θάλασσα που πια δεν απείχε περισσότερο από 120 με 130 μέτρα και βάλθηκα να βγάλω φτερά στα καταγδαρμένα μου πόδια για να φτάσω πρώτος στο νερό. ‘Ετρεχα στα τυφλά με όλη μου τη δύναμη τσαλαπατώντας πάνω στους θάμνους και τις κοφτερές πέτρες, χωρίς να κοιτάζω πίσω. Αν πριν από μερικά λεπτά είχε περάσει από το μυαλό μου ότι θα αναγκαζόμουν να τρέξω έτσι στην άθλια κατάσταση που βρισκόμουν, θα είχα καθίσει να πεθάνω στη σκέψη και μόνο.Ομως αυτές οι σκέψεις που σου διηγούμαι τώρα, γεννήθηκαν εκ των υστέρων, η μάλλον τις συνειδητοποίησα κατόπιν.Εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει χρόνος για συλλογισμούς, παρά μονάχα για ένστικτο. Αν σκόνταφτα ξανά, άν έπεφτα, αν η εξάντληση με έκανε να κόψω ταχύτητα για να πάρω ανάσα και καθυστερούσα έστω κι ένα δευτερόλεπτο, ήξερα πως θα ήταν το τέλος μου. Οριστικά κι αμετάκλητα. Αλλά δεν έπεσα και δε σταμάτησα. Σαν σε όνειρο θυμάμαι τις άγριες φωνές τους, θυμάμαι τη στιγμή που τα πόδια μου πάτησαν επιτέλους στα χοντρά βότσαλα μιας παραλίας κι έπειτα την αίσθηση του σκοτεινού, παγωμένου νερού να ξυπνά όλο μου το πονεμένο σώμα. Τη στιγμή που η θάλασσα με αγκάλιαζε, ένοιωσα έναν οξύ πόνο στη δεξιά ωμοπλάτη και σχεδόν αμέσως άκουσα τον πυροβολισμό. Σαν τρελός προσπάθησα να κολυμπήσω όσο γρηγορότερα μπορούσα, να ξανοιχτώ, αλλά το δεξί μου χέρι άρχισε γρήγορα να μουδιάζει και να πονάει και δεν με υπάκουγε πια. Ευτυχώς είχα ήδη απομακρυνθεί κάμποσες δεκάδες μέτρα και για πρώτη μου φορά αισθάνθηκα πραγματική ευγνωμοσύνη για τον παππού σου, που από μικρό παιδί μου δίδαξε πως να χαίρομαι και να δαμάζω το νερό, προκαλώντας την απορία και τα γέλια των συγχωριανών μας που σπάνια έμπαιναν στη θάλασσα. Τότε πήρα βαθειά ανάσα και προσπάθησα να καταδυθώ για να γλιτώσω, αλλά το ίδιο κλάσμα δευτερολέπτου που σήκωνα τα πόδια προς τα επάνω κι έχωνα το κεφάλι στο νερό κάνοντας μακροβούτι, ένοιωσα και δεύτερο κάψιμο, αυτή τη φορά στον αριστερό γλουτό. Δεν άκουσα το δεύτερο πυροβολισμό γιατί τα αυτιά μου ήταν ήδη μέσα στο νερό. Με τις αισθήσεις μου να με εγκαταλείπουν, ένοιωσα πως το τέλος μου θα ερχόταν εκεί, στα αφιλόξενα αυτά νερά ενός μικροσκοπικού νησιού χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά απο την πατρίδα. Και για ποιόν λόγο; σκεφτηκα. Τι δουλειά είχαμε εμείς εδώ στην ανατολή; Η πατρίδα δεν είχε τα δικά της προβλήματα κι είχαμε έρθει να ανακατευτούμε στα ζητήματα αυτών των ανθρώπων; Η Αυτοκρατορία μας χρειαζόταν να περιλάβει κι ετούτα τα μικρονήσια στην άκρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας για να αισθάνεται κραταιή; Τίποτα δεν είχαμε διδαχτεί τελικα από την επανάσταση; Οπως κρατούσα ακόμα την ανάσα μου στο τελευταίο μακροβούτι της ζωής μου κι αναδυόμουν σιγά-σιγά προς τη σκοτεινή επιφάνεια του υγρού μου τάφου, όσο μακρύτερα μπορούσα από την ξηρά, ανοιξα τα μάτια κι αντίκρυσα προς τα επάνω μου ένα μικρό φωτεινό σημάδι να χορεύει παλλόμενο μέσα στο νερό. Βγαίνοντας στην επιφάνεια, πήρα ορμητική την τελευταία ανάσα και κατάλαβα ότι πίσω από το βράχο που αγωνιζόμουν να φτάσω, ξεπρόβαλε μόλις η λεπτή φλούδα της νέας σελήνης. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που θυμάμαι. Ένοιωσα ξαφνικά μια αναπάντεχη ζέστη, ένοιωσα το καυτό αίμα μου να κυλάει έξω απο το σώμα, να ανακατεύεται με το κρύο νερό και τις αισθήσεις μου να με εγκαταλείπουν. Στο βάθος, καμιά εκατοστή μέτρα πίσω στην ακτή που είχα μόλις αφήσει, οι Ελληνες όπλιζαν ξανά τα όπλα τους και φώναζαν απειλητικά, αλλά δεν έμπαιναν στο νερό. Ίσως γιατί δεν ήξεραν να κολυμπάνε, ίσως γιατί είχαν καταλάβει ότι τα βόλια τους με πέτυχαν και το θεωρούσαν περιττό. Κι εγώ που ήξερα να κολυμπάω τι είχα καταφέρει; Τι είχαμε όλοι εμείς εδώ πέρα κατορθώσει; αναρωτιόμουν τη στιγμή που οι αισθήσεις μου με εγκατέλειψαν πια οριστικά και παραδόθηκα, νοιώθοντας μια αλλόκοτη γλυκύτητα, στο μαυρισμένο κύμα.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: