Το σημάδι του Αβελ 25

Σκόρπιες σκηνές και εικόνες. Αυτό απομένει από τα χρόνια που πέρασαν, που ξοδέψαμε ματώνοντας ο ένας τον άλλον. Εικόνες και πόνος, σουβλιά στο στήθος. Εικόνες και λέξεις, πολλές λέξεις. Όπως εκείνες στα ποιήματά σου. Που μου τα έκρυβες… Στα ποιήματά σου λοιπόν εγώ έκανα ανατομία. Θα σου πω πως συνέβη. Όταν τα εντόπισα στο ιντερνέτ καφέ, την ίδια κιόλας ημέρα που μου αποκάλυψες ότι έγραφες ποίηση σε μια ιστοσελίδα χωρίς να μου πεις σε ποιά, έψαξα και σε βρήκα. Σε βρήκα χωρίς καμιά πληροφορία ανάμεσα σε εκατομμύρια ιστοσελίδες. Ούτε κι αυτό το εξέλαβες ως κάτι σημαντικό. Το υποβάθμισες, το θεώρησες εύκολο. Τα εκτύπωσα όλα. Δεν θυμάμαι πως πλήρωσα, πως βρήκα ταξί, πως κατέληξα στο ξενοδοχείο, μάζεψα τη βαλίτσα μου κι έφυγα για το αεροδρόμιο. Δε θυμάμαι πόση ώρα περίμενα, τι συνέβη στη διάρκεια της πτήσης, πότε φτάσαμε στην Αθήνα και πως κατέληξα στο μικρό γραφείο μου στο κέντρο. Πόσο αλάτι έχω χύσει για σένα… Ναι, το ίδιο εκείνο απόγευμα, σχεδόν 2 χρόνια από το τελευταίο μας ιδιωτικό αντάμωμα, πήρα την πτήση της επιστροφής κι ακύρωσα το ξενοδοχείο παρότι είχα προγραμματίσει να μείνω το βράδυ, με σκοπό να επιδιώξω να σε ξαναδώ την επομένη. Αλλά στη σκέψη πως βρισκόμουν τόσο κοντά σου χωρίς να έχω το δικαίωμα να σε αναζητήσω, και πως αν ήθελα να σε δω θα έπρεπε να παραβώ τον όρκο μου να μη σε ξαναπλησιάσω, τον όρκο που ουσιαστικά με υποχρέωσες να λάβω για να δεχθείς να μου μιλάς έστω στο τηλέφωνο, τρελαινόμουν. Είχαμε φτάσει στην εποχή που μου απαγόρευες να σε πλησιάζω, παρότι είχες ήδη χωρίσει. Τώρα πια δεν ήμουν η τύψη για την απιστία σου, αλλά ένας άνθρωπος που δεν ήθελες ανεξάρτητα από τον άντρα σου. Αν είχες να επιλέξεις ανάμεσα σε 100 άντρες, σίγουρα θα ήμουν ο τελευταίος. Είχα προβιβαστεί στο μίσος… Ήθελα να μη μπορώ να καταστρέψω ξανά όσα σου είπα, να μη μπορώ να ξεφτιλιστώ άλλο από την αδυναμία μου να ζήσω πολύ καιρό χωρίς να σε ακούσω, να μη σε πλησιάσω ακόμα κι αν οι σειρήνες με τρέλαιναν με το τραγούδι τους. Να σε αφήσω ήσυχη. Έπρεπε να εγκαταλείψω το Βερολίνο αμέσως. Μη με κακίσεις που δεν σε ειδοποίησα ότι θα έφευγα και δεν σε χαιρέτισα. Αν όμως σε έβλεπα εκείνη τη στιγμή και δεν με κοίταζες με την αγάπη που ποθούσα να εντοπίσω στο βλέμμα σου, έστω και μια υποψία της απαξίωσης αν διέκρινα μέσα σου, φοβάμαι δεν θα το άντεχα πια. Μπορούσα μόνο να επιστρέψω σπίτι και να χωθώ στις σκέψεις σου. Κατάφερα να μην χαθώ στις λέξεις σου μέσα στο αεροπλάνο, επιθυμούσα να τις αγκαλιάσω, να τις πιω αργά, πολύ αργά, να μεθύσω λέξη στη λέξη. Ναι, σου παραδόθηκα. Για μια ακόμα φορά. Έφτασα λοιπόν στο γραφείο μου αφού δεν ήθελα να μείνω σπίτι και η Αλεξάνδρα με νόμιζε στη Γερμανία και τα διάβασα πολλές φορές. Με έκοψε κρύος ιδρώτας. Ξενύχτησα με τις σελίδες στο χέρι. Τις μύριζα και τις χάιδευα. Το μικρό λυόμενο κρεβάτι μου έγινε χάρτινο καίκι που ιδιώτευε σε ανερυθρίαστα νερά. Σκεπάστηκα με σένα και κοιμήθηκα τα χαράματα αγκαλιά σου. Πρέπει να διάβασα 15 φορές το καθένα. Νομίζω πως τα θυμάμαι πια απέξω. Πόσο σε μίσησα! Τόσον καιρό μου έλεγες ψέματα. Τάχα εσύ δε μπορούσες να γράψεις, οι ιδέες σου ήταν μπερδεμένες σε ένα ντελίριο σφιχτοπλεγμένων κλωστών μέσα στο κεφάλι σου, η έκφρασή σου ήταν ασαφής, οι ιδέες σου του συρμού... Κατόπιν χώρισα τις φωτοτυπίες σε 4 τμήματα. Στο πρώτο, έβαλα όλα τα ποιήματα γενικού περιεχομένου. Στο δεύτερο όλα όσα εμφανώς έγραψες για τον Μάρτιν. Ναι, φαινόταν όλη η αγάπη και το αδιέξοδο της σχέσης, φαίνονταν οι παντόφλες, η ατολμία, ο πόνος, το αναπόφευκτο. Αλλά δε θα σου κάνω την κριτική μου στο ύφος. Στο 3ο τμήμα, άφησα όσα ποιήματα ήμουν απολύτως σίγουρος πως απευθύνονταν σε μένα. Δεν ήταν και λίγα. Βέβαια τα περισσότερα πικρά, όμως γέλασα όταν θυμήθηκα πόσο παιδικά με διαβεβαίωσες αργότερα, όταν έμαθες πως σε βρήκα, πως μονάχα ένα μου ανήκε. Μα πόσο κοριτσίστικος τρόπος! Εκείνη τη στιγμή με έσωζες, κατανοούσα πως τουλάχιστον πριν φτάσουμε στην τελευταία αναμέτρηση με αγαπούσες και πονούσες κι εσύ που πονούσα τόσο αλλά δεν μου το έδειχνες, ότι δε με λυπόσουν μονάχα όπως νόμιζα, ότι δεν είχα γίνει ακόμα το σκυλάκι σου. Κι εσύ είχες εκνευριστεί που τα είχα δει! Δεν ήθελες! Μου έκανες το μεγαλύτερο δώρο: με έκανες να σε ψάξω και να σε βρω. Με απάλλαξες από την καταστροφική αυτολύπηση δείχνοντάς μου πως τόσον καιρό με νοιάζεσαι και με πονάς, και μετά στεναχωρήθηκες ότι απέκτησα το πάνω χέρι; Επειδή το κατάλαβα; Ας μην ξεφεύγω όμως. Στο 4ο τμήμα, απόθεσα όσα ποιήματα ήταν εμφανώς ερωτικά, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω, με απόλυτο τρόπο όπως στα άλλα, σε ποιόν ανήκε η «πατρότητα». Κανένα από αυτά δεν ήταν του Μάρτιν, αυτό ήταν αρκετά πιθανό. Ήταν, όμως «δικά» μου; Η μανία σου να χρονολογείς τις γραφές σου, μου έδειχνε ότι στη διάρκεια του ίδιου διαστήματος που εμείς σκοτωνόμασταν και πυορροούσαμε, εσύ πονούσες, ζήλευες και σκεφτόσουν κάποιον άντρα που σίγουρα δεν ήταν ο Μάρτιν, αλλά ίσως να μην ήμουν ούτε εγώ. Τον σκεφτόσουν ακόμα και το Πάσχα, που πήγατε το ταξίδι στην Κορσική. Περνούσε σαν κομήτης από το μυαλό σου. Τον έβλεπες συνεχώς για μέρες στα όνειρά σου, να μιλάτε στο τηλέφωνο όπως κάναμε εμείς, να διακρίνεις από τον τόνο της φωνής του αν ήταν εκνευρισμένος ή γαλήνιος. Ήμουν, όμως, εγώ; Η ζούσα μια ακόμα φαντασιοπληξία; Πότε έλεγες αλήθεια; Τότε που διαβεβαίωνες πως δεν υπήρξα και τίποτα σπουδαίο τελικά ως εραστής στη ζωή σου ακόμα κι αν εξαιρούσες την ιδιάζουσα μορφή της σχέσης μας, ή τον εαυτό σου να δηλώνει στους άγνωστους ότι αγαπάει ακόμα κάποιον που αρνείται, με τα λόγια του; Μπορείς άραγε να καταλάβεις πως με έκανε να αισθάνομαι η 4η σειρά των ποιημάτων; Τι θα σήμαινε για μένα αν υπήρχε και τρίτο πρόσωπο στην ιστορία, ενόσω εγώ πάλευα να σε ξανακερδίσω κι εσύ με αρνιόσουν με όλη σου τη δύναμη; Πόσο χαμηλά αυτή η σκέψη με κατέβαζε; Αν τα πράγματα ήταν έτσι, τότε δεν διέφερες και τόσο από μένα. Ήσουν κι εσύ ένας άνθρωπος με πολλά πρόσωπα και μυστικά, μόνο που δεν ήθελες να το παραδεχτείς. Ναι, αν ήταν έτσι θα μπορούσα να συνεχίσω να σε αγαπάω ακόμα πιο αδερφικά από πριν, να νοιώθω την οικειότητα στον τρόπο της σκέψης σου. Γιατί δεν πίστευα πως, ακόμα κι αν υπήρχε τρίτος άνθρωπος, με χειρίστηκες όπως με χειρίστηκες με σκοπό να με καταστρέψεις. Πίστευα πως αντίθετα, το έκανες για να με προφυλάξεις από ακόμα μεγαλύτερο πόνο. Όμως κάτι μέσα μου, η ματαιοδοξία πιθανότατα, με έσπρωχνε να αποδεχθώ πως δεν υπήρχε τρίτος, και πως η 4η σειρά ποιημάτων έπρεπε να διαμοιραστεί στις άλλες δύο. Και κάποια να ενωθούν με την τρίτη, μου «ανήκαν» κι αυτά. Αναλογιζόμενος αυτή την περίπτωση, ανατρίχιασα. Γιατί τότε μεγάλο τμήμα από ποιητική σου συλλογή είχε ως κινητήρια δύναμη τη δική μου σκέψη. Και τόσον καιρό που τρώγαμε τις σάρκες έπαιζες τη σκληρή επειδή πίστευες πως έτσι θα ξεπερνούσα κάποτε την εμμονή μου, το πένθος μου. Παρίστανες την ασυγκίνητη ενώ μέσα σου πονούσες κι εσύ. Μα θέλω να σου τα πω στον ενεστώτα, σα να σε έχω απέναντι. Κι ας πέρασε ο καιρός. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να σε νοιώθω κοντά μου. Δεν είσαι βεβαία γι αυτό που κάνεις, στο λένε τα όνειρα και οι κομήτες. Γιατί δε μπορεί να είσαι τόσο τυφλή που να μην το καταλαβαίνεις αυτό που νοιώθεις, ενώ γράφεις αρκετά σου ποιήματα με το μυαλό σε μένα. Άρα το κατανοείς, μα το υποβαθμίζεις, εμμένεις στην τακτική σου πιστεύοντάς τη για σωστή, ενώ οι αισθήσεις σου ήδη σου πάνε κόντρα και σε βεβαιώνουν πως έχει δίκιο ο Σέξπιρ τελικά, κι υπάρχουν πολλά περισσότερα σ αυτόν τον ουρανό κι αυτή τη γη από όσα μπορούμε να προσεγγίσουμε με τη λογική. Γίνεσαι καρτεσιανή, και παρότι σε ένα σου ποίημα απορρίπτεις ευθέως τον μανιχαισμό, στην ουσία το κάνεις μόνο στα λόγια ενώ στη ζωή σου ακολουθείς αυτήν ακριβώς την λογική: δεν με δέχεσαι όπως είμαι, με τα καλά και τα κακά, σημαδεμένο απ το αίμα σου, μεταφυσικά δικό σου. Δεν προσπαθείς να με εντάξεις στο βαθμό που είναι εφικτό στη ζωή σου, να διαχειριστείς τα θέλω μου έτσι που να ταιριάζουν που και που με τα δικά σου, να αποδεχτείς πως δεν επιλέξαμε αυτό που μας συνέβη, αλλά τώρα επιλέγουμε πως θα χειριστούμε την πρόσκρουσή του επάνω μας. Με θες είτε υποταγμένο και φρόνιμο, είτε μακριά σου. Μέση λύση δε βλέπεις. Δε μπορώ να συνεχίσω να είμαι αυτός που είμαι αν είναι να βρισκόμαστε, λες. Πρέπει να χωρέσω στο κουτάκι, έτσι όπως το έχεις φανταστεί. Αρνείσαι να με βγάλεις από εκεί. Με αντιμετωπίζεις μονάχα σαν κάποιον είτε απόλυτα καλό, είτε απόλυτα κακό. Κι όμως, οι αποχρώσεις των σκιών μας έχουν ήδη σημαδέψει…

buzz it!

5 σχόλια:

Φαίδρα Φις είπε...

πο πο!
θυμός είναι ή μίσος όλο αυτό? μάλλον αγάπη δυνατή και βαθιά όσο και η πληγή που άφησε...
ίσως...
θα μπορούσα να σας παραπέμψω στο κομμάτι που παίζει στο blog μου "θάλασσα" του Cohen,μόνο και μόνο για να διαπιστώσετε πώς γίνεται και συμπίπτουν σκέψεις και σχέσεις ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους...
ωστόσο,μόλις τελείωσα την ανάγνωση μου ήρθαν στο μυαλό δύο αποσπάσματα,δεν ξέρω πώς,μη με ρωτήσετε γιατί...
"εγώ εννοώ ότι η σωστή αναλογία του ηρωισμού-όπως τον λες εσύ-είναι μισή αλήθεια και μισό ψέμα.Χωρισμένο ακριβώς στη μέση.Όλες οι υπόλοιπες πράξεις μας είναι νοθευμένες αναλογίες αυτών των στοιχείων..."
και το άλλο
"να γίνουν ξανά τα τραγούδια χωρίς λόγια,τα βιβλία λευκές σελίδες,οι βραδιές πηχτό σκοτάδι.Θά'θελα να ήμουν τυφλοπόντικας,μίσησα τον ήλιο,το φεγγάρι,τα λουλούδια,ό,τι μπορούσε να χαϊδέψει τις αισθήσεις και να βγάλει ομορφιά.Δεν την ήθελα πια την ομορφιά,δεν την θέλω και τώρα,με πονάει.Θέλω να ζήσω καταμεσής ενός δάσους καμένου,ν'ανοίγω τα μάτια και να περιστοιχίζομαι από γυμνούς κορμούς,μαύρο χρώμα και να ουρλιάζει ο αέρας.Ούτε τα πουλιά θέλω.Τα μισώ.Έμεινα με την ψυχολογία εκείνης της βραδιάς,με την καραμπίνα στο χέρι να σκοτώσω ό,τι γελάει,κινείται και είναι όμορφο..."

Nomad είπε...

Φαίδρα,

με συγκινείς...Συγνώμη, με συγκινείτε.
Μα... εχετε διαβάσει τις 25 συνεχειες τουτου του τέρατος; Φοβάμαι πως ίσως να σας διαφεύγει πως πρόκειται για μυθοπλασία.
:)
Παντως θα ηθελα κάποιοι ανθρωποι να διάβαζαν το σχόλιό σας, ειδικά την αρχή. Θα το ήθελα πολύ. Οσο για τον συνειρμό σας, τον κατανοώ νομίζω. Ειδικά εκεί που λετε πως ηθελε να μείνει με την ψυχολογία εκείνης της βραδιάς. Είναι πράγματι κάτι βραδιές απο τις οποίες δύσκολα ξημερώνεις...
Καλο σας βραδάκι.

Φαίδρα Φις είπε...

κι εσείς με συγκινείτε-ασφαλώς,αν το επιθυμείτε μιλάμε στον ενικό,τι σημασία έχουν οι τύποι...-με όσα γράφετε...
δεν θα με ενδιέφερε αν επρόκειτο είτε για βιωματική είτε για μυθοπλαστική γραφή.
δεν το υπολογίζω, ειδικά όταν η γραφή δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα οικεία-τουλάχιστον σε μένα-και μεταλλάσσεται, και προοδευτικά αποκαλύπτει μια "μυθοπλασία" που ενδίδει στην πραγματικότητα χωρίς δισταγμό...

σας χαιρετώ κι εγώ

Ο άλλος είπε...

Οι ιδέες αναπτύσσονται όταν υπάρχει ελευθερία και αρχίζουν να απειλούνται όταν ξαφνικά η κυβέρνηση έχει μια ιδέα για το τι είναι ελευθερία. Το διαδύκτιο δεν χρειάζεται ούτε μπάτσους, ούτε κουκουλοφόρους. Διαδώστε το

Βάσκες είπε...

Καλά κάνεις φαίδρα φις και δεν ενδιαφέρεσαι αν είναι μυθοπλαστική ή βιωματική γραφή.

Η διαχωριστική γραμμή είναι μεταξύ αλήθειας και φτήνιας.

Οι σκέψεις αυτού του τέρατος δεν είναι φτηνές...