«Αν θα μπορούσαμε να έχουμε διαπράξει δεινό τόσο κραταιό που ο κόσμος όλος να λιποταχτήσει από την Κόλαση και να την παραχωρήσουν μόνο σ’εμάς τους δύο...» Γουίλιαμ Φώκνερ, Η Βουή και η Μανία -Σχεδόν σε σιχαίνομαι πια, της είπε. Ο,τι δεν έπραξες από συμπόνοια θα το πράξεις τώρα από φόβο. Φοβάσαι μη σου κάνω κακό. Γι αυτό και μόνο δέχεσαι. Τόσα χρόνια σε παρακαλούσα. Επρεπε να φτάσουμε εδώ; -Κι αυτό δε σου λέει τίποτα; τον ρώτησε δακρυσμένη. Ηθελε να του τονίσει πόσο αδύνατον της ήταν πια να κάνουν έρωτα. Εστω για τελευταία φορά, όπως εκείνος ζητούσε για να «λυτρωθεί». Δεν τον πίστευε. Είχε να τον πιστέψει από τότε που αποφάσισε πως αρκετά μαζί του. Χρόνια ολόκληρα πια. Αλλά αυτός επέμενε! Χρόνια! Ολόκληρα! Πια! Του έλεγε, πράγματι. Δεν της είπε όμως τι. Θα το πει τώρα. Του έλεγε πως αυτός ο άνθρωπος που τόσο αγαπήθηκε, δεν ήταν παρά ένα ανθρωπάκι. Ενας φιλοτομάρης, που ο φόβος για τον εαυτό του, ο φόβος της μήπως η τρέλα του άλλου τον οδηγούσε πραγματικά στο έγκλημα, του επιτρέπει να πράξει αυτό που η συμπόνοια δεν ήταν αρκετή. Δεν σημαίνει τίποτα να θυσιάζεσαι για κάποιον που λατρεύεις. Απολύτως τίποτα, αυτό είναι αυτονόητο.Σημαίνει όμως πολλά να σώζεις κάποιον που δεν αγαπάς πια, όταν κατανοείς πως κινδυνεύει. Δεν τα είπε αυτά όμως. Αντίθετα, χαμήλωσε το βλέμμα και επανέλαβε μονότονα: -Σε αγάπησα... Είναι μερικά πράγματα στη ζωή που δε μπορώ να κάνω. Δε μπορώ να εγκαταλείψω ό,τι αγάπησα. Οσοι άνθρωποι έχω αγαπήσει βρίσκονται ακόμα στη ζωή μου. Ολοι όσοι ζουν. Καταλαβαίνεις; Ολοι. Ακόμα και η πρώην γυναίκα μου -Ομως εγώ θέλω να εγκαταλειφθώ. Θέλω να εξαφανιστείς από τη ζωή μου για πάντα. Κι αν σκοτωθείς εσύ θα φταίς, όχι εγώ. Εσύ το σκάρωσες όλο αυτό το παραμύθι. Δεν σέβεσαι το όχι του άλλου. Δεν σε αντέχω άλλο... Αν τα πράγματα ήταν όπως λες εσύ, τότε κάθε σχέση που διακόπτεται μονομερώς θα μείωνε τον πληθυσμό κατά έναν... Ολοι μου οι φίλοι μου λένε πως έχω δίκιο... Και δάκρυζε. Ο αντρας συνειδητοποίησε πως αν η γυναίκα απέναντί του μπορούσε να το κάνει χωρίς επιπτώσεις, πιθανότατα θα τον σκότωνε επι τόπου. Τον τσουβάλιαζε άνετα. Κι εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι, του έλεγε. Τη σπανιότητά του τη βίωνε τώρα εφιαλτικά. Την ίδια σπανιότητα που κάποτε αναγνώριζε και αγαπούσε, αυτήν τώρα τσουβάλιαζε. Η ίδια που τον είχε, κάποτε, αγαπήσει. Η ίδια που τον είχε εγκαταλείψει κατόπιν σε όλες ανεξαιρέτως τις κρίσεις που πέρασε. Η ίδια. Που η αγάπη της ανεβοκατέβαινε σαν την ουρά της αγελάδας από το άπειρο στο μηδέν και που όταν κάποτε του έλεγε «κι εγώ δεν ξέρω πόσο βαθύ είναι αυτό που νοιώθω για σένα», το εννοούσε. Δεν ήξερε πόσο ρηχό ήταν, κι ας το ονόμαζε έρωτα. Ναι, οι φίλοι της τη δικαίωναν, έχοντας ακούσει βέβαια μόνο τη δική της εκδοχή. Οι δικοί του φίλοι δεν τον δικαίωναν. Γιατί εκείνος φρόντιζε πάντα να τους εκθέτει και τη δική της εκδοχή. Η μήπως δεν ήταν πια η ίδια; Εσφιξε τα δόντια. -Εστω κι έτσι, θα έχουμε μια τελευταία ευκαιρία, της είπε. Είτε θα διασώσουμε τη μνήμη μας, είτε θα παραμείνουμε για πάντα η μεγαλύτερη πληγή ο ένας για τον άλλον. Δε νομίζω κανείς ποτέ να βρεθεί που θα μας πληγώσει περισσότερο. Αν όμως τα καταφέρουμε αυτή την τελευταία φορά, αν με πιστέψεις μια μοναδική φορά, θα λυτρωθούμε κι οι δυό. Δεν θα σου ξαναθέσω ποτέ το θέμα του έρωτα και της επαφής μας. Μετά απο αυτό είσαι ελεύθερη για όσο θες. Κι ας είναι για πάντα. Μόνο αν εσύ θελήσεις θα ξαναεπικοινωνήσουμε. Αλλά δώσε μου το χέρι σου, ασε με για τελευταία φορά να χωθώ στην αγκαλιά σου, παρε από μέσα μου τούτο το καρκίνωμα, βγες από μέσα μου αφού δε θες να μείνεις, γιατρεψέ με... -Δε μπορείς να τα έχεις όλα, είπε αυτή. Θα σου δοθώ γιατί πράγματι σε φοβάμαι, αλλά αυτό με ενοχλεί, με πονάει, με αηδιάζει, δε θέλω ούτε να σε βλέπω πόσο μάλλον να σε αγγίξω πια. Νοιώθω σα να πίνω μουρουνόλαδο. Είναι αδύνατον να σου δοθώ με την καρδιά μου, όπως ζητάς. Και απορώ πως εσύ επιμένεις να θες ερωτικά έναν άνθρωπο που λες πως σχεδόν σιχαίνεσαι. -Επειδή η τρέλα δεν με τύφλωσε –ακόμα- και ξέρω πως το σκουλήκι που αντικρύζω τώρα είναι σκουλήκι μόνο για μένα, ενώ για άλλους μπορεί να είναι ένας άγγελος. Ενω εσύ δε διαχωρίζεις τη φρίκη που εισπράττεις από μένα, δε βλέπεις τη γενικευμένη κρίση που διαβαίνω και πιστεύεις πως είμαι ενας φριχτός άνθρωπος γενικά, παρά την καλλιέργειά σου τυφλώνεσαι και επειδή η κατάσταση σε αφορά δε συνειδητοποιείς πως η μανία και η βουή πάνε πάντοτε αντάμα, πως ο τρόπος σου προκαλεί την εμμονή μου, πως η στάση σου απέναντί μου εκπληρώνει τις χειρότερες προφητείες σου, πως όταν μου είπες να περιμένω είχα ήδη δυό χρόνια αναμονής, πως... -Πάμε να φύγουμε, τον διέκοψε. Τα έχουμε ξαναπεί όλα αυτά. Δε θέλω να με ξαναενοχλήσεις μέχρι εκείνη τη σκατομέρα. Και μετά θέλω να εξαφανιστείς. Οτι με αγαπάς και με διεκδικείς δε μου λέει τίποτα. Είναι το άλλοθί σου να με τυρρανάς, να με πνίγεις. Δεν θα ξαναμιλήσουμε ποτέ μετά απο αυτό. Ακους; Ποτέ. Δε θα με ξαναπάρεις τηλέφωνο, δε θα μου γράψεις, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Θα χαθείς οριστικά. Δεν σε αντέχω άλλο. Ορκίσου το! Της το ορκίστηκε. Ξανά. Ο άντρας αυτός ήξερε εκείνη τη στιγμή, ψέμματα, ήξερε πολλές στιγμές πριν, πως είχε απωλέσει για πάντα τον ανδρισμό του γι αυτή τη γυναίκα. Πως οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί και πως εκείνη ήταν ο άντρας τώρα κι αυτός μια σαχλή γυναικούλα που κλαψούριζε. Πως δεν είχε τόση σημασία πως τελικά κατάφερνε, έστω με το φόβο, αυτό που τόσα χρόνια ποθούσε. Γιατί δεν το ποθούσε πια. Λίγη σημασία είχε πια γι αυτόν το δόσιμό της. Αλλά εκείνη δεν το ήξερε. Δεν θα της το έλεγε ποτέ. Αντίθετα, θα της έδινε την τελευταία ευκαιρία να μη γίνει ανθρωπάκι. Οταν θα έφταναν εκεί, δεν θα της έκανε έρωτα. Ηθελε μόνο να την αγκαλιάσει και να αφεθεί να κλάψει. Σαν σωστή σαχλή γυναικούλα που είχε γίνει. Αυτό σήμαινε για εκείνον ν αγαπάς. Να δίνεις ευκαιρίες, να μη φοβάσαι τον ξεπεσμό, να παραδίνεσαι. Σηκώθηκε, έσυρε την ξεφτίλα του στην έξοδο και την κοίταξε να φεύγει με τα δάκρυα ακόμα στα μάτια της. Μέσα του καταλάβαινε την αηδία της. Αλλά καταλάβαινε και κάτι ακόμα. Δεν είχε παίξει το παιχνίδι του φύλου και της υπεροχής. Είχε παραδοθεί. Είχε αφεθεί να ξεφτιλιστεί, παρότι γνώριζε στην εντέλεια τους κανόνες του παιχνιδιού. Η γυναίκα που έφευγε, δεν ήξερε πως αυτή η «σαχλή γυναικούλα» είχε να τον περιμένουν άλλες φίλες πρόθυμες και ευγενείς. Πως όσα έκανε δεν τα έκανε γιατί ήθελε απλά να γαμήσει. Για πρώτη φορά στη ζωή του είχε μαζί της νικήσει τον εγωισμό και το φύλο του. Εκείνη δεν θα καταλάβαινε ποτέ πως ήθελε το μουνί της επειδή ππεριβαλόταν από εκείνη, επειδή αγαπούσε την καρδιά της. Γιατί κάποτε είχε καρδιά για κείνον. Κι έτσι εκείνη κατέστρεφε το αντικείμενο της αγάπης του, την ίδια της την ψυχή, ενώ αυτός κατέστρεφε όλα τ' άλλα. Ιδού το κραταιό δεινό. Ναι, η Kόλαση τους ανήκε εξ ολοκλήρου εφόσον κανείς σοβαρός κολασμένος δε μπορεί να ανεχτεί τόση βλακεία.
Μόνοι, στην κόλαση
Αναρτήθηκε από Nomad at 3.1.08
Eνότητα: Ιστορίες που θαθελα ν αρέσουν σε ανθρώπους που ξέρω
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
«AΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΟΡΘΗ (η γνώμη του), ΚΡΙΘΗΚΕ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ»...
Αυτό έλεγε η κυβερνητική ανακοίνωση!!!
Στάλθηκε στο «ψυγείο» ο Δασάρχης της Πάρνηθας, όχι γιατί έκανε το άλφα ή βήτα σοβαρό σφάλμα στην άσκηση των καθηκόντων του (που ΔΕΝ είναι η κατάσβεση των πυρκαγιών, αυτή είχε υπαχθεί στο τότε Υπ. Δημ. ...Αταξίας, από το Υπ. Γεωργίας, που υπάγονται οι Δασικοί) αλλά γιατί είπε ότι κάποια τμήματα του δρυμού της Πάρνηθας ΔΕΝ θα αναζωογονηθούν, επειδή η καταστροφή ήταν πολύ μεγάλη, έφτασε στις ρίζες...
Και αυτό ήταν κακό για την κυβέρνηση. Και «τού 'κοψαν το κεφάλι». Σύνηθες θα πείτε... Ο παλιός Καραμανλής είχε πεί κάποτε ότι στην πολιτική υπάρχουν πράγματα που γίνονται και ΔΕΝ ΛΕΓΟΝΤΑΙ και άλλα που λέγονται και δεν γίνονται...
Ο νεώτερος Καραμανλής όμως, πιθανότατα λόγω της ουσιαστικής απουσίας «αξιωματικής» αντιπολίτευσης, έχει αποθρασυνθεί εντελώς και ωμά, ωμότατα, «είπε» στον Δασάρχη (και σε κάθε άλλον δημόσιο υπάλληλο):
Ξέρεις και κάνεις πολλά αλλά ΔΕΝ μάς βοηθάς να κοροϊδεύουμε τον κόσμο.
Άρα δεν μάς κάνεις, κάτσε στη γωνία.
Αυτό δεν σημαίνει το «απαράδεκτη επικοινωνιακά», δηλαδή προπαγανδιστικά , που λέγαμε παλιότερα (και ορθότερα και εντιμότερα...);;;
Διαφωνεί κανείς;;;
«Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους...».
Όχι για να υπερασπιστούμε τον συγκεκριμένο Δασάρχη απλώς, του οποίου ο υπογράφων κάν δεν συγκράτησε το όνομά του ακούγοντας στο ραδιόφωνο την ανακοίνωση, αλλά το δικαίωμα κάθε δημόσιου υπάλληλου, κάθε πολίτη να ΜΗΝ είναι φερέφωνο της κυβερνητικής προπαγάνδας.
Να δηλώσουμε την αντίθεσή μας σ' αυτή την ΩΜΗ φαυλότητα των κυβερνώντων, που τόσο "καλά" (και τόσο γρήγορα!!!) «αντέγραψαν» κάποιες, τις χειρότερες, πρακτικές, προηγούμενων...
Διότι ΔΕΝ υπάρχει μεγαλύτερη, τερατωδέστερη, φαυλότητα από την παραπάνω κυβερνητική ενέργεια και, ακόμα περισσότερο, την ΕΠΙΣΗΜΗ ανακοίνωσή της.
Τί τσιτουρίδηδες και μαγγίνες, τι βουλγαράκηδες, τί κουμπάροι και «δικά μας» πολυδωρικά παιδιά...
Εδώ είναι το ζουμί: Αυτοί που μάς κυβερνούν όχι μόνον κάνουν ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΕΝΤΙΜΕΣ πολιτικές (αλλά και κοινού ποινικού δικαίου κάποιοι...) ενέργειες, αλλά μάς λένε κι όλας ότι μάς θεωρούνε ΤΟΣΟ ΖΩΑ, ώστε να τις δηλώνουν δημόσια.
"Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους...». Πραγματικούς ή ...internet-ικούς, ή και τα δύο, καλλίτερα!
Αλλοιώς καθισμένοι σπιτάκι μας, ας αναφωνήσουμε, στεντορεία τη φωνή, ΤΟΙΟΥΤΟΣ ΕΠΡΕΠΕΝ ΗΜΙΝ ΑΡΧΙΕΡΕΥΣ !!!
Καλή Χρονιά!
3-1-08
Ν.Α. Λάμπης
Υ.Γ.
Εγώ άρχισα στέλνοντας το παρόν προς «πάντα» μπλογκίστα. Αν δεν διαφωνείτε, κάντε το ίδιο. Φάνηκε να πιάνει λίγο τόπο σε άλλες περιπτώσεις... κι όχι μόνον ...ιστότοπο.
ωραία ιστορία
σαν το σηριαλ του αντ1, με αντεστραμμενους τους ρόλους.
(αντιγραφέα)
Για την πρωταγωνίστριά σου διχάζομαι: ειτε ειναι μεγάλο ζώον, ειτε μεγάλη κότα. Ζώον και πάλι.
Όσο για τον πρωταγωνιστή, βγαλμένος απο ταινία του Δαλλιανίδη.
Συνεπώς, φίλε αγνωστε, είχε μαλλον δίκιο ο Γούντι Αλλεν όταν έλεγε πως η ζωή αντιγράφει την τέχνη, και συνήθως την κακή τηλεόραση.
:)
Να είσαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου