Πρέπει να σου πω εδώ, πως παρά τη σχεδόν αναρχική οπτική της ζωής που με διακρίνει, μέσα μου είχα την εποχή εκείνη ακόμα έναν φόβο. Φοβόμουν μήπως μας κάνει πλάκα το άπειρο και κρύβει το θεό πίσω από το τόσο μπλε, κάτι που προφανώς σημαίνει ότι πραγματικοί παπάδες είναι οι ποιητές. Μήπως, στον πόθο μας τον εφηβικό ως γένος να γαμήσουμε τη μάνα και να σκοτώσουμε τον πατέρα μας για να δικαιώσουμε τον Φρόιντ και να ενηλικιωθούμε αυτόνομοι, γίναμε τελικά υποτελείς του αγνωστικισμού αντί να τον χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο. Όχι, δεν πιστεύω πως κάποιος συμβατικός θεός, έστω και με μορφή δεκαοχτούρας, ρυθμίζει τα των οίκων μας και βαθμολογεί τα πεπραγμένα μας, προκειμένου τα τεφτέρια να του θυμίσουν ποιος έχει προτεραιότητα εισόδου στους ουρανούς. Όμως νεώτερος έπιανα τον εαυτό μου να σταυροκοπιέται στο όνομα κάποιας παναγίας όταν σκουντουφλούσε στα δύσκολα. Και μετά να την καθυβρίζει. Μπορεί να είναι έτσι η λειτουργία του θείου. Ασε που μου θυμίζει τη σχέση μας, γεμάτη ικεσίες, προσευχές και μπινελίκια. Από αυτή την άποψη, είσαι κι εσύ παναγία. Σε έχω προσκυνήσει και καθυβρίσει όσο κι εκείνη. Σήμερα η οπτική μου έχει πια μεταβληθεί και πιστεύω πια πως αν κάποιος μας κάνει πλάκα δεν είναι το περιστέρι αλλά η κουτσουλιά του, όμως τότε, την εποχή της Μάγδας, ήμουν αλλιώς. Έτσι όταν η Πέρσα με έπιασε το πρωί και μου είπε με τον πιο πικραμένο κι αυστηρό της τόνο πως είχε δει τι συνέβη, δεν έπεσα μόνο από τα σύννεφα, αλλά κατρακύλησα στο χώμα, τσακίστηκα μέσα στην κουνελότρυπα κι αντί να βγω στη γουόντερλαντ εξέβαλα στην προσωπική μου κόλαση, η οποία αντί για καζάνια προέβλεπε σκυλάδικα στη διαπασών (μάλιστα ήταν η εποχή του Σαλαμπάση, όχι δεν υπάρχει θεός) και άπειρες γυμνές ημίθεες με κοκκινωπό δέρμα και τουρλωτούς πισινούς, που η βασική τους συμμετοχή στο μαρτύριό μου θα ήταν η απουσία τους. Για να το πω απλά, σοκαρίστηκα και κατέρρευσα. Ντράπηκα τόσο πολύ που μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα να εξαφανιστώ, να μετοικήσω στην Αυστραλία ή έστω να πάω μετανάστης στη Γερμανία ξανά (σκέψη προφανώς πούστικη αφού ήξερα τη χώρα) Αν συνυπολογίσεις και το θεατρικό του χαρακτήρα μου, τον τρόπο μου να παρουσιάζω τις καταστάσεις δραματοποιημένες και το γεγονός ότι μιλούσα στη μάνα μου και ήθελα να καταλάβει πως η ανακάλυψή της ήταν η συντριβή μου, να αποδεχθεί τη μετάνοιά μου και να με συγχωρήσει, αν συνυπολογίσεις εντέλει και τις πραγματικές μου τύψεις, μπορείς να σχηματίσεις την εικόνα ενός ολοφυρόμενου νέου, του οποίου η μάνα έκπληκτη έχει περιέλθει σε δυσχερή θέση: να τον παρηγορήσει ή να τον καταχεριάσει συναισθηματικά; Η Πέρσα, όπως ήταν επόμενο, δεν άντεξε για πολύ να με βλέπει σε αυτή την κατάσταση, να απειλώ ότι δεν έχω επιλογή από το να σκοτωθώ, αφού τη Μάγδα την αγαπούσα και δεν ήταν επιπολαιότητα αυτό που συνέβη αλλά η έκφραση ενός αντισυμβατικού μοιραίου έρωτα, ο οποίος κόντρα στην κοινωνική κατακραυγή θα μπλα μπλα και λοιπά. Αφού είδε κι απόειδε, επικράτησε μέσα της η προστατευτικότητα της μάνας κι αποφάσισε να μου εξομολογηθεί κάτι που, όπως είπε, θα με ηρεμούσε μεν σχετικά με τη Μάγδα, αλλά μπορεί να με έκανε να μισήσω εκείνη. Πέτυχε το σκοπό της και σταμάτησα να κλαίω γεμάτος περιέργεια. Τότε η μάνα μου μου εξιστόρησε για πρώτη φορά την αλήθεια. Μου εξήγησε ότι ο πατέρας κι εκείνη με είχαν υιοθετήσει. Ότι η πραγματική μου μητέρα, που δε ζούσε πια, ήταν μια φτωχή νεαρή συγχωριανή του μπαμπά, μακρινή του συγγενής, η οποία επειδή δε μπορούσε να με μεγαλώσει, με έδωσε σε εκείνους και μετανάστευσε στη Γερμανία με τη βοήθειά του (όλο μας το σόι έχει επαφές με τη Γερμανία, εκεί εργάστηκαν κι ευδοκίμησαν γενιές μέτοικων Μαυρίδηδων) όπου έζησε και πέθανε πριν ακόμα ενηλικιωθώ, από κάποια ασθένεια. Ότι ήμουν παιδί εξώγαμο. Ότι κατά συνέπεια, η Μάγδα δεν ήταν εξ αίματος εξαδέλφη μου και άρα δεν υπήρχε πραγματική αμαρτία στο βάτεμά της, όμως η ίδια δεν το εγνώριζε αυτό γιατί η Βάσω είχε ορκιστεί να μην αποκαλύψει σε κανέναν την υιοθεσία του αδελφού της. Κι ότι τώρα που μπορούσα πια να ηρεμήσω από την τύψη, έλπιζε να μην την κακίσω που δεν μου είχε πει τόσα χρόνια τίποτα, αλλά δεν το τολμούσε. Θα το έκανε όμως κάποια στιγμή, είπε, γιατί δεν έβλεπε πρέπον να αγνοούν οι άνθρωποι την πραγματική τους προέλευση. Και με διαβεβαίωσε πως για εκείνη ήμουν από την αρχή το παιδί της και δεν είχε καμιά σημασία που δεν βγήκα από τη μήτρα της. Με παρακάλεσε τέλος, στο όνομα του θεού, να διακόψω τη σχέση μου με τη Μάγδα όχι πια ως αιμομικτική, αλ΄λα γιατί αν γινόταν γνωστή το σουσουρο που θα ακολουθούσε δεν θα μπορούσε να κοπάσει. Μόνο τα στενά μέλη της οικογένειας, δηλαδή ο πατέρας, η ίδια κι η Βασω, ενδεχομένως κι ο Ηρακλής αλλά όχι σίγουρα, γνώριζαν την αλήθεια. Για όλο τον υπόλοιπο κόσμο θα ήμουν αιμομίκτης. Με εκπλιπάρησε να μην αναμετρηθώ με την κοινωνία. Έμεινα άναυδος. Η μάνα μου, από τη μια με απάλλασσε από το άγος της αιμομιξίας κι από την άλλη με βύθιζε σε έναν εφιάλτη από αυτούς που διαβάζουμε στις εφημερίδες. Ποιος ήμουν τελικά; Έγινα έξαλλος κι απαίτησα να μάθω το όνομα της πραγματικής μου μητέρας, γιατί δε θέλησε να με κρατήσει, γιατί δε θέλησε να με ξαναδεί, το όνομα του πραγματικού μου πατέρα και που ήταν. Μετά από αρκετή μάχη κατά τη διάρκεια της οποίας τα δικά μου δάκρυα είχαν στερέψει κι είχαν ανοίξει οι κρουνοί των δικών της, κατάλαβα με μισόλογα πως δεν ήμουν απλά μπάσταρδο, αλλά και καρπός βιασμού. Η αληθινή μου μάνα, η Ελένη Ελευθερίου, ένα παιδί λιγόμυαλο και ειδικών αναγκών, είχε βιαστεί σε ηλικία 16 χρονών στο χωριό από κάποιον που ποτέ δεν αποκάλυψε και είχε αποκρύψει την εγκυμοσύνη της μέχρι που ήταν αδύνατον πια να γίνει έκτρωση. Στο φόβο της χρωστούσα τη ζωή μου. Όταν την πήραν είδηση οι δικοί της, την έφεραν στην Αθήνα να γεννήσει, συμφώνησαν την υιοθεσία μου και με τη βοήθεια του Θεοφάνη και της Πέρσας την έστειλαν στη Γερμανία να ζήσει με κάποιους συγγενείς. Η ίδια, μου είπε η Πέρσα, δεν ένοιωθε κανένα δέσιμο μαζί μου εξαιτίας του τρόπου της σύλληψής μου. Ουδέποτε ζήτησε να με δει ώσπου πέθανε. Όχι, δεν είχε καμιά φωτογραφία της, ούτε κανείς ποτέ έμαθε ποιος ήταν ο βιαστής. Δεν θα’ θελα να σου πω τώρα το πώς αισθάνεται κανείς όταν ανατρέπεται ολόκληρη η ζωή του, όταν όλα όσα θεωρούσε δεδομένα αποδεικνύονται μια καλοστημένη παράσταση. Πάντως πέρασε αρκετός καιρός για να τη συγχωρήσω, για να κατανοήσω πως η δική της κινητήρια αρχή ήταν η αγάπη. Τώρα πια, όταν λέω η «μάνα μου» εννοώ εκείνη, μα όταν το πρωτοέμαθα έβγαλα τη λέξη μάνα από το λεξιλόγιό μου για καιρό. Τελικά, από εκεί που ξεκινήσαμε με την Πέρσα να μου σφουγγίζει τα δάκρυα, καταλήξαμε να σφουγγίζω εγώ τα δικά της, κάθιδρος από αγωνία. Αλλά ας μη μακρηγορώ, δεν είναι τώρα το θέμα μας εκείνη η αποκάλυψη και το πώς ένοιωθα στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά η δική μας ιστορία. Και για την ιστορία αυτήν, το μόνο που έχει συνάφεια ήταν ο τρόπος που, μετά από την αποκάλυψη, χειρίστηκα τη σχέση μου με τη Μάγδα. Έχει σημασία επειδή η εμπειρία της Μάγδας με έκανε να παγώσω διπλά όταν μου είπες το όνομα της δικής σου μητέρας και συνειδητοποίησα ποια θα ήταν η επόμενη φράση σου και πόσο πέραν κάθε προσδοκίας ειρωνική αποδεικνυόταν η ζωή μου: -Λοιπόν κύριε Μαυρίδη, είχες πει ρουφώντας τον εσπρέσο σου και κοιτώντας με πάντοτε στα μάτια με εκείνο το καταραμένο σου βλέμμα καθισμένη σταυροπόδι στο σκαμπώ, σας γνωρίζω επειδή ενδιαφέρθηκα να μάθω για εσάς. -Πως κι έτσι; σε ρώτησα. -Λόγω της μητέρας μου, απάντησες. Υποθέτω ότι το όνομά της δε θα σας είναι άγνωστο. Την έλεγαν Ελεν Έσολτζ. Αλλά το πατρικό της ήταν Ελευθερίου. Ελένη Ελευθερίου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
ΟΚ. Με προβλημάτισες.. Γράφεις πολύ όμορφα, ΟΚ; Και δεν ξέρω ποιος είσαι (αναφέρομαι στον από κάτω που λέει ότι σε ξέρουμε κλπ) και ούτε με νοιάζει. Μια χαρά μου φαίνεσαι.. και κάτι παραπάνω :)
Δε σε νοιάζει ποιός είμαι;;;
Ε;;;;;
Ντροπή σου!!!
:)
(Μην το ρίξουμε στις φιλοφρονήσεις τώρα, εσύ με έχεις διασκεδάσει και προβληματίσει πολλές φορές -κι οχι μόνο εμένα.)
Χαιρετισμούς!
Δημοσίευση σχολίου