Tο σημάδι του Αβελ 12

Κάθε μέρα ζω λίγη τρέλα. Αυτό με σώζει από το άσυλο. Κάθε βράδι πεθαίνω λιγάκι. Αυτό με σκληραγωγεί για το τέλος. Μέρα στη μέρα επιμένω να μη βγάζω τα καλώδια από την ελπίδα. Κλινικά νεκρή λένε, αλλά εγώ επιμένω να την κρατώ τεχνητά στη ζωή. Ολα είναι θέμα δόσης. Θέλω τη δόση μου. Χωρίς αυτήν θα γλιστρήσω. Η ελευθερία της απουσίας ελπίδας, η εξορία. Η εσωτερική εξορία. Διαφημισμένες μπούρδες. Εικονοκλασίες της θλίψης. Κτερίσματα. Τα έχω υμνήσει πολλάκις. Τελικά όχι, δε μπορώ να φανταστώ το Σίσυφο ευτυχισμένο. Μπορώ να τον δω να γελάει κατάμουτρα στην ειρωνεία, αφού το πιστεύω πως δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση. Αλλά όχι ευτυχισμένο. Νομίζω πως ούτε ο Καμύ μπόρεσε. Θέλησε να κλείσει έτσι το βιβλίο γιατί δεν είχε τι άλλο να πει. Τι να την κάνω τη συνείδηση αν με οδηγεί στο θάνατο; Τι να την κάνω την επίγνωση που οδηγεί στη σήψη; Οχι, να μην ξέρω. Εγω θα ξέρω πως η ελπίδα ζει. Γιατί αλλιώς φοβάμαι μη γλιστρήσω. Κάθε φορά που γυρνάω το κουμπί του κλόουν φοβάμαι μη με πάρει η κατρακύλα. Το μεγαλύτερο μαρτύριο είναι η μυρωδιά των παιδιών. Μισώ τον εαυτό μου. Αυτή η μυρωδιά θα έπρεπε να σε έχει εξαφανίσει, να έχει κατακρημνίσει τη μνήμη σου στο φαράγγι της Τρύπης, να την έχει αποδιοργανώσει , αποδομήσει, κόψει σε τρυφερά κομμάτια και ψήσει στη θράκα, κατασπαράξει και θάψει τα κόκκαλα, σκεπάσει, τυλίξει, απομακρύνει, τελειώσει. Απεχθάνομαι αυτό που επιτρέπω. Που δεν επιτρέπω, μα δεν έχω τον έλεγχο. Την εισβολή σου, τον καθημερινό διεμβολισμό της σκέψης μου, την τραμπάλα του τρόμου που ζω, με την επίγνωση πως δεν υπάρχει δίχτυ να με σώσει απ’ το γλίστρημα. Σε διώχνω κι επανέρχεσαι. Φαντάζομαι ότι σε πυροβολώ στο κεφάλι κι αμέσως το επισκευάζεις. Σου κόβω το λαιμό κι η μαχαιριά εξαφανίζεται. Σε πνίγω και δεν μπορώ να σφίξω. Σε κλωτσάω και το πόδι μου περνάει από μέσα σου. Εγινες το αόρατο μέλος της οικογένειας. Κάθεσαι πάντοτε απέναντί μου και με κοιτάς επικριτικά. Ο,τι κι αν κάνω. Κι έτσι γελώ μηχανικά, παίζω μηχανικά, δουλεύω μηχανικά, επικοινωνώ μηχανικά. Ο θρίαμβος του Πολυτεχνείου, σχολή Συναισθηματικών Μηχανικών. Προσέχω εσένα που με επικρίνεις και δεν προσέχω γύρω μου που με φιλούν. Ντρέπομαι, καταισχύνομαι, μου φταίς. Μου φταίω. Αυτοί δε φταίνε όμως. Ισορροπία του ανισόρροπου. Μεθυσμένα βήματα. Αδυναμία συγκέντρωσης. Εκνευρισμός. Ένταση. Τσακωμοί και αδυναμία κατανόησης του άλλου. Εκεί που πρέπει να χαιδέψω με κατανόηση, νοιώθω σκατζόχοιρος. Σε κοιτάω τότε ξανά κι αντί να μου χαμογελάσεις και να μου ανοίξεις τα αγκάθια, μου αντιγυρίζεις εκείνο το βλέμμα της απέχθειας. Και δε μπορώ τότε. Γίνομαι το νεκρό προσωπείο. Τα βλέμματα παγώνουν. Οι επιπτώσεις μαζεύονται απειλητικές σα μαύροι σωρείτες. Ετοιμες να ξεσπάσουν με βροντές οι συνέπειες. Στις ειδήσεις μιλούν για κατακλυσμό από τύψεις. Για τυφώνα πληγών και τσουνάμια από μίσος. Σε μια κλωστή κρέμονται όλα. Κάπου εδώ ετοιμάζεται το μέλλον να διχαστεί κι ο κόσμος να διαιρεθεί στα δύο. Κάπου κοντά ενεδρεύει το ανέκλητο. Σε λίγο οι θεατές θα μου πετάξουν ντομάτες και θα φύγουν. Τέλος η παράσταση. Κακή. Και οι μέρες περνάνε χωρίς να περνάς. Τα χάπια μειώνονται και μετά το κουτί γεμίζει πάλι. Κάθε μέρα κρατώ την παράσταση με τα δόντια. Ενα λάθος βήμα κι όλα τέλειωσαν. Μια απροσεξία, μια λάθος λέξη, ένας υπερβάλλον εκνευρισμός. Χοπ! Πηδηματάκι. Χοπ χοπ χοπ, έλα αλογάκι. Ηταν ένα μικρό καράβι. Ντόρα εξπλόρερ. Το βλέμμα της αναρώτησης στα μάτια της. Της παραίτησης. Της λύπης. Στα αγαπημένα της μάτια. Με τρελαίνει αυτό. Κοιτάω το κίτρινο ψαλίδι και γυαλίζει το μάτι μου. Με τρελαίνει η λύπη στο βλέμμα της. Ντρέπομαι. Κι εσύ απέναντι συνεχίζεις να με κοιτάς επικριτικά. Πάντα έτσι. Και εγώ να σκέφτομαι, ξανά και ξανά και ξανά, πως αρκούσε ένα βήμα για την ελευθερία. Ξεφυσάω και τυλίγομαι. Ξαγρυπνώ. Πως το επιτρέπεις στον εαυτό σου; Πως επιτρέπεις να σημαίνεις αυτό; Η αποκάλυψη της νέας μου ταυτότητας επέδρασε στη σχέση με τη Μάγδα με έναν τρόπο που με εξέπληξε. Στην αρχή ανακουφίστηκα. Μετά όμως, αμέσως μετά, πως να περιγράψω αυτό που αισθάνθηκα; Περίμενα ότι η απαλλαγή μου από την καταδίκη του αίματος θα θέριευε το πάθος μου για αυτήν, όμως δε συνέβη έτσι. Αντίθετα, η ελευθερία που ένοιωθα τώρα, δεν ήταν η ελευθερία που επιζητούσα. Μόνο εμείς θα ξέραμε πως είμαστε αθώοι μέσα σε μια κοινωνία για την οποία είτε θα είμαστε για πάντα μιάσματα, είτε θα έπρεπε να αποκαλύψουμε τα του οίκου μας. Να της δώσουμε λογαρασμό. Ξενέρωσα. Δεν έφταιγε σε τίποτα η Μάγδα, αλλά ξενέρωσα τόσο αυτόματα κι αναπάντεχα, τόσο απότομο ήταν, που κατάλαβα πως ήταν αυθεντικό. Αποφάσισα να μην της πω τίποτα. Στην Πέρσα υποσχέθηκα να χειριστώ το θέμα προσεκτικά και την κράτησα από τότε σε καραντίνα. Τέρμα οι εκμυστηρεύσεις. Με είχε κατασκοπεύσει και πληγώσει. Μου απέκρυπτε την αλήθεια τόσα χρόνια Ημουν μπερδεμένος κι έξαλλος. Κυρίως, είχα ξεκαυλώσει. Παράξενο δεν είναι; Τώρα που το ξανασκέφτομαι το κατανοώ καλύτερα, τότε όμως μου φαινόταν παρανοικό. Το μυαλό μου είχε γυρίσει τα μάτια του προς τα μέσα. Κι εκείνη ήταν εκτός. Λες και κάποιος τον έλουσε με βενζίνη και του πέταξε το σπίρτο, ο έρωτάς μου κάηκε ξαφνικά. Και η γυναίκα που πριν λίγες ώρες σπαρταρούσε στην αγκαλιά μου κι εγώ της ψιθύριζα λόγια λατρείας, μεταβλήθηκε αίφνης σε θέμα προς επίλυση. Ναι, δεν θα της το έλεγα. Να συνεχίσουμε να είμαστε ξαδέλφια, ήταν ένας καλός λόγος να μου γυρίσει το κουμπί και να μη θέλω πια να σχετιζόμαστε ερωτικά. Ενώ αν της το έλεγα θα έπρεπε να υπερασπιστώ δημόσια την αγάπη που τοσο καιρό της δήλωνα πως ήταν υπεράνω αυτής της δυσκολίας. Δεν ξέρω αν είμαι τσάμπα μάγκας, αλλά ξέρω πως ο έρωτας που ένοιωθα δεν ήταν κάλπης. Ημουν έτοιμος να τον υπερασπιστώ μέχρι θανάτου όσο νόμιζα πως υπάρχει κάτι ανυπέρβλητο, κάτι μοιραίο να τον εμποδίζει. Και τώρα που το μοιραίο έπαιρνε αναβολή, τώρα που αναγορευόταν σε έναν κανονικό έρωτα που πλανήθηκε στην αρχή του, τώρα που είμασταν ουσιαστικά ελεύθεροι να αγαπηθούμε, εμένα μου έφυγε. Η Μάγδα υποβιβαζόταν σε μια ακόμα γυναίκα. Ιδιαίτερα σημαντική μεν, αλλά σε μια ακόμα γυναίκα. Η απαγόρευση έκανε όλη τη διαφορά λοιπόν; Ο καρπός του παραδείσου που άπλωνα το χέρι μου και τον ρουφούσα προσέχοντας μη με δουν; Η νοστιμιά του ήταν που δεν έπρεπε; Αυτό ήταν η ένταση του έρωτα, το άθροισμα των δυσκολιών του; Η μήπως ο έρως μου ήταν τελικά κάλπικος κι όλα αυτά είναι οι δικαιολογίες για την εκτέλεση; Ηταν τόσο σκληρές οι στιγμές που έζησα εκείνη την περίοδο που βαρυγκόμησα να τις θυμάμαι. Κοιτούσα το ταβάνι περιμένοντας να ξημερώσει, κι αν υπήρχε κάτι μέσα στο συνεπαρμό μου για σένα που με ενοχλούσε, ήταν οι αναγκαστικές ετούτες αναμνήσεις. Αντανακλαστικές, πλήρως παβλοφικές, αφου ήταν αδύνατο να μη σκεφτώ τη Μάγδα όταν κατάλαβα πως είσαι ετεροθαλής αδελφή μου. Που να φανταζόμουν τότε πως ακόμα και η ατομική ιστορία επαναλαμβάνεται σα φάρσα. Δεν ξέρω αν θέλω τώρα να γράψω για την εξέλιξη της ιστορίας εκείνης. Νομίζω δε μπορώ. Δεν έχω ξεπεράσει μέσα μου αυτό που συνέβη. Ισως σου τη θυμίσω αργότερα αφού οι συνέπειές της διαμόρφωσαν το χαρακτήρα μου και συνεπώς, σε ένα βαθμό και τη δική μας σχέση. Αλλά τώρα θέλω να ταξιδέψω στις μέρες που ακολούθησαν. Στις μέρες μαζί σου. Πριν απο την καταστροφή. Θέλω να τις θυμηθώ τώρα έχω ανάγκη απο μια γλυκιά ανάμνηση. Παγωτό στο χειμώνα.

buzz it!

2 σχόλια:

5 pink flowers είπε...

2 post gia meta ti bora gia na min ameloume ekeinous...pou agapame...kali Kyraiki pou ki an taxideveis http://alwaysthesea.blogspot.com/2008/01/blog-post_20.html
http://alwaysthesea.blogspot.com/2008/01/blog-post_18.html

Nomad είπε...

Να μην, ναι.

:)