Eκείνο ήταν το πρώτο από τα εκατοντάδες βράδια που δεν κοιμήθηκα στη σκέψη σου. Αν ήσουν αφηρημένη έννοια θα σε ονόμαζα αυπνία. Όταν έφτασα στο ξενοδοχείο, νωρίτερα κι από τις καλύτερες προβλέψεις μου, έπεσα σαν τούβλο στο κρεβάτι κι απόμεινα να κοιτάω το ταβάνι. Στη δεξίωση περιφέρθηκα σα ζόμπι, προφασίστηκα τελικά αδιαθεσία και την κοπάνησα στα γρήγορα, πριν ακόμα κι από τον Μάρκελλο. Η κακή εντύπωση ήταν το τελευταίο που σκεφτόμουν. Ανυπομονούσα να ξημερώσει για να σε ξαναδώ και να ξεκινήσουμε το μικρό μας ταξίδι. Τα συναισθήματα που με πλημμύρισαν δε μπορώ να τα μεταφέρω σε λέξεις. Το μεγαλύτερο τμήμα των σκέψεών μου ήταν κατακυριευμένο από εσένα, ήθελα να σε ψάξω όπως ερευνούν τους ύποπτους οι αστυνομικοί κι έπειτα να ξεκουμπώσω το στέρνο σου και να ερευνήσω την καρδιά σου, τα σπλάχνα, τα εντόσθια και τις σκέψεις σου, να ανιχνεύσω τις ομοιότητες και τις διαφορές μας, να δω τι σήμαινε για τη ζωή μου η ύπαρξή σου, ποια ήσουν, ποιος θα γινόμουν, πόσα είχαμε αμετάκλητα χάσει, πόσα υπήρχαν ακόμα, τι θα μπορούσε να ειπωθεί μεταξύ μας. Νομίζω πως ένοιωσα τον πόθο από τότε, αλλά ακόμα δεν το είχα καταλάβει, δεν είχα αφεθεί να το πιστέψω, αντίθετα τον αρνιόμουν και τον απόδιωχνα, πιστεύοντας πως το συναίσθημα που με συνέπαιρνε μπορούσα να το κατατάξω στην περιέργεια και ίσως, στην όψιμη ανακάλυψη της αγάπης του αίματος. Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα άφησα ελεύθερη επιτέλους τη σκέψη μου να επιστρέψει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια πίσω. Το είχε επιχειρήσει από την πρώτη στιγμή, όταν μου ανέφερες το όνομα της μητέρας σου, όμως η συνέχεια της διήγησής σου με συνεπήρε και σταμάτησα να σκέφτομαι τη δική μου. Δεν σου είπα τίποταΣταμάτησα να σκέφτομαι και τη Μάγδα. Τώρα, μέσα στην ησυχία της νύχτας, με τα φωτάκια από νέον της πρόσοψης του ξενοδοχείου να ρίχνουν μπλε ανταύγειες στο ταβάνι, ταξίδευα στην εποχή εκείνη, οι αναμνήσεις που τόσα χρόνια είχα απωθήσει επανέρχονταν αυτόκλητες κι όλα έπαιρναν πια μια νέα όψη, φωτισμένα από το γαλάζιο νέον, λες κι η ζωή ερμηνεύεται από το φως, κι ο συνειρμός μου θύμισε πως στο τέλος-τέλος είμαστε όλοι ζήτημα φωτός. Όταν πέθανε η Πέρσα Μαυρίδη ήμουν 31 χρονών. Παρά την ηλικία μου, θυμάμαι πως πέρασαν εβδομάδες που κάθε βράδυ έκλαιγα σα μωρό στη μνήμη της. Η γυναίκα αυτή, η μητέρα, ναι, Η μητέρα, η απόλυτη μητέρα, ήταν για μένα ο ορισμός της αφοσίωσης. Μου είχε αφοσιωθεί από τότε που τη θυμόμουν, όμως τα τελευταία 8 χρόνια στο πρόσωπό μου αναπλήρωνε και την αγάπη της για τον πατέρα μου. Ο Θεοφάνης Μαυρίδης είχε καταλήξει στα 76 του από ξαφνική ανακοπή, δυό μόλις ημέρες αφού είχα επιστρέψει από το Μόναχο με το πτυχίο μου περήφανα διπλωμένο στις αποσκευές. Είχα βγει κι ήταν μια χαρά, όταν επέστρεψα εσπευσμένα μετά το τηλεφώνημά της, δε ζούσε. Ίσα που πρόλαβα να τον φιλήσω πριν τον πάρουν. Τελεύτησε στην αγκαλιά της με ένα χαμόγελο στο στόμα. Είναι, νομίζω, η τελική σφραγίδα μιας ευτυχισμένης ζωής να ξεψυχάς ξαφνικά σε μια αγκαλιά πολυαγαπημένη. Εκείνη δεν την είδα να κλαίει. Ποτέ δεν την είδα να κλαίει μπροστά μου. Έκτοτε η Πέρσα διοχέτευε όλη της την αγάπη, ασφυκτική και αταίριαστη για την ηλικία μου μερικές φορές, όπως κάθε μάνα που λατρεύει, στον μοναχογιό της. Να με βοηθήσει να σταθώ στη δουλειά, να αναλάβω τις πρώτες μου μεταφράσεις, ακόμα και να χτενίσει μερικά από τα αρχικά μου κείμενα για τυχόν λάθη μου ζητούσε, παρότι τα γερμανικά της δεν ήταν καλύτερα από τα δικά μου. Έκανε όμως δουλειά μυρμηγκιού, νύχτες ολόκληρες κοιμόταν αγκαλιά με το λεξικό. Να ενδιαφέρεται για τις παροδικές μου σχέσεις. Και φυσικά να με πλένει, να με ταϊζει, να με ξυπνά με τον καφέ και το τοστ, όλα όσα οι μανάδες κάνουν για τα παιδιά τους ακόμα κι όταν τα τελευταία είναι πια ώριμοι ενήλικες. Μας βοηθούσε στο να αντέχουμε ο ένας την αγάπη του άλλου το γεγονός ότι δεν βρισκόμασταν πολύ συχνά. Λίγους μήνες αφότου έφυγε ο πατέρας χωρίσαμε το σπίτι σε τομείς κι ο καθένας σεβόταν το χώρο του άλλου. Έτσι μπορούσα κι εγώ να υποδέχομαι φίλους και φίλες ήσυχος πως δεν θα ενοχληθώ. Ωστόσο, παρά το ασφυκτικό του χαρακτήρα της μερικές φορές, η Πέρσα παρέμενε η πιστότερή μου φίλη. Από παιδί την εμπιστευόμουν στα δύσκολα κι εκείνη τότε ξεχνούσε πως ήταν η μάνα μου και πάντα μου μιλούσε σα μια έμπειρη, μεγαλύτερη φιλενάδα. Έτσι λοιπόν, ακόμα κι από μακριά, η Πέρσα ήταν η αόρατη επόπτρια των εφηβικών μου ερώτων κι ένας εκπληκτικός συμβουλάτορας όποτε είχε χρειαστεί. Το αποτέλεσμα ήταν πως μου χρειαζόταν όλο και σπανιότερα, πως με μεταμόρφωνε σε άντρα που κατανοούσε αρκετά τις γυναίκες, και πως οι σχέσεις μου μέχρι τότε, ακόμα κι όταν τέλειωναν, δεν θα μπορούσε να τις πει κανείς στενάχωρες. Ήμουν τυχερός νέος σε αυτό το πεδίο. Ώσπου ερωτεύτηκα τη Μάγδα. Αλλά μόνο όταν δεν την είχα πια κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο πρώτος μου πραγματικός έρωτας. Πρέπει να έκλεινα τα 26 όταν συνέβη. Πέντε χρόνια νεώτερή μου και φοιτήτρια τότε στο Παιδαγωγικό της Αθήνας, την κοπέλα αυτήν την είχα όπως λέμε «μεγαλώσει στα γόνατα», αφού τη γνώριζα από παιδάκι. Γιατί η Μάγδα Αντωνοπούλου, κόρη του Ηρακλή και της Βάσως Αντωνοπούλου-Μαυρίδη, ήταν η πρώτη μου εξαδέλφη. Η θεία Βάσω, η μικρότερη αδελφή του πατέρα, ήταν ένας δύσκολος και δε θα έλεγα ιδιαίτερα συμπαθής τύπος. Δεν είχαμε ποτέ πολύ στενές σχέσεις, ο πατέρας τη δικαιολογούσε πάντα, όμως κι εκείνος αποδεχόταν το στριφνό του χαρακτήρα της κι έτσι οι επαφές των οικογενειών περιορίζονταν στα εορταστικά στοιχειώδη. Παρόλα αυτά οι γιορτές αποδεικνύονταν αρκετές ώστε να τους βλέπουμε αρκετές φορές το χρόνο, τις περισσότερες μαζί με τη Μάγδα. Μετά το θάνατο του Θεοφάνη οι επισκέψεις αραίωσαν και μοιραία σιγά-σιγά χαθήκαμε εγώ κι η Μάγδα, αφού ως παιδιά η πενταετής διαφορά ήταν τέτοια που να μην επιτρέψει την ανάπτυξη πραγματικά στενής σχέσης. Όταν λοιπόν την ξαναείδα πια φοιτήτρια, κάπου 3 χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση, με την ευκαιρία του γάμου μιας άλλης εξαδέλφης, η μικρή μου Μάγδα ήταν πια μια εντυπωσιακή νεαρή γυναίκα. Δεν ξέρω γιατί της πρότεινα να βγούμε οι δυό μας, ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει τι θα συνέβαινε. Ούτε γιατί δεν το είπα στην Πέρσα ξέρω. Ακόμα ήταν όλα αθώα και δεν θα είχα πρόβλημα να της το πω, αντίθετα ήταν μια πληροφορία που θα την ευχαριστούσε. Πάντως δεν το έκανα, κι αργότερα έμαθα πως ούτε εκείνη είχε ενημερώσει τη Βάσω. Δυό μέρες μετά βγήκαμε και το ίδιο βράδυ ερωτευτήκαμε. Ανακαλύψαμε πως είχαμε τόσα πράγματα να πούμε, αναπολήσαμε τα παιδικά μας χρόνια και σχεδιάσαμε ανέφικτα όνειρα. Μεθυσμένοι από το συναίσθημα και τις μπύρες, μείναμε αγκαλιασμένοι στο μπαρ μέχρι τα ξημερώματα που μας έδιωξαν. Ως τότε είχαμε κατουρήσει από 5-6 φορές ο καθένας και χύσει μισό λίτρο δάκρυα, αρνούμενοι να αποδεχτούμε πως τα υπέροχα φιλιά μας έπρεπε να ξεχαστούν προτού ακόμα η γεύση τους εγγραφεί στη μνήμη, λόγω του αίματος. Αλλά αρνιόμασταν επίσης να αποδεχτούμε την υποτέλεια των συναισθημάτων μας στη συγγένεια, το συζητούσαμε, λέγαμε πόσο παράξενη –εγώ την έλεγα ειρωνική φυσικά- είναι η ζωή, προσπαθούσαμε ο ένας να πείσει τον άλλον για την κοινωνική κατασκευή της απαγόρευσης, λέγαμε τα αστεία πως αν με τα πρώτα ξαδέρφια επιτρέπεται τότε με τα δεύτερα επιβάλλεται και γελούσαμε, γελούσαμε σκεφτόμενοι το Μήτσακλα, τον κοινό μας δεύτερο ξάδερφο, έναν υπέρβαρο και χαζούλη νεαρό που στη φαντασία μας επιβαλλόταν να ερωτευτεί την δική του δεύτερη εξαδέλφη Χριστίνα, η οποία από κάποια αστοχία της τύχης ήταν μια 30χρονη ένθεη κοπέλα με πολύ όμορφο μούσι που φαινόταν ήδη πενηντάρα. Ξέραμε κι οι δυο καλά πως αυτό που μας συνέβαινε, αυτό που νοιώθαμε πως ξεκίναγε ανάμεσά μας, ήταν καταραμένο και απαγορευμένο. Τι σίγουρος τρόπος για να πέσουμε με τα μούτρα! Τους δυό μήνες που ακολούθησαν συναντιόμασταν διστακτικά και πάντα με το ζόρι της τελευταίας φοράς, ανταλλάσσαμε αγκαλιές και καυτά φιλιά, αλλά και οι δυό μας διστάζαμε να συνεχίσουμε. Κάθε μας αντίο ήταν, λέγαμε, το τελευταίο. Δεν ήταν δυνατόν εμείς οι δυό να ερωτευτούμε. Πόσο μάλλον να κάνουμε έρωτα. Στην επόμενη σκηνή, μπορούσε να μας δει κανείς με τα πόδια της ανάμεσα στα χέρια μου και το σώμα της να σπαρταράει από την ηδονή του απαγορευμένου και τη λαγνεία των χυμών. Πηδιόμασταν συστηματικά με τη Μάγδα περίπου 2 μήνες, πηδιόμασταν εξαντλητικά συχνά, μερικές φορές το κάναμε 4-5 φορές σε μια μέρα, έχοντας επινοήσει όλους τους τρόπους που μπορεί κανείς να φανταστεί για να κρυβόμαστε από τους δικούς μας και νοιώθοντας όλη την άγρια ηδονή της τύψης μετά από κάθε φορά. Ακόμα και τότε είχαμε κρατήσει το συνήθειο να λέμε μετά από κάθε πράξη πως είναι η τελευταία φορά. Και μόλις το συμφωνούσαμε, της χάιδευα πάλι το μουνί κι εκείνη δαγκώνοντας τα χείλη αφηνόταν ξανά και ξανά να σπαρταρίσει στην αγκαλιά μου. Όποτε αργούσα να το κάνω έπαιρνε εκείνη σειρά για την τελευταία πίπα, αποδεικνύοντάς μου πως ότι δεν έχει τελειώσει ακόμα δεν μπορείς να το πεις τελειωμένο. Το γεγονός αυτό ισχύει και για το σπέρμα. Τώρα τα περιγράφω όλα αυτά πολύ άνετα, όμως πρέπει να σου διευκρινίσω ότι όταν τα ζούσα οι τύψεις μας ήταν καθημερινές και πολύ έντονες. Παρότι γαμιόμασταν ασύστολα, είχαμε πάντα την αίσθηση πως διαπράττουμε κάποιο έγκλημα για το οποίο κάποτε θα τιμωρηθούμε σκληρά. Κάθε μας σπονδή στην ερωτική πράξη ήταν ταυτόχρονα και μια ελεγεία στην επικείμενη τιμωρία μας. Όταν εξαντληθήκαμε οικονομικά από τα ξενοδοχεία –τότε τα οικονομικά μου ακόμα δεν επέτρεπαν πολλές σπατάλες κι εκείνη ήταν φοιτήτρια- έγινα απρόσεκτος. Άρχισα να την πηγαίνω στο σπίτι και να περιμένουμε να κοιμηθεί, για λόγους ασφαλείας, η Πέρσα, προτού επιδοθούμε στην ακολασία μας. Όμως οι επαναλαμβανόμενες επισκέψεις της Μάγδας, κάτι εντελώς ασύνηθες μέχρι τότε, μαζί με τις διαχύσεις μεταξύ των εξαδέλφων, στην αρχή προκάλεσαν μεγάλη χαρά στην Πέρσα αλλά σύντομα φαίνεται πως την οδήγησαν σε σκέψεις. Δεν ήταν χαζή η μητέρα μου. Τη μέρα που μας κατάλαβε παραβίασε τον βασικό όρο που είχαμε συμφωνήσει, το διαχωρισμό του σπιτιού. Όπως παραδέχτηκε το πρωί που ήρθε να μου μιλήσει, ήταν μεγάλο λάθος της και δεν έπρεπε να το κάνει, αλλά «κι εσύ βρε πουλάκι μου μουγκάνιζες πολύ δυνατά με τα πόδια της στ αυτιά σου». Είχε μισανοίξει την πόρτα και μας είχε δει. Δεν είπε τίποτα, περίμενε να φύγει η Μάγδα και το πρωί με περιέλαβε. Αυτή όμως ήταν η μόνη χιουμοριστική φράση που μου είπε. Οι υπόλοιπες κουβέντες της και, στο τέλος, η αποκάλυψη που μου έκανε εκείνο το πρωί, ήταν το μεγαλύτερο σοκ της ζωής μου πριν από σένα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου