Χάιδεψε το μπλε ελεκτρίκ mp3άκι ακούγοντας το Σλίπινγκ γουιθ γκοστ των Πλασέμπο και μηχανικά κοίταξε τα δάχτυλά του. Ειδε το δαχτυλίδι της αυταπάρνησης, αυτό που δίνουμε στον άλλον οταν απαρνιόμαστε οικειοθελώς όλους τους άλλους, νομίζοντας πως είμαστε τοσο αιώνια δυνατοί. Μια μουσική, σαν το ακορντεόν και το βιολί του Τίερσεν απο την Αμελί, τον πλημμύρισε... Καθε μικρό ταξίδι στον Αλλον κι ενας μικρός θάνατος, σκέφτηκε. Ειχε ηδη πεθάνει μερικούς μικρούς θανάτους. Καιρός του να πέθαινε κι εναν γερό, συνολικό, για να αναγεννηθεί. Για να μπορέσει, επιτέλους, ν ακούσει τη φωνή μέσα στο μικρό mp3όφωνο, όχι εκείνη της μουσικής, την άλλη, αυτή που σώπαινε και ανάσαινε και του ψιθύριζε στο αυτί μελωδίες σιωπηλές, να μπορέσει επιτέλους ν ακούσει μόνο εκείνη τη φωνή, μονάχα γι αυτήν να δονείται η καρδιά του, να της δοθεί, να φύγει απο την ψυχή του το κοράκι, να επιστρέψει η αιώνια λιακάδα της επίγνωσης. Κοιταξε και το δικό της φανταστικό χέρι...Το δαχτυλίδι δεν ήταν εκεί, μα είχε καθαρά το σημάδι του...Οχι στο δάχτυλο, μα στην ψυχή της, κάτω απο τη μικρή ελιά στο λαιμό, πίσω απο το χείμαρρο των ηλιοτροπίων που είχε για μαλλιά της. Ακόμα βαθύτερα. Η αρχή τελέσεως ενός εγκλήματος, δεν καθιστά το έγκλημα τετελεσμένο και τιμωρείται ηπιότερα, σκέφτηκε. Απο τους δυο, γνώριζε ήδη ποιόν θα τιμωρούσε αυστηρότερα το δικαστήριο των συνειδήσεων, ποιανού το έγκλημα είχε ήδη συντελεστεί, ποιός παραδόθηκε, ποιός αντιστάθηκε... Και δυνάμωνε το ακορντεόν και στροβιλιζόταν το βιολί... ...κι έξω εβρεχε κι είπε μέσα του, πως η ζωή, η ζωή οχι αυτή που ζούμε, αλλά αυτή που φτιάχνουμε με τα γράμματα και θεωρούμε οτι μας συγκινεί και μας εκφράζει, πως κάνουμε ζωή της ποίησης και του πάθους... ...αυτή η ζωή θα παραμένει μια έννοια με Τρία Γράμματα μόνο ριγμένα στη σειρά, δυο φωνήεντα-ενα σύμφωνο. Και οι άνθρωποι που νομίζουν πως την πηγαίνουν παραπέρα... ...αυτοί οι ιδιοι άνθρωποι που συγκροτούν την αριστοκρατία του πάθους, τη λαχταράνε σα να ήταν τρία φωνήεντα και να τραγούδαγαν , σαν το βιολί που κάνει έρωτα στο ακορντεόν, τη Συμφωνία του Παθους... ...αλλά πάλι, οι ιδιοι αακριβώς άνθρωποι φοβούνται τον ιδιο τον εαυτό τους, φοβούνται την απουσία, φοβούνται τον πόνο που συνεπάγεται κάθε βαθύτατη αγάπη -κι όταν τον φοβηθούνε, ουτε βιολί, ούτε ακορντεόν, ούτε πόθοι... ...παρά μονάχα η ανάλωση στο παιχνίδι της άρνησης και της επίδειξης...εκεί που η αποτυχία να γίνεις Ενα με τον Εναν Αλλον, σε κάνει να γίνεις εχθρός με όλους τους Αλλους... ...σε κάνει να ξεχάσεις τι σημαίνει δημιουργώ, τι σημαίνει επικοινωνώ, τι σημαίνει χαρίζω, οικοδομώ, γεύομαι, χαμογελώ, σκέπτομαι, μιλώ και αστειεύομαι με φίλους, εραστές και ερωμένες, να είσαι εκεί όταν πονούν να τους χτυπάς την πλάτη... ...και να θυμηθείς τι σημαίνει προσβάλω, γκρεμίζω, οριοθετώ, αναδεικνύομαι, χτυπω, αποκρούω, αποπατώ, γαμώ και δέρνω, αδιαφορώ για την κατάσταση που συνδημιούργησα και την φορτώνω εξ ολοκλήρου στον άλλον ως γνήσιος παρτάκιας... ....και τότε έρχονται τα Μετρα Ταξης...και παει πια...πνίγηκες... ...αφού τιποτα δεν υπάρχει πια, τίποτα όταν οι άνθρωποι φοβούνται, πόσο μάλλον οι λέξεις που παράγουνε τη διάθεση να συμμετέχεις, να πιάσεις ενα ρο και να προσθέσεις ενα ωμέγα, λέξεις-ναυάγια αραδιασμένα στη σειρά μονάχα... ...και εκείνοι, Εκείνοι που ξέρετε, σαν παιδάκια αθώα, απέναντι στον καθρέφτη της συνείδησής τους, για να καθαγιαστεί και να εμφανιστεί το είδωλό τους πάλι... ...βαφτίζουνε το φόνο αναγκαιότητα για να σωθούνε, βαφτίζουνε την ανθρωπιά υποκρισία για να ηρεμεί η βαριεστημάρα τους, ιδιοι με μια βάρκα που δεν ανεβάζει τον επιπλέον ναυαγό στο νησί του παραδείσου που νομίζουν πως βρίσκονται, στο ίδιο νησί που για πολλούς περισσότερους καταποντίστηκε στην Ατλαντίδα δίπλα. Και μετά... ...τελειώνουν της διανοητικής αυτής ζωής τα τρία γραμματα κι έρχονται της σιωπής τα πέντε στοιχεία: Το Σίγμα της συντριβής, το Ιώτα του "πρέπει που ρουφάμε ανάποδα, απο το ιώτα στο πι", το Γάμα της έντασης των ιδρωμένων σωμάτων που κρύωσαν πια, το Ωμέγα του τέλους, το Πι του παραλογισμού και το Ητα, το πικρό Ητα της Ηττας.... Τι ειρωνεία, ήταν η προτελευταία του σκέψη.. ...τόσος ερωτισμός αδέσποτος να καταλήξει στο κελί μιας χωροφυλακής των καλωδίων, τόσο ευλογημένο βάλς να μεταβάλλεται σε ρέκβιεμ για λόγους νομικής διαδικασίας, λόγους διασάλευσης της τάξης...για λόγους "επιχειρηματικού σχεδιασμού" των θέλω και των μπορώ μας... ...ποιος ερωτας, ποιο δαχτυλίδι, ποια ιδέα, ποιός εσωτερικός μονόλογος ν ανθίσει πια... ...και μ αυτή τη σκέψη, ακουσε την τελευταία νότα, και παρότι ήταν οι Πλασέμπο, ταυτόχρονα, κάπου μακριά, ο Τίρσεν τους υποσκέλιζε εκεί που το ακορντεόν και το βιολί ολοκλήρωσαν κι αγκαλιάστηκαν πια εξαντλημένα σε ενα κρεσέντο που κατέληξε σε μακρόσυρτο φα δίαιση, όμοιο αναστεναγμός τελευταίος που δεν έχει άλλο μετά... ...κι όπως κοιτούσε τον εαυτό του να καθρεφτίζεται μέσα στο ηλεκτρισμένο μπλε του mp3όφωνου, ξαφνικά ένα βαθύ γέλιο που ερχόταν από τη θαλασσα χώθηκε μέσα του κι είδε ξανά το χαμόγελό του... ...παραξενεύτηκε που είδε το πρόσωπό του να γελά, αιώνες ολόκληροι δακρύων εκεί μέσα, νόμιζε πια πως δε θα θυμόταν... ...και τότε καταλαβε πως αν δε συνέβαιναν έτσι τα πράγματα, αν δεν είχε δεχθεί το μαχαίρι καταστηθα, αν δεν ε΄λιχε κακοφορμίσει τόσο πολύ η πληγή, αν δεν βρισκόταν σ' αυτή την ημιθανή κατάσταση, δεν θα είχε καταλάβει, δεν θα είχε προσέξει, θα είχε δει μα δεν θα είχε παρατηρήσει, τον άνθρωπο αδελφό του, τον κοινωνό των σκέψεών του, τον αιμομεικτικό ερώμενο -αν κάνει έρωτα κανείς με το μυαλό δηλαδή... ...και τώρα δεν θα γελούσε ξανα, αιώνες μετά. Σα να ηταν εικόνισμα, φίλησε το μουσικό του κουτί κι ένοιωσε σα να φιλούσε την ψυχή της μουσικής... ...και ένοιωσε με τον πιο μανιχαιστικό κι απόλυτο τρόπο, ότι τα πάντα έχουν ένα τέλος και κάθε τέλος σημαίνει μια αρχή στο παιχνίδι του κύκλου. Τόσο πολύ χρόνο εκείνος τέλειωνε, που'χε ξεχάσει πως αρχίζουν ξανά. Τότε, το επόμενο τραγούδι, του θύμισε πως: Δε θα σε βάλω εγώ ποτέ να μαγειρέψεις Θά 'μαι κοντά σου μοναχά σαν με γυρέψεις Ύστερα θα φεύγω πάλι να μ’ επιθυμείς Δε θα κρατήσω μαύρη τσάντα στο γραφείο Ένα φτερό γυπαετού θα έχω λοφίο Στη λεγεώνα της πιο ένδοξης τιμής Άρτεμις, θεά των κοριτσιών Φόβισέ με μ’ ασημένιο τόξο Απ’ τις ψευτονίκες των αντρών Κι απ’ τη θλίψη που’ χουν να ’μαι απόξω Δε σ’ έχω δίπλα μου για να ’χω να ζηλεύω Πέτα τα πέπλα σου στα δάση που χορεύω Να σε λατρέψω όλη νύχτα σα φρουρός Με τις δερμάτινες, τις βρώμικές μου μπότες Έσπασα μέσα μου και είδωλα και πόρτες Να σ’ αγκαλιάσω σαν το χώμα καθαρός
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Σαν τη γέννα. Πρώτα πονάς και μετά βλέπεις...
Δημοσίευση σχολίου