Να γράφεις αυτό που νοιώθεις.
Ελευθερία στην έκφραση.
Ελευθερία στην έκφραση.
Τη θεωρούμε δεδομένη. Τη βλέπω ανέφικτη.
Εχω εναν φίλο που γράφει μόνο όταν ξέρει πως κανείς γνωστός δεν θα τον διαβάσει. Αν τον ρωτήσεις, "για να μπορώ να γράφω ελεύθερα", λέει. Το κάνει πράγματι όμως;
Οχι, νομίζω όχι. Ακόμα και στον εαυτό του λέει ψέμματα. Εκφράζεει μόνο αυτά που δεν θα μπορούσαν να τον βλάψουν, αν τυχόν κάποιος γνωστός τον διάβαζε. Είναι τόσο αδύνατον να είσαι απόλυτα ελεύθερος, αν δεν είσαι ήδη ερημίτης. Τόσο ανέφικτο να μην αυτολογοκριθείς όταν οι σκέψεις σου δημοσιοποιούνται. Και να το παράδοξο:
Αν ήθελες να γράφεις ελεύθερα, να πεις αυτά που έχεις να πεις χωρίς μάσκες και καμουφλάζ, ο μόνος τρόπος που υπάρχει είναι να τα γράφεις με μολύβι σε τετράδιο που θα φυλάς κλεισμένο στο πιο μυστικό σου συρτάρι και ποτέ κανείς δε θα τα διαβάσει. Από τη στιγμή που επιλέγεις να εκφράσεις τις σκέψεις σου δημόσια, μονάχα δυό πιθανότητες υπάρχουν να μην τις μασκαρέψεις: να είσαι αγιος, ή να μην αγαπάς κανέναν.
Τρομερό δεν είναι; Αν αγαπάς, σ’ αυτόν ακριβώς που αγαπάς οφείλεις –όπως το λέω, οφείλεις- να μη δίνεις πρόσβαση στο γκρεμό του μυαλού σου. Δε μπορείς ν αφήσεις τα παιδιά σου να τσακιστούν εκεί πέρα. Οσο οι σκέψεις σου είναι ανταριασμένες οφείλεις να κρατάς τους αγαπημένους σου μακριά τους. Μονάχα οι «τυχεροί» άγνωστοι θα έχουν πρόσβαση σ’αυτές, και ίσως δουν κάποιο κομμάτι του εαυτού τους εκεί μέσα.
Και πάλι όμως, την ίδια στιγμή που επιλέγεις να δημοσιοποιείς τις σκέψεις σου, τις μασκαρεύεις. Όλα αυτά που σε απασχολούν συμβαίνουν σε άλλους, συμβαίνουν παλιά, συμβαίνουν σε εξωγήινους, συμβαίνουν ωραιοποιημένα, γιατί πάντα θα φοβάσαι μήπως από το μάτι του αγνώστου πίσω ξεπροβάλει, κατά σύμπτωση –εσύ δεν είσαι που πιστεύεις πως όλα στην αρχή είναι τύχη; - κάποιο αγαπημένο βλέμα.
Τότε όλη σου η εξομολόγηση, αν δεν είναι ωραιοποιημένη, θα μεταβληθεί σε όπλο, σε νάρκη που θα εκπυρσοκροτήσει μόλις πατηθεί και θα σκοτώσει όχι οποιονδήποτε, αλλά ακριβώς εκείνον για τον οποίον έγραφες όλα αυτά, για να λυτρωθείς, κατά κάποιον τρόπο έστω, από τις τύψεις σου και τις ανεπάρκειές σου να είσαι ένας, μονάχα ένας, να μη διασπαρείς, να είσαι πάντοτε αυτός ο ένας που κάποτε αγαπήθηκε, να μη μεταβληθείς.
Σκέφτομαι ότι το μεγαλύτερο τμήμα της λογοτεχνίας συνοψίζεται στη διάσημη φράση του Φλωμπερ για το πιο διάσημο δημιούργημά του, τη μαντάμ Μποβαρύ: «Η Εμμα Μποβαρύ είμαι εγώ»
Γράφω, δηλαδή είμαι άλλος. Όπως ακριβώς ζω δηλαδή. (Πεσσόα) Πίσω από μένα, πίσω απ τις λέξεις που διαβάζεις τώρα αναγνώστη, υπάρχει ένας άνθρωπος που εσύ γνωρίζεις μόνο τη μάσκα του κι οι οικείοι του μονάχα τη σάρκα του και τις πιο αφοσιωμένες του σκέψεις. Έτσι λειτουργεί η αγάπη, αρνείται να κανιβαλίσει την ευτυχία χάριν τάχα μου κάποιας αλήθειας, που όλοι ξέρουμε πως επειδή είναι πρόσκαιρη, αν εξακοντιστεί σαν όπλο θα σκοτώσει. Το τεντωμένο σκοινί της ακροβασίας του, ελάχιστοι το ξέρουν, ακόμα κι εσύ μόλις που υποθέτεις από τι υλικό είναι φτιαγμένο και σε ποιον γκρεμό από πάνω εκτείνεται. Κι όμως, αυτό είναι που παράγει τις ιστορίες, κι αυτό είναι που στο τέλος, είτε θα σπάσει είτε θα τον οδηγήσει, επιτέλους, στη σιωπή.
Μη γελιέσαι φίλε που διαβάζεις. Η ανάγκη να γράψει κανείς γίνεται πραγματικά πιεστική όταν παύει να ζει, κι όταν μέσα του παλεύουνε δυο κόσμοι ασυμβίβαστοι. Το ιδανικό του ευτυχισμένου ανθρώπου είναι να καθεται σιωπηλός. Επιτέλους να μη νοιώθει την ανάγκη να μιλήσει για το μέσα του. Όταν τη νοιώθει δεν είναι ευτυχισμένος. Εξ ορισμού. Αλλά τότε οι ιστορίες τον επισκέπτονται και τον επιλέγουν. Εκείνες οι ιστορίες που μπορούν μέσα του να βρουν τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα για να διατυπωθούν, μονάχα εκείνες τον επιλέγουν. Γιατί λοιπόν κανείς επιλέγει τη μεταμφίεση από την εξομολόγηση στον ίδιο του τον εαυτό, προκειμένου να μισοεξομολογηθεί στον άγνωστο;
Νομίζω πως καμιά εκμυστήρευση, καμιά ιστορία που δεν κοινοποιείται, καμιά νουβέλα φυλαγμένη σε συρτάρι και μυθιστόρημα αδημοσίευτο, δεν μπορεί να ανακουφίσει πραγματικά. Μυστικό που το ξέρει μόνο ένας δεν είναι μυστικό, όπως κι όταν το ξέρουν περισσότεροι από δύο. Η κοινολόγηση και μεταποίηση των απόκρυφων σκέψεων είναι νομίζω που θεμελιώνει τη λογοτεχνία και, αν είμαστε τυχεροί, σώζει αυτόν που διηγείται από την τρέλα.
Γι αυτό σε ευχαριστώ αναγνώστη.
Αν ήθελες να γράφεις ελεύθερα, να πεις αυτά που έχεις να πεις χωρίς μάσκες και καμουφλάζ, ο μόνος τρόπος που υπάρχει είναι να τα γράφεις με μολύβι σε τετράδιο που θα φυλάς κλεισμένο στο πιο μυστικό σου συρτάρι και ποτέ κανείς δε θα τα διαβάσει. Από τη στιγμή που επιλέγεις να εκφράσεις τις σκέψεις σου δημόσια, μονάχα δυό πιθανότητες υπάρχουν να μην τις μασκαρέψεις: να είσαι αγιος, ή να μην αγαπάς κανέναν.
Τρομερό δεν είναι; Αν αγαπάς, σ’ αυτόν ακριβώς που αγαπάς οφείλεις –όπως το λέω, οφείλεις- να μη δίνεις πρόσβαση στο γκρεμό του μυαλού σου. Δε μπορείς ν αφήσεις τα παιδιά σου να τσακιστούν εκεί πέρα. Οσο οι σκέψεις σου είναι ανταριασμένες οφείλεις να κρατάς τους αγαπημένους σου μακριά τους. Μονάχα οι «τυχεροί» άγνωστοι θα έχουν πρόσβαση σ’αυτές, και ίσως δουν κάποιο κομμάτι του εαυτού τους εκεί μέσα.
Και πάλι όμως, την ίδια στιγμή που επιλέγεις να δημοσιοποιείς τις σκέψεις σου, τις μασκαρεύεις. Όλα αυτά που σε απασχολούν συμβαίνουν σε άλλους, συμβαίνουν παλιά, συμβαίνουν σε εξωγήινους, συμβαίνουν ωραιοποιημένα, γιατί πάντα θα φοβάσαι μήπως από το μάτι του αγνώστου πίσω ξεπροβάλει, κατά σύμπτωση –εσύ δεν είσαι που πιστεύεις πως όλα στην αρχή είναι τύχη; - κάποιο αγαπημένο βλέμα.
Τότε όλη σου η εξομολόγηση, αν δεν είναι ωραιοποιημένη, θα μεταβληθεί σε όπλο, σε νάρκη που θα εκπυρσοκροτήσει μόλις πατηθεί και θα σκοτώσει όχι οποιονδήποτε, αλλά ακριβώς εκείνον για τον οποίον έγραφες όλα αυτά, για να λυτρωθείς, κατά κάποιον τρόπο έστω, από τις τύψεις σου και τις ανεπάρκειές σου να είσαι ένας, μονάχα ένας, να μη διασπαρείς, να είσαι πάντοτε αυτός ο ένας που κάποτε αγαπήθηκε, να μη μεταβληθείς.
Σκέφτομαι ότι το μεγαλύτερο τμήμα της λογοτεχνίας συνοψίζεται στη διάσημη φράση του Φλωμπερ για το πιο διάσημο δημιούργημά του, τη μαντάμ Μποβαρύ: «Η Εμμα Μποβαρύ είμαι εγώ»
Γράφω, δηλαδή είμαι άλλος. Όπως ακριβώς ζω δηλαδή. (Πεσσόα) Πίσω από μένα, πίσω απ τις λέξεις που διαβάζεις τώρα αναγνώστη, υπάρχει ένας άνθρωπος που εσύ γνωρίζεις μόνο τη μάσκα του κι οι οικείοι του μονάχα τη σάρκα του και τις πιο αφοσιωμένες του σκέψεις. Έτσι λειτουργεί η αγάπη, αρνείται να κανιβαλίσει την ευτυχία χάριν τάχα μου κάποιας αλήθειας, που όλοι ξέρουμε πως επειδή είναι πρόσκαιρη, αν εξακοντιστεί σαν όπλο θα σκοτώσει. Το τεντωμένο σκοινί της ακροβασίας του, ελάχιστοι το ξέρουν, ακόμα κι εσύ μόλις που υποθέτεις από τι υλικό είναι φτιαγμένο και σε ποιον γκρεμό από πάνω εκτείνεται. Κι όμως, αυτό είναι που παράγει τις ιστορίες, κι αυτό είναι που στο τέλος, είτε θα σπάσει είτε θα τον οδηγήσει, επιτέλους, στη σιωπή.
Μη γελιέσαι φίλε που διαβάζεις. Η ανάγκη να γράψει κανείς γίνεται πραγματικά πιεστική όταν παύει να ζει, κι όταν μέσα του παλεύουνε δυο κόσμοι ασυμβίβαστοι. Το ιδανικό του ευτυχισμένου ανθρώπου είναι να καθεται σιωπηλός. Επιτέλους να μη νοιώθει την ανάγκη να μιλήσει για το μέσα του. Όταν τη νοιώθει δεν είναι ευτυχισμένος. Εξ ορισμού. Αλλά τότε οι ιστορίες τον επισκέπτονται και τον επιλέγουν. Εκείνες οι ιστορίες που μπορούν μέσα του να βρουν τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα για να διατυπωθούν, μονάχα εκείνες τον επιλέγουν. Γιατί λοιπόν κανείς επιλέγει τη μεταμφίεση από την εξομολόγηση στον ίδιο του τον εαυτό, προκειμένου να μισοεξομολογηθεί στον άγνωστο;
Νομίζω πως καμιά εκμυστήρευση, καμιά ιστορία που δεν κοινοποιείται, καμιά νουβέλα φυλαγμένη σε συρτάρι και μυθιστόρημα αδημοσίευτο, δεν μπορεί να ανακουφίσει πραγματικά. Μυστικό που το ξέρει μόνο ένας δεν είναι μυστικό, όπως κι όταν το ξέρουν περισσότεροι από δύο. Η κοινολόγηση και μεταποίηση των απόκρυφων σκέψεων είναι νομίζω που θεμελιώνει τη λογοτεχνία και, αν είμαστε τυχεροί, σώζει αυτόν που διηγείται από την τρέλα.
Γι αυτό σε ευχαριστώ αναγνώστη.
Αν δεν υπήρχες δεν θα έγραφα. Ποτέ μου δεν κράτησα χάρτινο ημερολόγιο.Ούτε μια λέξη δεν χαράμισα για μένα ποτέ.
Δεν είχε νόημα.
4 σχόλια:
Το νιώθω πολύ αυτό που λες... Ζωή που δεν την παρατηρεί κανείς είναι ζωή αβίωτη. Για μένα. Χάρηκα που σε βρήκα.
Θα συμφωνήσω σε πολλά και θα διαφωνήσω σε λίγα μαζί σου, φίλε μου. Σαν άθλιος γραφιάς που είμαι κι εγώ, βάζω μέσα σε κάθε μου κείμενο κάτι από τον εαυτό μου. "Αδειάζω" όπως λέω, αλλά και εκφράζομαι απόλυτα. Ίσως η γλώσσα μου να είναι λίγο αδύνατη -μάλλον είναι- αλλά κάνω ό,τι μπορώ για να κρατήσω τη φωνή μου. Να κρατήσουμε τη φωνή μας: δεν είναι αυτό που στο τέλος-τέλος πρέπει να επιδιώκουμε; Κι ας τη δανείζουμε που και που σε κάποιους άλλους...
Δεν βρίσκω καμμιά διαφορά ανάμεσα στο χάρτινο και το ηλεκτρονικό ημερολόγιο.
Απλώς για το πρώτο πρέπει να ξέρεις γραφή και για το άλλο πληκτρολόγηση...
Η οποία σε καμμιά 50αριά χρόνια (το πολύ...) θα υποκαταστήσει πλήρως την πρώτη και θα φτωχύνουμε πάλι ως ανθρωπότης.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
αγάπη-αφοπλισμός-ειρήνη
Ναπολέων
NIEMANDSROSE
νομίζω ότι κάθε χαρά -οπως και λύπη- εκπορεύεται πάντα απο τον άλλον, ο οποίος ως γνωστόν περιγράφεται και ως κόλαση ή παράδεισος ανάλογα. Υπάρχει βέβαια και μια μυστική ζωή ενίοτε, μη παρατηρήσιμη, και πάλι όμως υπάρχει χάριν κάποιου άλλου. Χαίρομαι που βρισκόμαστε.
Αδαή,
νομίζω πως αυτό που λέμε "φωνή μας" είναι την πραγματικότητα ένα συμπίλημα φωνών εκατοντάδων πνευμάτων που αφομοιώσαμε και σκέψεων που υιοθετήσαμε, έτσι ώστε πια είναι τόσο δικές μας που δε θυμόμαστε καν πως πριν απο εμάς διετέλεσαν σκέψεις άλλων. Οι σκέψεις φίλε είναι νομίζω σαν τις καλές ερωμένες: γλυκές μαζί σου όσο τις έχεις, αλλά κάποτε θα πανε αλλού και κάποτε ήρθαν απο αλλού.
Ναπολέοντα
η διαφορά που βρίσκω εγώ δεν είναι στον τρόπο της γραφής αλλά στην επιδίωξη του γράφοντα. Νομίζω για άλλο πρωταρχικό λόγο γράφει κανείς στο μυστικό του ημερολόγιο και για άλλον στο δημόσιο. Στην πρώτη περίπτωση εξομολογίσαι εις εαυτόν, στη δεύτερη παραποιείς καταστάσεις, εξωτερικεύοντας βασικά δικά σου στοιχεία και τροποποιώντας άλλα, έτσι ώστε το αποτέλεσμα απο ειδική κατάσταση να φτάνει να αφορά το γενικό. Νομίζω οτι δημοσιοποιώντας τη σκέψη σου κατά κάποιον τρόπο προσεγγίζεις το συλλογικό ενσυνείδητο -ας με συγχωρήσει ο Γιούνγκ. :)
Σας ευχαριστώ για τα σχόλια και καλή χρονιά σε όλους.
Δημοσίευση σχολίου