«Τα απάνθρωπα λόγια μας βασανίζουν περισσότερο κι από τις πιό βδελυρές πράξεις που υπαγορεύουν τα πάθη μας. Και ορίζω σαν λέξεις μόνο αυτές που δεν είναι πράξεις, γιατί ξέρω καλά πως τα λόγια, ας πούμε, του Ιάγου είναι στην ουσία πράξεις. Αλλά τις πράξεις, μαζί με τα λόγια του Ιάγου, τις κάνουμε για να αποκομίσουμε ευχαρίστηση ή όφελος, και τότε ολόκληρος ο οργανισμός, ακόμα και το μέρος που μετά ανακηρύσσεται δικαστής, συμμετέχει και γι αυτό γίνεται ένας πολύ επιεικής δικαστής. Αλλά η ανόητη γλώσσα πράττει για λογαρισμό της και για να ικανοποιήσει ένα ελάχιστο τμήμα του οργανισμού, που χωρίς αυτήν νοιώθει ηττημένο και κάνει πως μάχεται τη στιγμή που η μάχη έχει χαθεί.Θέλει να πληγώσει και να κολακεύσει. Κινείται πάντοτε μέσα σε γιγαντιαίες μεταφορές. Κι όταν τα λόγια είναι καυτά, καίνε πρώτα αυτόν που τα ξεστόμισε» La Coscienza di Zeno Σιγα-σιγα, γύρω από δυό μαύρα μάτια που κοιτούσαν κάποτε επιτήδεια, φουσκώνει ένα άσχημο σκαθάρι που τσιρίζει φάλτσα, φουσκώνει, φουσκώνει πολύ, γίνεται γιγάντιο, ώσπου σκάει κι απο μέσα αναδύεται μια ορχήστρα χάλκινων που παίζει με όλη της τη δύναμη σέρβικα λαικά τραγούδια για κάποιον που κοιμάται και κάποιον που ξυπνάει, αυτός που κοιμάται ονειρεύεται τα χριστούγεννα κι αυτός που ξυπνάει τα ζει μα δεν τα νοιώθει, και τότε μέσα στο όνειρό του ο ένας λέει στον άλλον χρόνια πολλά κι ο άλλος στο ξύπνιο του του απαντάει άντε γαμήσου, και όπως λέει τα λόγια του Ιάγου φουσκώνει, φουσκώνει, φουσκώνει πολύ και γίνεται γιγάντιος και σκάει σε χίλια κομμάτια κι από μέσα του χύνεται μια θάλασσα ξινίλας και μουρουνόλαδου, κι αυτός που κοιμάται πνίγεται μέσα της κι αηδιάζει και δε θέλει πια να ονειρεύεται τα χριστούγεννα αλλά δε μπορεί να ξυπνήσει, και τότε ένας βάτραχος ξεπροβάλλει απ' τη θάλασσα του μουρουνόλαδου ντυμένος αη βασίλης, έχει και μούσι ο βάτραχος κι είναι ντυμένος με κόκκινη στολή, και κοάζει χο-χο-χο και μέρι κρίστμας, κι αυτός που κοιμάται και πνίγεται περιμένει το δώρο του σα σωσίβιο να πιαστεί απ' αυτό να σωθεί, μα τότε ο βάτραχος φουσκώνει, φουσκώνει, φουσκώνει κι αυτός πολύ, γίνεται γιγάντιος και σκάει κι από μέσα του αναδύεται ένα κουτί, και μέσα απ το κουτί τινάζεται ένας καλλικάντζαρος με ελατήριο και κάνει μπου και τρομάζει αυτόν που κοιμάται και τον ξυπνάει, και τότε ανάβουν τα φωτάκια στο δέντρο και γύρω παίζουν τα παιδιά, το τζάκι καίει κι η ζωή συνεχίζεται ανεπηρέαστη από τα όνειρα, χαμογελάει κιόλας, όλα υπάρχουν ακόμα και τίποτα δε χάθηκε όσο κοιμόσουν του λέει, να κοίτα, είμαι εδώ χωρίς μουρουνόλαδο χυμένο στο χαλί, κι ο μόνος βάτραχος είναι λούτρινος, κι ακούει τριγύρω αυτός που μόλις ξύπνησε να μην είναι χριστούγεννα, παρά μόνο εκεί γύρω στο δέντρο του με τα παιδιά και το υπέροχο γέλιο της μάνας τους, ακούει για την ψυχαναγκαστική εκδοχή των εορτών και για τις αυτοκτονίες που αυξάνονται αυτές τις μέρες, ακούει όλα ετούτα τα κοάσματα και δε μιλάει, και μέσα του φουσκώνει, φουσκώνει, φουσκώνει κι αυτός, ώσπου γίνεται γιγαντιαίος και σκάει... ...αλλά απο μέσα του χύνονται τότε χιλιάδες σοκολάτες και καραμέλες για τα παιδιά, γιατί είναι άλλοι άνθρωποι που γίνονται τεράστιοι και σκάνε δύσοσμα κι άλλοι που μεταμορφώνονται όταν σκάσουν σε σοκολάτες και καραμέλες, και τότε τους αγκαλιάζουν τα παιδιά και σιγά σιγά τους τσιμπολογάνε ώσπου μικραίνουν, μικραίνουν πολύ και γίνονται μικρούληδες κι αυτοί, και κάθε τι γιγάντιο μέσα τους έχει γίνει πια μικρό σαν τον κοντορεβυθούλη, ακόμα και τα μαύρα μάτια που κάποτε φούσκωσαν σαν το σκαθάρι, και τότε κάθε ύβρις καθαγιάζεται και κάθε εφιάλτης σπάει τα μούτρα του στον καθρέφτη κι επιστρέφει σε κείνον που τον έστειλε όταν έξω είχε χριστούγεννα και μέσα του φούσκωναν σκαθάρια, και τίποτα δεν έχει σημασία πια παρά μονάχα να προλάβει να τα σκουπίσει καλά για να μην λερώσουν τα παιδιά παντού με τα χέρια γεμάτα καραμέλες και σοκολάτες, ναι, μόνο τα καθαρά χέρια των παιδιών έχουν τότε σημασία, γιατί αυτα τα χέρια θα του χαιδέψουν το πρόσωπο προτού κοιμηθεί ξανά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου