Μ.

Μέχρι να έρθεις καμάρωνα πως ήμουν έτοιμος να πεθάνω οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς κανένα λόγο. Δε μου χρειαζόταν καμιά ιδεολογία ή ευγενής σκοπός για των οποίων τη χάρη να αισθάνομαι το θάνατο μου δικαιωμένο. Αντίθετα, ήθελα ο θάνατος να είναι άδικος. Πάντοτε με ενθουσίαζε η ιδέα αυτή, γιατί την αισθανόμουν να σηματοδοτεί τη ζωή ως εδώ. Να νοιώθεις έτοιμος να πεθάνεις οποτεδήποτε χωρίς κανένα λόγο, σημαίνει απλά πως έζησες καλά ως τη στιγμή που το αισθάνεσαι. Αρνούνται να αποδεχτούν τη βεβαιότητα της αβεβαιότητας του θανάτου, συνήθως εκείνοι που νοιώθουν πως η ζωή ακόμα τους χρωστάει. Ωσπου ήρθες. Και συνειδητοποιώ πως δεν έφερες κανένα νόημα στη ζωή μου. Κι αυτό επιβεβαιώνει λίγο ακόμα τη διαίσθηση πως το νόημα της ζωής είναι η αναγκαστική απουσία του για τα μερη της, προκειμένου να έχει νόημα η ίδια σαν σύνολο. Ομως η ύπαρξή σου, την ίδια στιγμή που πήρες μπροστά μου την πρώτη σου ανάσα, φωτισε το νόημα του θανάτου. Εξω ήταν Ανοιξη. Μια γλυκειά, λίγο ψυχρή, μα διαυγής και μυρωδάτη νύχτα. Τη θυμάμαι καλά. Με φεγγάρι να γεμίζει κι αστέρια πολλά. Πανέμορφη νύχτα, να τη ρουφάς. Στην τηλεόραση πάλι είχε καλλιστεία. Κάπου 40 κούκλες παρελαύναν με μαγιώ. Ημουν μόνος στο σπίτι. Κι τι έκανα; Σου έγραψα αυτό το κείμενο με το οποίο σου μιλάω για το θάνατο! Ούτε ρούφηξα τη νύχτα, ούτε προσέχα τις καμπύλες. Σου γράφω και σου μιλάω για το θάνατο. Δεν ξέρω πως θα φαντάζεσαι την εικόνα μου, αν τύχει ποτέ να διαβάσεις ετούτα τα λόγια. Υποθέτω να με φαντάζεσαι συγκινημένο, μελαγχολικό ίσως, μπερδεμένο, αλλόκοτο. Θα γελούσες αν με έβλεπες όμως. Γιατί τη ρουφάω τη νύχτα με τον τρόπο μου. Και με την άκρη του ματιού μου βλέπω τις καμπύλες φευγαλέα. Γιατί μέσα μου, είναι μια απο τις σπάνιες εκείνες φορές που δε νοιώθω έτοιμος να πεθάνω οποτεδήποτε χωρίς κανένα λόγο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η ζωή μου χρωστάει. Ακριβώς επειδή ένοιωσα αυτή τη γλύκα για όσα βιώθηκαν κι επειδή η μυρωδιά σου τα σκέπασε όλα κανείς δε μου χρωστάει τίποτα. Απόψε, κάπου 1,5 χρόνο μετά από εκείνη τη μέρα, σε κοίταξα ξανά στα μάτια. Αυτή τη φορά δεν ήμασταν μόνοι, στην αγκαλιά μου βρισκόταν ο αδελφός σου. Η μαμά σου έλειπε κι είχαμε αναλάβει εμείς να τον φροντίσουμε. Τον φιλούσες και τον χαιδολογούσες. "Δικός μου", έλεγες και ξαναέλεγες και πήγαινες να φέρεις το γάλα που έκλαιγε. "Ελα νινί, καλά νινί", τον παρηγορούσες. Ησουν, είσαι γι αυτόν αθάνατη. Δεν το είδες, δεν θα το θυμηθείς ποτέ, αλλά ήταν η δεύτερη φορά που με έκανες να κλάψω. Μόλις χτες σκεφτόμουν πάλι το θάνατο. Πως τόλμησα; Εκλεινα τα μάτια και τον σκεφτόμουν κι είχα για μια στιγμή ξεχάσει πως είμαι πια κι εγώ αθάνατος. Πως με εκανες αθάνατο με τη γέννησή σου. Πως η ζωή μου τώρα σου ανήκει, σας ανήκει και δεν είναι πια δικιά μου. Πως το νόημα της ζωής παραμένει η ετοιμότητα για το θάνατο, όμως όχι πια χωρίς κανένα λόγο, αλλά για τον μοναδικό λόγο στον κόσμο που έχει νόημα. Οποιοσδήποτε άλλος λόγος δεν είναι πλέον ικανός. Μου τα θύμισες όλα αυτά με ένα σου βλέμμα. Πως είχα τολμήσει να τα ξεχάσω; Σε λατρεύω.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: