Σήμερα θα σου πώ για τη σκόνη. Σου είπα χτές -σου το ψιθύρισα κι έτσι δεν το άκουσε άλλος κανείς- οτι εν αρχή δεν ήταν ο Λόγος, ήταν η σκόνη. Αυτή η σκόνη που μετά το αρχικό "γεννηθήτω" τη στροβιλίζει ο άνεμος, τη διασκορπίζει σε όλα τα σημεία της γής κι όμως παραμένει ενιαία, ίδιος ο πέπλος που σκεπάζει τη μορφή σου. Είσαι μια μορφή πίσω απο τη σκόνη. Σου είπα ακόμα λίγο προτού ξημερώσει για τη σκόνη της τέφρας των εραστών, αν θυμάσαι, κι αναρωτήθηκα φωναχτά τι συμβαίνει όταν η τέφρα δυο εραστών που πέθαναν μαζί διασκορπίζεται στον αέρα κι ενώνεται. Τι συμβαίνει τότε αλήθεια; Αν η σκόνη εμπεριέχει κάτι απο το νόημα του κόσμου, κι αν νόημα του κόσμου είναι η αγάπη, τότε στο θάνατο οι εραστές ενώνονται πραγματικά με όλα και τα πάντα κι αποτελούνε πια ενιαίο σύνολο, ενα συμπαντικό όργιο σκόνης, όπου μαζί τους ενώνονται όλα τα προηγούμενα σώματα που τώρα πια δεν είναι παρά σκόνη, πρόσεξε, όλα τα σώματα όλων των εραστών, όχι μονάχα τα δυο δικά τους. Αλλα ετούτα σου τα είπα όλα χτές. Σήμερα θα σου συμπληρώσω, απλά, πως εγω είμαι η σκόνη που σε κρύβει. Και θα σου πω πως δεν έχω τρόπο να συγκροτηθώ ξανά σε σώμα γιατί φύσηξε ο αέρας και διασκορπίστηκα στην πόλη, όπως τα γραμματα που συντάσουνε τις λέξεις σκορπίζουνε απο την απρόσεχτη γραφή και ξαναγίνονται ακατανόητα qwerty όταν ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο η δεν κατανοεί το προσωπικό συντακτικό του συγγραφέα. Οταν εκλείπουν οι κώδικες κι όταν αμφισβητείται η μέχρι πρίν λίγο απόλυτη αλήθεια. Εγινα σκόνη, όπως οι νότες μιας ξεκούρδιστης χορδής γίνονται θόρυβος κι όπως κρυώνει μια ζεστή αγκαλιά που δεν έμαθε πως δεν μπορεί να κλείσει μέσα της όλη την αγάπη κι όλο τον κόσμο, μπορεί εντούτοις να αγαπά και να είναι τμήμα αυτού του κόσμου. Σκόνη, γιατί συγκλονίστηκες απο τη γέννησή σου, έκλαψες στον ώμο μου, κάθησες σαν μωρό να σε καθαρίσω απο τα αίματα, ένοιωσες το σόκ του νέου κόσμου κι έπειτα πήγες και λούφαξες στην θερμοκοιτίδα με μάτια τρομαγμένα κι είπες "ασε με εδώ ώσπου να κατανοήσω τον κόσμο σου", αδιαφορώντας για τον πόθο μου να αγγίξω τη νέα ζωή σου, να γλύψω το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού σου, να σε χαιδέψω στους ζαρωμένους γλουτούς. Εγινα σκόνη την ώρα που χτυπούσα την πόρτα, δοκιμάζοντας αν είμαι απο εκείνους που οταν η πόρτα δεν ανοίγει φεύγουν, η απο εκείνους που περιμένουν πότε θα ανοίξει, χρησιμοποιώντας το πιο κοινό στον κόσμο τέχνασμα: οταν δεν ανοίγει ενω χτυπάς, θα ανοίξει αν δε χτυπήσεις. Δεν έχει δάχτυλα μωρό μου η σκόνη. Και δεν μετέρχεται τεχνάσματα. Κι έτσι σα σκόνη πια, με τη μοναδική ιδιότητα να συγκροτεί εναν πέπλο αόρατης τάξης απο το χαοτικό της σώμα, έτσι μπορώ μονάχα να σε τυλίξω, ανεμοθύελλα σε μια έρημο εσωτερική. Κλείσε τα μάτια να μη δακρύσουν απο το στροβιλιζόμενο έργο σου. Μονο αν βρέξει. Μονο αν μπορέσω να καθήσω στο έδαφος και να γίνω λάσπη, θάχεις ξανά ενα μέρος απο μένα. Μπορείς λοιπόν να είσαι περήφανη οτι κατήγαγες νίκη περηφανή: πριν γεννηθείς, υπήρχε ενας άνθρωπος να σε ποθεί. Τώρα σε θέλουνε δισεκατομμύρια κομματάκια. Κι όπως η σκόνη ανακατεύεται με όλα, σε θέλουν όλα και τα πάντα. Μα ο ένας εκείνος δεν υπάρχει. Δεν θα υπάρξει ξανά, παρά μονάχα με τις ωδίνες του δικού σου τοκετού. Αν ποτέ εγκυμονήσεις κι εσύ, όταν σου σπάσουν τα νερά κοίταξε έξω απο το παράθυρο, δες την τη σκόνη. Και κάνε να βρέξει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Είναι σαν μοναχικοί θρήνοι τούτα τα γραπτά. Κι αν πεις κάτι, είναι σαν να αποθεώνεις τον πόνο του άλλου.
Τίποτα λοιπόν.
Ξέρεις, η γραφή είναι είδος αυτοίασης -τουλαχιστον το εύχομαι. Και κάθε ετερώνυμος που βιώνει όσα εγω εκφράζω, δεν είναι απαραίτητα όλος εγώ.
Γράφοντας ιστορίες, μέσα εκεί υπαρχω κάπου, μα υπάρχουν κι αλλα πολλά. Συνεπώς δεν θα τα έλεγα θρήνους, αλλά εκτονώσεις εκρήξεων με ειρηνικό τρόπο.
Ευπρόσδεκτη με χαρά.
:)
Δημοσίευση σχολίου