Τότε έπεσε η πρώτη τουφεκιά.
Ακούστηκε σε πολύ κοντινή απόσταση και μού’ κοψε τη χολή. Σαστισμένος και με τα παντελόνια ακόμα στα γόνατα, άκουσα μια τρομερή φασαρία που ξεσηκώθηκε λες από το τίποτα, να κατασπαράζει την απόλυτη σιγαλιά της νύχτας. Σε δευτερόλεπτα ο αέρας γέμισε με κραυγές στα ελληνικά, τα ιταλικά και τα φραντσέζικα, βρισιές, ποδοβολητά, κλαγγές σπαθιών και πυροβολισμούς. ‘Εντρομος μάζεψα όπως-όπως τα βρακιά μου και απο μια χαραμάδα της κατασκευασμένης με χοντρές σανίδες πόρτας, είδα φιγούρες δεκάδων αρματωμένων ντόπιων να εφορμούν από τις σκιές και να εισβάλουν στους κοιτώνες και το διοικητήριο, ξεσηκώνοντας σύννεφα σκόνης με το ποδοβολητό τους. Πίσω τους ακολουθούσαν κι άλλοι που κρατούσαν δάδες, οι οποίοι στάθηκαν στις εισόδους και περίμεναν. Ενόσω παρέμενα άναυδος και αναποφάσιστος για το πως όφειλα να ενεργήσω και οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν μέσα στο κτίριο πιά, κάποιοι άναψαν δυό γερές φωτιές στα βαρέλια του περίβολου κι ακόμα μια μεγαλύτερη στο χώμα μπροστά στην είσοδο της δογάνας. Διέκρινα τότε έναν μαυροντυμένο γενειοφόρο ναυτικό, που με γοργές κινήσεις υπέστειλε τη σημαία της αυτοκρατορίας από τον ψηλό ιστό της απέναντι στην είσοδο του κτιρίου και με γοργές κινήσεις ανάρτησε στη θέση της μια παράξενη ανοιχτόχρωμη παντιέρα, που μου φάνηκε πως εικόνιζε μια τρίαινα στη θέση του θηρεού μας. Δεν την είχα ξαναδεί ποτέ μου. Είδα ακόμα, πεσμένο μπρούμυτα σε αφύσικη στάση μπροστά στο φυλάκιο του διοικητηρίου, το σώμα ενός στρατιώτη με τη δική μας στολή και δαγκώθηκα, γιατί ήξερα πως εκείνο το πόστο κι αυτό το τσακισμένο σώμα θα έπρεπε να ήταν δικά μου. Ολα αυτά μου προκάλεσαν μεγάλη κατάπληξη, γιατί τίποτα δεν προμήνυε τέτοια εξέλιξη και, όπως τουλάχιστον με είχαν διαβεβαιώσει στη διάρκεια του πολυήμερου ταξιδιού μας αρκετοί συμπατριώτες που είχαν ξαναέλθει σε τούτα τα νησιά, οι κάτοικοί τους, ναυτικοί και γεωργοκτηνοτρόφοι επι το πλείστον, ήταν σε γενικές γραμμές φιλήσυχοι άνθρωποι. Αν εξαιρέσεις βέβαια τη μεγάλη τους φτώχεια,που ισως να ήταν κάποιο κίνητρο για στάση -αλλά και που δεν κατοικεί η ανέχεια στις μέρες μας; Μήπως στην πατρίδα τα πράγματα ήταν τότε καλύτερα, ή μήπως είναι σήμερα; Εξω από τα λαμπρά ανάκτορα ο λαός εξακολουθούσε να πεινάει, ίσως και χειρότερα από όσο πεινούσαν εδώ, που τουλάχιστον είχαν τα κατσίκια και τις ελιές τους. Όπως πεινούσε και πριν 20 χρόνια, όταν εγώ ήμουν ακόμα ένα αμούστακο αγόρι όπως εσύ τώρα. Αλλά τον έχουν κουράσει πια οι εξεγέρσεις το λαό. Και η Δημοκρατία δυστυχώς δεν έφερε ψωμί και σίγουρα όχι ισότητα κι αδελφοσύνη. Τα ίδια και στο νησί που βρισκόμουν, όπου μέχρι πριν λίγα μολις χρόνια, οι κάτοικοι απολάμβαναν την προβληματική ανεξαρτησία του ομόσπονδου κράτους, αποτελούμενου από τα νησιά και ορισμένες πόλεις της απέναντι ηπειρωτικής ακτής, στις οποίες οι Τούρκοι είχαν πια αποδεχθεί την επικυριαρχία μας, μετά το ναυάγιο της ευκαιριακής συμμαχίας τους με τους Ρώσους. Ομως για τη κατάσταση της σκληρής ένδειας στην οποία βρέθηκαν οι νησιώτες, δεν έφταιγαν ούτε οι Τούρκοι, ούτε Ρώσοι, ούτε βέβαια εμείς, παρά οι Αγγλοι με τους συνεχείς αποκλεισμούς τους. Οι τουφεκιές είχαν πια σταματήσει, όταν από το στρατώνα άρχισαν να βγαίνουν με τα χέρια υψωμένα και τα πρόσωπα τους τσαλακωμένα από τον ύπνο και την τρομάρα μαζί, οι σύντροφοί μου. Όσοι στασιαστές είχαν παραμείνει έξω από το κτίριο τους παραλάμβαναν, και με σπρωξιές και βρισιές ακατανόητες σε εμένα που τα ελληνικά μου περιορίζονταν σε λίγες και κυρίως αρχαίες έννοιες, τους έστηναν στη σειρά απέναντι στον πέτρινο τοίχο. Σε λίγο, στην πόρτα του διοικητηρίου, έκανε την εμφάνισή του γυμνός από τη μέση και πάνω και αναμαλιασμένος ο υπολοχαγός, ακολουθούμενος από τον νεοφερμένο σαν κι εμένα ταγματάρχη Γκανιάρ, που είχε αναλάβει διοικητής της μονάδας μας από προχθές, μετά την αναχώρηση του στόλου. Εκείνος φορούσε τη σκελέα του και μια άθλια φανέλα που κάποτε θα ήταν λευκή, μουσκεμένη από τον στον ιδρώτα στο ύψος του λαιμού. Φαινόταν αξιοθρήνητος. Αποφάσισα ότι δεν μπορούσα να περιμένω άλλο τη μοίρα μου ανάμεσα στα σκατά, αλλά βέβαια ήταν αδύνατο και να κάνω οτιδήποτε για να βοηθήσω τους συμπατριώτες μας. Έτσι, μέ όσες προφυλάξεις μου ήταν δυνατές, άνοιξα ακροπατώντας την πόρτα του αφοδευτηρίου, σύρθηκα έξω σκυφτός στο σκοτάδι κι έπιασα να τρέχω ξεψυχισμένα ανάμεσα στις σκιές, πρός το νότο. Ευτυχώς η ατμόσφαιρα ήταν με το μέρος μου –ξαστεριά χωρίς φεγγάρι. Ηξερα πως αν κατευθυνόμουν προς το βορινό τμήμα του λιμανιού ήμουν καταδικασμένος, μια που η πλατεία του οικισμού βρισκόταν προς αυτή την πλευρά, όπου τώρα κατευθυνόταν η πομπή των αιχμαλώτων με τους στασιαστές. Πέρασα το υγειονομείο χωρίς να συναντήσω ψυχή κι αμέσως μετά κρύφτηκα σ΄ένα πύκνωμα αγριελιών πλάι στην πέτρινη στέρνα που όριζε νοητά το τέλος της παραλιακής βόλτας. Την προηγούμενη μέρα είχαμε περιπλανηθεί για λίγο με τον Βενσάν και φτάσαμε λίγο μακρύτερα από το αυτό το σημείο. Ετσι ήξερα πως τα σπίτια αραίωναν απο εκεί κι έπειτα, αλλά η βλάστηση εξακολουθούσε πυκνή. Ο δρόμος ήταν παραλιακός και διέσχιζε ολόκληρο δάσος από ελιές που έφταναν μέχρι τα κύματα. Ελπιζα ο χάρτης που είχα δει πριν αποβιβαστούμε να ήταν σωστός, γιατί απεικόνιζε ένα σύμπλεγμα με δυό μικρά νησάκια κι ένα μεγαλύτερο, σε κοντινή απόσταση, σχεδόν ενωμένα με το κυρίως νησί, στο νότιο τμήμα του. Στην απελπισία μου ευχήθηκα να καταφέρω με κάποιο τρόπο να καταφύγω εκεί. Ολα αυτά τα νησάκια δεν είναι μεγάλα, δεν γνώριζα όμως τις ναυτικές αποστάσεις, ούτε είχα ιδέα αν στο νότο του νησιού θα μπορούσα να βρώ κάποια βάρκα, ούτε αν οι αποστάσεις ήταν τέτοιες που επέτρεπαν να περάσει κανείς απο το ένα στο άλλο κολυμπώντας. Φοβόμουν επίσης ότι σύντομα οι ντόπιοι θα μας μετρούσαν, οπότε ίσως να καταλάβαιναν ότι κάποιος λείπει αφού μια δύναμη 47 ανδρών όλων κι όλων είχαμε απομείνει στο νησί, του Γκανιάρ συμπεριλαμβανομένου. Οταν πατήσαμε το πόδι μας σε τούτη την κουκίδα στη θάλασσα, σκεφτόμουν ότι ο ταγματάρχης σε κάποια δυσμένοια θα είχε πέσει για να τον ξαποστείλουν εδώ πέρα. Ισως να ήταν παλιά δημοκρατικός. Υπήρχε βέβαια και η περίπτωση, αν η τύχη μου συνεχιζόταν, οι νησιώτες να μην καταλάβαιναν τη διαφορά αφού εγώ κι άλλοι 4 είχαμε μόλις λίγες μέρες ανάμεσά τους και δεν γνώριζα αν είχαν καταμετρήσει λεπτομερώς τη δύναμή μας προτού επιτεθούν. Ετρεχα αγκομαχώντας απο δέντρο σε δέντρο για να χωθώ στη σκιά του κι απομακρυνόμουν όλο και περισσότερο, ώσπου οι φωνές σταμάτησαν να ακούγονται και η ανταύγεια της φωτιάς που είχαν ανάψει να χρωματίζει την ατμόσφαιρα. Προχωρούσα πλάι στο δρομάκι, αλλά δεν το ακολουθούσα από το φόβο μήπως συναντήσω κανέναν. Αυτό δυσκόλευε τη διαδρομή καθώς δεν έβλεπα που πατούσα και μείωνα αναγκαστικά την ταχύτητα, όμως με την αδυναμία που ένοιωθα έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούσα να τρέξω πιο γρήγορα. Διέσχισα με αυτό τον τρόπο αρκετή απόσταση, προχωρώντας πότε πλάι στη θάλασσα, πότε σκαρφαλώνοντας σε ένα λοφάκι, πότε ανεβαίνοντας απο ξερολιθιά σε ξερολιθιά και πότε κουτρουβαλώντας κακήν-κακώς προς την επόμενη παραλία. Το τοπίο συνεχιζόταν με την ίδια μορφολογία, ένα ατελείωτο παραθαλάσιο δάσος απο λιόδεντρα, χωρίς κανένα οίκημα πια τριγύρω μου.
Είχα μπεί πια για τα καλά στην άγνωστη περιοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου