-Μου απομένουν 20 μέρες αυτής της ζωής, δήλωσε ο φίλος μου. Κι έπιασε έναν μακρύ μονόλογο που, όσο κι αν με κουράζουν οι αγωνίες των άλλων αφού έχω κι εγώ τις δικές μου, αναγκάστηκα ν ακούσω γιατί τον ένοιωθα. Γι αυτό δεν είναι οι φίλοι; -Είναι η τρίτη μου ζωή που τελειώνει, είπε. Επειδή σύμβολο γίνεται ό,τι εγώ αποφασίζω να έχει αυτή τη σημασία, επιλέγω να δώσω τέλος σε αυτή τη ζωή με την αλλαγή του έτους. Γνωρίζω ήδη τη βεβαρημένη και κοινότοπη επιλογή, το αφόρητα σύνηθες του συνδυασμού αποφάσεων ζωής με αλλαγές των χρόνων. Αδιαφορώ. Δεν είμαι τίποτε περισσότερο από ένα πρόσωπο που κραύγαζε στην πινακοθήκη των τεράτων. Σα μια φιγούρα του Μούνχ ξεχασμένη στο ατελιέ του Μπος. Για μένα ετούτη είναι η πρώτη και μόνη απόφαση αυτοκτονίας που μου επιτρέπω. Την 31η Δεκεμβρίου, οτιδήποτε κι αν συμβεί ως εκεί, θα θυμηθώ μια άλλη αλλαγή χρόνου, πάνε 20 χρόνια από τότε, στη σέντρα ενός γηπέδου στη μέση ενός στρατοπέδου κάπου στη Β.Ελλάδα. Παράτησα τη σκοπιά, έσυρα τ’ άρβυλα με κόπο στη σέντρα, γονάτισα στη βροχή και ούρλιαξα. Το αιώνιο δευτερόλεπτο ανάμεσα στην αλλαγή των ετών, πήρα το πρώτο σημάδι πως κάτι υπάρχει μέσα στο τίποτα. Είχε τη μορφή του κεραυνού. Εκείνο το βράδι πέθανα για πρώτη φορά. Δεν είχα επιλέξει να πεθάνω, όπως τώρα. Επρόκειτο για μια σύμπτωση εξωφρενική, από εκείνες που δεν αιτιολογεί η τυχαιότητα, μια σύμπτωση τέτοια που η λογοτεχνία διστάζει να την περιγράψει μη και την πάρουν για φαντασιόπληκτη, μα κι εγώ από τότε δεν έχω διηγηθεί. Συγχίζομαι με τις ανερμήνευτες συμπτώσεις, μου χαλούν το διαλεκτικό υλισμό μου. Οταν άνοιξα τα μάτια μου πάντως, ο κόσμος είχε αλλάξει. Ο νέος χρόνος μου χαμογέλασε με μια αναρρωτική μακράς διαρκείας, τους ανθρώπους που έχανα ξανά κοντά μου και μια σκυλίσια ψυχή λιγότερη. Κάποιος άλλος πήρε τη θέση μου. Τη δεύτερη φορά που αντάμωσα το θάνατο, ήταν αέρας. Ετσι τον ένοιωσα να περνάει από δίπλα μου, σα φύσημα που σηκώνει τις φούστες του επικείμενου καλοκαιριού στριγγλίζοντας ακατανόητες ικεσίες, για να αποκαλύψει τελικά την πιο κρύα νύχτα από κάτω. Την αιώνια νύχτα της λιωμένης σάρκας κάτω απ’ το πέπλο της νόησης. Την αλήθεια του αίματος. Αυτή τη φορά δεν ήταν μέρα σημαδιακή, όμως ένας δεύτερος φίλος τον σταμάτησε κι επιβιβάστηκε με το δικό μου εισιτήριο. Οταν ξύπνησα κι απο εκεί, ο κόσμος είχε αλλάξει και πάλι. Τώρα που προβάρω την ώριμη αυτοκτονία μου, συνειδητοποιώ ότι σήμερα στη ζωή μου δεν υπάρχει πια παρά μόνο ένας από εκείνους που συντέλεσαν στις άγουρες προσπάθειες του θανάτου. Ετσι είναι η ζωή: σήμερα μπορείς να πεθάνεις για κάτι που αύριο εσύ ο ίδιος θ’ αφήσεις να φύγει. Ομως σήμερα δε μπορείς να τ αφήσεις όποιο κι αν είναι το κόστος. Σήμερα οφείλεις να πεθάνεις γι αυτό το σουήτ νόθινγκ του αύριο. Κι έτσι, αυτή τη φορά δεν αποδέχομαι από κανέναν να αναλάβει το χρέος μου, να με ξεγελάσει γι άλλη μια φορά και να μου πάρει τη θέση στο Τίποτα εξπρές. Αυτή τη φορά θα πάω μόνος. Γιατί τον τρίτο θάνατο τον είχα ήδη συναντήσει όταν με κοίταξε. Αλλά τον μπέρδεψα με την αγάπη. Που να το φανταστώ... -Μη φοβάσαι όμως εσύ, με καθησύχασε. Δεν είναι αυτή η κουβέντα μας ένα μήνυμα για το οποίο πρέπει να κινητοποιηθείς, να ειδοποιήσεις τις αρχές, να επέμβουν, να γίνει θέμα στον Τύπο, να ακόμα ένας που σώθηκε να λένε, να αναλύουν τη δυναμη των φίλων και τη δυναμη της απελπισίας. Ούτε και ν ανησυχήσεις αν είσαι φίλος και να με πλακώσεις στα τηλέφωνα παραμονιάτικα γιορτών. Αφού είσαι φίλος, ξέρεις ήδη πως κάτι τέτοιο δε θάχε νόημα μαζί μου. Οχι όχι, μην ανησυχείς, αυτός ο θάνατος δεν θα έχει αίμα. Αν έχει αίμα δεν θα είναι θάνατος μα τραγωδία κι εγώ δεν υπήρξα ποτέ κάτι πιο τραγικό από τον κλόουν που δε μπορεί να ευτυχήσει χωρίς τη στολή. Πως να με γράψουν εμένα οι εφημερίδες χωρίς να γελάω τρανταχτά στον τάφο μου από την ειρωνεία; Τόσο χαμένος στο κοινότοπο, μάλλον ανίκανος να ματώσω κανέναν πέρα απ τις φωνητικές μου χορδές. -Εν πάσει περιπτώσει ας μη σε κουράζω, συνέχισε. Την 31η Δεκεμβρίου, έτσι, επειδή το αποφασίζω εγώ, μου επιβάλω την έσχατη ποινή. Θάνατο ορίζω το να εγκαταλείπεις κάτι που αγάπησες ενώ έχεις κάνει όρκο να μην το εγκαταλείψεις ποτέ, ό,τι κι αν γίνει. Θάνατος είναι να πατάς αυτόν τον όρκο επιλέγοντας να διασώσεις αυτούς που μπορείς κι όχι όλους. Να υπακούς πια στον όρκο της απουσίας, στην φονταμελιστική επιταγή της ελευθερίας του άλλου, ακόμα και του πιο γελοίου υποκειμένου, ως μείζωνος αγαθού, πάνω από οτιδήποτε άλλο. Οπότε μην ανησυχείς. Ακόμα κι αν δεν μιλούσαμε τώρα μαζί, αλλά μιλούσα με κάποιον άλλον που θα με έλεγε εκβιαστή έτσι ασυλλόγιστα, που θα με έβλεπε σα σκουλήκι και που θα θεωρούσε πως αν εγώ πεθάνω, θα ήταν μια ενέργεια με στόχο να εκβιάσει εκείνον, ακόμα κι αν μιλούσα με αυτόν που με είδε να χλωμιάζω κι αρνήθηκε να καταλάβει πως δεν ήταν από τον χαμηλό φωτισμό, ακόμα κι αυτό το ανυπεράσπιστο κάθαρμα, ο άπιστος Θωμάς των ανάξιων δε χρειάζεται να ανησυχεί και τρέχει να προστατεύσει τον εαυτούλη σου από τον τρελό. Δε θα σε πάρω μαζί μου έτσι όπως φοβάσαι, ηλίθιε, παρτάκια, γ... [Δε θα επαναλάβω τις ακατασχετες βρισιές που ακολούθησαν. Πρέπει να σας πω εδώ ότι ο φίλος μου μερικές φορές χάνει τον ειρμό του και δεν καταλαβαίνεις σε ποιόν απευθύνεται. Νομίζω ότι πρέπει να βλέπει και οράματα γιατί συχνά βρίζει τα θεία] -Την 31η Δεκεμβρίου του σωτηρίου μας έτους, συνέχισε απτόητος μετά τα μπινελίκια, θα πεθάνουν οι μαύρες ελιές, ο Τριστάνος, οι βόλτες στον Ιανό, τα μεσημέρια της Παρασκευής, οι ατέλειωτες ώρες αναμονής, οι Πόλεις άνωθεν στοών, η οδός Κοραή, ο βράχος στην Ακρόπολη, οι εξωλεκτικές επικοινωνίες, τα σήμαντρα της γραφής, ο μετρ και η μαργαρίτα, η Κατρίν Λεσκώ, ο τρόπος που μυρίζουν τα καινούργια βιβλία όταν τ ανοίγεις στη μέση, όλα τα ντελίρια της γης, οι μπύρες και τα φυστίκια, το ταξίδι στην άκρη της νύχτας, η Κοκό Σανέλ, ο Ντέηβιτ Μπάουι, ακόμα κι εκείνος ο τυφλός γιατρός του Σαραμάγκου -μαζί με τη γυναίκα του. Σε προηγούμενη κουβέντα [με κοίταξε εδώ στα μάτια ο φίλος μου] σου είπα ότι προσδιορίζω το εγώ μου ως το συμπίλημα εκείνων που αγαπώ, το κάτι περισσότερο της αγάπης από το άθροισμα των κορμιών της. Ολα αυτά κι άλλα χιλιάδες απερίγραπτα θα πεθάνουν μαζί μου λοιπόν, για να μπορέσουν να ζήσουν οι αισθήσεις ξανά, να επιστρέψει η επιθυμία, κι όσα τώρα στοιχειώνουν το μέσα μου, επιτέλους να ξεδιπλωθούν σαν το σχοινί του χαρταετού που τώρα δεν επιτρέπω να υψωθεί. Γιατί το να χαρούν εκείνοι που αγαπάς, είναι κάτι που εξαρτάται κύρια από απ’ τη δική σου ικανότητα να εισπράττεις και να τους δίνεις χαρά. -Καταλαβαίνεις; με ρώτησε με αγωνία. Δεν έχω πια το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Δεν έχω το δικαίωμα της αυτοκαταστροφής. Δεν έχω το δικαίωμα...παρά μονάχα στο μέσα μου να επιτρέψω να σβήσει, σ αυτό που μέχρι τώρα κρατούσα ημιθανές με τη φλογίτσα της ελπίδας. Δυό χρόνια το κατάφερνα. Δεν αντέχω πια...Αν δεν το σκοτώσω θα με σκοτώσει. Τότε κι εγω, που στο μεταξύ είχα βαρεθεί τόση μιζέρια και με έτρωγαν εδώ και ώρα τ’ αρχίδια μου, τα έξυσα με ηδονή. Οταν ικανοποιήθηκα του είπα: -Ρε μαλάκα, πότε θα αρχίσεις να πιστεύεις σε κάποιο θεό; Εναν μανιτού έστω; Ή σε κάτι πέρα απ το τίποτα τέλος πάντων; Δε βλέπεις ότι αν δε σε ανάγκαζε να το πεθάνεις αυτό το περίφημο «μέσα σου» δε θα είχες τρόπο να υποδεχθείς αυτό που θα συμβεί στο νέο «μέσα σου» μόλις ξυπνήσεις του χρόνου; Πως δεν θα το έβλεπες καν; Πως θα πέρναγε πάλι από δίπλα σου, όπως εκείνα τα μοντέλα που κάνουν κάστινγκ κάθε τόσο στον από κάτω όροφο και που εσυ, απιθανομαλάκα μου, περνάς αέρινος ανάμεσά τους χωρίς καν να τις παρατηρείς; Πως δε θα είχες τίποτα, κανένα αισθητήριο για να αφήσεις δυό γαλάζια μάτια να σε μαγέψουν και μια φωτεινή ψυχή να φωλιάσει; Πως δε θα απολάμβανες αλλιώς ποτέ ξανά το φιλί ενός παιδιού; Αφού ο ίδιος τόχεις πει πως είχε δίκιο ο Καζαντζάκης, τώρα μου πενθείς τάχα που θα είσαι ελεύθερος; Αντε ξεχρέωνε ρε. Κι άσε να ζήσουν αυτοί καλά, αυτοί που θα "σκοτώσεις" λεω, δολοφόνε. Βλέπεις εχέσθησαν για τους μικρούς σου φόνους. Σε πήραν είδηση με τ άσφαιρα καψούλια σου. Υγιείς τους βρίσκω αυτούς. Νομίζω πως με έβρισε, αλλά μ αυτόν πάντα βριζόμαστε οπότε δεν έδωσα σημασία. Κάτι μου είπε για την ελευθερία ως επιλογή και ως ευθύνη και ως οικειοθελή εξάρτηση, κάτι τέτοιες αρλούμπες που συνηθίζει. Δεν πολυκατάλαβα κι ούτε έδωσα σημασία, όλο παπαριές λέει, είναι της φιλοσοφίας όταν τα τσούζουμε -και μετά ρεύεται δυνατά για να του περάσει, λέει, ο Κάντ. Οπως κάνει ο γιός του για τις καούρες. Παιδί κι αυτός. Οπότε τσουγκρίσαμε τις μπύρες, του είπα οτι έχω δουλειά κι έφυγα. Δε με ενοιαξε να τον παρηγορήσω άλλο. Γιατί το ξέρω πως θα ξυπνήσει ξανά ο μαλάκας, άλλες δυό φορές τόχει κάνει. Και να δεις που θάναι 2 του Γενάρη. Αλλά πάντα έτσι γκρινιάρης ήταν με την τύχη του.
Ρέψου να σου περάσει ο Καντ (Μια κριτική του καθαρού [παρα]λόγου)
Αναρτήθηκε από Nomad at 12.12.07
Eνότητα: Ιστορίες που θαθελα ν αρέσουν σε ανθρώπους που ξέρω
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου