Το χάος είναι τάξη χωρίς κώδικα. Γενικό πλάνο. Κόσμος, φασαρία, ένα μαγαζί. Βλέπουμε ένα ζευγάρι. Κάθονται στην καφετέρια. Παραγγέλνουν. Ο άντρας σκέφτεται αυτή τη φράση για το χάος –που την έχει όμως διαβάσει; Ισως στο Ταο; - καθώς κοιτάει τη γυναίκα, που με τη σειρά της κοιτάζει το άπειρο. Εκείνη κοιτάει οπουδήποτε εκτός από τα μάτια του. Αγναντεύουν τριγύρω. Αποφεύγουν ο ένας το βλέμμα του άλλου. Εκείνος για να μην της προκαλέσει αμηχανία με τα ερωτικά μηνύματα που της έστελνε η ματιά του, εκείνη για να εμποδίσει αυτή την τηλεπάθεια. Στατικό πλάνο Αγγελόπουλου. Τα τελευταία λεπτά έμειναν και οι δυο σιωπηλοί. Δεν ήξεραν τι άλλο να πουν. Είχαν εξαντλήσει τις συνήθεις κουβέντες, τα πως πέρασες χθες, που πήγες και τέτοια. Αν συνέχιζαν να μιλούν, θα έπρεπε να μιλήσουν για τη σχέση τους. Η κατάσταση είχε γίνει δυσάρεστη. Εκείνος προσπαθούσε να μη στείλει κι εκείνη να μην πάρει το μήνυμα. Αλλά σε πείσμα και των δύο, το μήνυμα δεν πέθαινε, ήταν εκεί, σαφές και με απόλυτη ευκρίνεια, αρκούσε να κοιταχτούν στα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα για να επιδοθεί. Κι αν το έκαναν, εκείνη θα το βραχυκύκλωνε αμήχανη κι εκείνος θα εκνευριζόταν. Αδιέξοδο.‘Ετσι συνεχίζουν να πίνουν τους καφέδες τους σιωπηλοί, μέσα σε μια σιωπή γεμάτη ένταση και νοήματα, μια σιωπή πιο εύγλωττη από οτιδήποτε θα μπορούσαν να πουν εκείνη τη δύσκολη στιγμή. Μπούρδες, σκέφτεται ο άντρας. Δεν υπάρχει εύγλωττη σιωπή, αυτό είναι ευφημισμός της αποτυχίας μας να εκφράσουμε αυτό που σκεφτόμαστε. Οι εύγλωττες σιωπές είναι κόμποι στο λαιμό μας, σκέψεις που δε βρίσκουν τις λέξεις τους, είναι το φράγμα που θέτει καμιά φορά η γλώσσα στο συναίσθημα.Βλέπουμε άλλα ζευγάρια. Τα περισσότερα γελούν. Το πλάνο περιπλανιέται λίγο στο χώρο κι επιστρέφει.Τι να σκεφτόταν εκείνη; Γιατί αρνιόταν τόσο πεισματικά αυτό που εκείνος ήταν σίγουρος ότι συνέβαινε ανάμεσά τους; Σίγουρος, γιατί αν δεν επικοινωνούσαν τηλεπαθητικά στο θέμα του έρωτα, αν εκείνη, όπως υποστήριζε, δεν ένοιωθε πια τίποτα για το ζήτημα αυτό και δεν του μετέδιδε τις σκέψεις της, τότε εκείνος άκουγε φωνές μέσα στο κεφάλι του, άκουγε φαντάσματα, και άρα, άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Ο άντρας θυμήθηκε. Δεν είχαν ξεφύγει από την συνήθη οδό. Είχαν πει το αφόρητα κοινότοπο «ας μείνουμε δυο φίλοι», μόνο που την ώρα που το έλεγαν το εννοούσαν κι ας γνώριζαν πως η φράση αυτή είναι ό,τι χειρότερο για κάποιον που θέλει να βάλει τελεία σε μια ερωτική σχέση. Κι ακόμα χειρότερο είναι να μιλάς γι αυτά τα θέματα. Γιατί η κοινή εμπειρία από τις χιλιάδες ιστορίες της ερωτικής ζωής, διατείνεται πως τέτοιες συζητήσεις είναι επικίνδυνες, ξεκινάς με διάθεση να σκοτώσεις τον άλλον και καταλήγεις να σπαρταράς στην αγκαλιά του. Εξάλλου πόσες φορές στην ιστορία συνέβη πραγματικά να παραμείνουν φίλοι δυο άλλοτε εραστές; Η διαφορά ήταν πως και οι δύο πίστευαν ότι αυτό ήταν πράγματι εφικτό και το ήθελαν, καθώς οι χωρισμός τους δεν υπήρξε αποτέλεσμα κάποιου καυγά ή του σβησίματος της φλόγας, αλλά μια απόφαση εντιμότητας, έστω όψιμης. Δική της απόφαση. Είχε αποφασίσει ότι δεν άντεχε άλλο να παίζει το διπλό ρόλο της μυστικής ερωμένης, έστω και για χάρη ενός μεγάλου, ξαφνικού έρωτα. Κι εκείνος την καταλάβαινε. Ίσως ήταν λιγότερο έντιμος από την ίδια, ίσως άντεχε περισσότερο τη διπροσωπία, ίσως ξεχώριζε απολύτως –αντρίκεια ιδιότητα αυτή κυρίως- τη φανερή από τη μυστική του σχέση, ίσως αγαπούσε και τις δύο πραγματικά πολύ, αλλά την καταλάβαινε. Δεν μπορούσε λοιπόν να την κατηγορήσει για την επιλογή της κι εξάλλου, πάντοτε το’ ξερε πως τα ωραία τελειώνουν νωρίς. Τώρα λοιπόν, από την επιθυμία τους να παραμείνουν πραγματικά φίλοι μετά τη θυελλώδη ερωτική τους σχέση, είχε προκύψει το χάος. Έστω, η κρυπτογραφημένη τάξη. Γιατί πώς να εμποδίσεις το βλέμμα να στέλνει τα μηνύματα της ψυχής στον άνθρωπο που αγαπάς; Πώς να τιθασεύσεις δια της λογικής το συναίσθημα; Εκατομμύρια το δοκίμασαν, ελάχιστοι το κατάφεραν.Αυτοί οι δύο άνθρωποι που βλέπουμε να πίνουν τον καφέ τους αμίλητοι, αγαπιούνται πραγματικά. Αλλά βρίσκονται σε διαφορά φάσης. Τώρα το πλάνο τους δείχνει από ψηλά, σα να τουςς βλέπουμε ανεβασσμένοι έναν όροφο επάνω. Τους κοιτάμε λοξά, ελαφρά προς τα δεξιά, με προοπτική. Απέναντι μια σκάλα, τα υπόλοιπα τραπέζια, άνθρωποι που τρώνε και πίνουν, χαμογελούν και συζητούν. Εκείνοι καπνίζουν και κοιτάνε προς την ίδια κατεύθυνση, παράλληλα. Τι ειρωνεία… Στους ερωτευμένους το βλέμμα διασταυρώνεται. Αν ζουμάρουμε στο τριχωτό της κεφαλής τους και περάσουμε το δέρμα και το καύκαλο του κεφαλιού τους, θα πέσουμε σε δυο εγκεφάλους σε χαοτική υπερδιέγερση. Σκέφτονται χιλιάδες πράγματα ταυτόχρονα. Σκέφτονται αν είναι εφικτό ή μάταιο αυτό που επιχειρούν. Αν μπορούν να συνταιριάξουν τις διαφορετικές τους αποφάσεις. Διαφορετικές, γιατί ενώ και οι δύο συμφωνούνε ως προς το κοινότοπο της διατήρησης μιας φιλίας μετά τον έρωτα, ο καθένας τη βλέπει διαφορετικά. Εκείνος δεν κρύβει ότι τη θέλει ακόμα. Αλλά της παραχωρεί το προνόμιο να αποφασίσει εκείνη μόνο, αν ποτέ της συμβεί ξανά να τον θελήσει πραγματικά χωρίς να αισθάνεται το βάρος της απάτης. Εκείνη έχει κλειδώσει, έτσι λέει, το ερωτικό στοιχείο που λίγο καιρό πριν ένοιωθε γι αυτόν. Ήταν όμορφα ως εδώ μα φτάνει πια. Αυτή είναι η απόφασή της. Και τώρα, αν το πλάνο ξαναβγεί από τα μπερδεμένα κεφάλια τους κι επανέλθει σε γκρο πλαν των εκφράσεών τους, θα αντιληφθούμε ίσως, από το σφίξιμο των χειλιών τους, τα μάγουλα που τεντώνονται, τα δόντια που τρίζουν, τα φρύδια που συνοφρυώνονται, τα δάχτυλα που χτυπούν στο τραπέζι, τα δεκάδες αποτσίγαρα στο τασάκι, ότι σε διαπραγμάτευση με τον εσώτερο εαυτό του καθενός δεν βρίσκεται πια ο έρωτας, αλλά η ίδια τους η ύπαρξη, η τάξη που γκρεμίστηκε, η ανάγκη επινόησης μιας νέας τάξης, μιας καινούργιας κωδικοποίησης του χάους.Ας πάμε λίγο μακρύτερα. Τώρα τους βλέπουμε από μπροστά. Μιλούν και πάλι. Αναλύουν. Κάθε τους φράση καταλήγει σε αποσιωπητικά. Εκείνη δεν παύει να εξηγεί ότι δε νοιώθει πια τη λαχτάρα του πρώτου καιρού. Ότι τον αγαπάει, αλλά δεν υπάρχει ζήτημα ερωτισμού. Εκείνος προσπαθεί να καταλάβει τι του ζητάει. Πως είναι δυνατόν να μην την κοιτάει έτσι όπως νοιώθει; Και κυρίως, πως είναι δυνατόν να παραλαμβάνει τηλεπαθητικά στο μυαλό του την αναφορά παράδοσης του μηνύματός του, ενώ εκείνη αρνείται ότι το έλαβε;Κοντινό πλάνο. Ο άντρας δαγκώνει τα νύχια του. Τα έχει κατακρεουργήσει τελευταία. Κι εκείνη δεν πάει πίσω. Οταν για πολλοστή φορά οι σκέψεις του αποτυγχάνουν να εκφραστούν στις λέξεις που θα ήθελε, όταν για μια ακόμα φορά βλέπει να προκαλεί ενόχληση με τα μηνύματά του αντί για χαμόγελο, τότε ξαφνικά, για πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισε, νοιώθει ένα κρακ. Κάπου στα σωθικά του κάτι τσακίζεται. Έκπληκτος, την κοιτάει ίσια στα μάτια. Εκείνη δε δείχνει να έχει καταλάβει τίποτα. Προσπαθεί να της στείλει το μήνυμα. Πρώτη φορά προσπαθεί. Ως τώρα απλά συνέβαινε. Δεν τα καταφέρνει. Ξαναπροσπαθεί. Τίποτα δε συμβαίνει. Καμία αναφορά παράδοσης αυτή τη φορά. Την κοιτάει ξανά όσο πιο έντονα μπορεί, καρφώνει το βλέμμα του στις μαύρες ελιές πού’ χει για μάτια. «Σε θέλω», της λέει απεγνωσμένα μέσα του. Καμία επίδοση. Και ξέρει, ότι η αποτυχία δε συμβαίνει αυτή τη φορά επειδή εκείνη έχει μπλοκάρει το μυαλό της. Κοιτάμε τα πόδια τους. Τα δικά του κουνιούνται συνεχώς. Τα δικά της όχι. Κάτι συμβαίνει, αυτήν ακριβώς τη στιγμή μέσα στον άντρα. Κάτι καινούργιο του συμβαίνει. Αλλά εκείνη δεν το καταλαβαίνει. Μέσα της συνεχίζει να εξελίσσεται η μάχη μεταξύ της ενοχλημένης παραίτησης από έναν γκόμενο που ξεκίνησε όμορφα αλλά εξελίχθηκε σε φόρτωμα και της επιθυμίας της να συνεχίσει να τον σέβεται σαν έναν άνθρωπο αξιοσημείωτο, έναν μέντορα που τη δίδαξε με αγάπη όσα μπορούσε και την άφησε καλύτερη από όσο τη βρήκε, ίσως πιο συνειδητοποιημένη σαν άνθρωπο.Τους παρακολουθούμε να σηκώνονται και να φεύγουν. Λίγο αργότερα, στο σταθμό του τρένου, εκείνη θα του χαιδέψει το μάγουλο και θα του χαρίσει –επιτέλους- ένα από τα χαμόγελα που εκείνος τόσο αγάπησε. Θα μπει στο τρένο και θα φύγει, έχοντας για μια ακόμα φορά νοιώσει μέσα της τη νίκη της γλυκύτητας επί της πικρής αμηχανίας που εκείνος της προκαλεί με την επιμονή του να την κοιτάει έτσι. Εκείνος θα προχωρήσει, θα μπει σε ένα βιβλιοπωλείο –πάντα το κάνει αυτό όταν νοιώθει αλλόκοτα, τα βιβλιοπωλεία τον ηρεμούν. Θα πιάσει ένα και μοναδικό βιβλίο στα χέρια του, μόνο αυτό το βιβλίο θα ανοίξει. Κοντινό πλάνο στα μάτια του. Κοντεύουν να βουρκώσουν. Αλλά αυτή τη φορά όχι για εκείνη. Κοιτάμε το βιβλίο που έχει ανοίξει. Στην πρώτη κιόλας σελίδα, θολά στην αρχή και κατόπιν ευκρινώς, διαβάζουμε ένα επίγραμμα:-Το χάος είναι μια τάξη που θέλει αποκωδικοποίηση.Κι από κάτω, η πηγή που δε θυμόταν: Το βιβλίο των αντιθέτων. Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να βρεις αυτό που σκεφτόσουν πριν λίγη ώρα, εντελώς τυχαία, μέσα στο μοναδικό βιβλίο που ανοίγεις, από τα εκατομμύρια των βιβλίων; Η κάμερα ξαναμπαίνει στο μυαλό του και βλέπουμε χιλιάδες γρανάζια να δουλεύουν. Γρανάζια μιας μηχανής ακατανόητης στον ίδιο της τον εαυτό. Αλλά στην άκρη της παρεγκεφαλίδας, μια αναλαμπή μας αποσπά την προσοχή. Μια καινούργια σύναψη γεννιέται. Τώρα ο άντρας ξέρει τι ήταν το κρακ που ένοιωσε. Και ξέρει πως δε θα κάνει πια καμία προσπάθεια να το εξηγήσει σε κανέναν, καμία κίνηση, κα. Ξέρει και γιατί. Και το κυριότερο, ξέρει πια πως μόνο όταν εμπνέει μπορεί να ζει με όση ευτυχία επιτρέπει το ξανακωδικοποιημένο χάος στους αλλόκοτους. Κλείνει το βιβλίο και το αγοράζει. Τον βλέπουμε να βγαίνει από το βιβλιοπωλείο και να στρίβει σε μια γωνία. Τίτλοι τέλους. --- μεταφορά απο multiforums.gr
Μικρού μήκους
Αναρτήθηκε από Nomad at 3.11.07
Eνότητα: Ιστορίες που θαθελα ν αρέσουν σε ανθρώπους που ξέρω
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου