Εκείνη την Πρωτοχρονιά το βράδυ ο Στέφανος είχε σκοπιά. Σκεφτόταν οτι χιλιάδες άνθρωποι θα γιόρταζαν την αλλαγή του χρόνου δουλεύοντας, πεινώντας, διψώντας, πεθαίνοντας. Ομως ποτέ δεν βοηθάει κάποιον που πονάει να σκέφτεται οτι στην άλλη άκρη του κόσμου ένα παιδί απο την Ουγκάντα πονάει ακόμα περισσότερο. Δεν περνάει έτσι ο πόνος. Δυστυχώς. Οσο χαρούμενες είναι οι γιορτές όταν έχεις κοντά τους αγαπημένους σου, όταν μπορείς να μοιραστείς στην αγκαλιά τους το νόημα ενός κόσμου που μονάχα με την αφή και τη σιωπή κατανοείται, τόσο σκληρές είναι για τους μοναχικούς. Κι ίσως η βαρύτερη μοναξιά είναι εκείνη του φαντάρου που τη στιγμή της αλλαγής του χρόνου φυλάει σκοπιά. Ο Στέφανος είχε δυό μέρες πριν τσακωθεί άσχημα με τη γυναίκα που αγαπούσε. Στην προηγούμενη έξοδο. Χωρίς ουσιαστικό λόγο. Καταπονημένος από το άσκοπο της θητείας και το παράλογο του στρατού, την είχε αναίτια πονέσει, σίγουρος πως όσο εκείνος έπηζε στο φυλάκιο, εκείνη... Εκείνη ποιός ξέρει τι έκανε και δέ σήκωνε το γαμημένο της τηλέφωνο. Είχαν τσακωθεί και παρότι η Σοφία προσπάθησε, ο Στέφανος την εγκατέλειψε χωρίς ένα φιλί, παίρνοντας εκείνο το ηλίθιο ύφος του θιγμένου, το απονενοημένο στυλάκι του αδικημένου, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει γιατί το έκανε. Είχαν χωρίσει αμίλητοι και εκείνος ένοιωθε τώρα να τον τσακίζει το δόκανο της μοναξιάς, να του σκίζει τις σάρκες το αλύπητο μαχαίρι του ενικού αριθμού. Ενοιωθε πως καμιά αγκαλιά περα από της μάνας του δεν υπήρχε για να χωθεί και να γιορτάσει μαζί της, να κάνει όνειρα για το μέλλον μαζί της, να τη σκεφτεί έστω και να πει "δεν πειράζει" για την αβάσταχτη μοναξιά της γιορτής. Ο Στέφανος αισθανόταν ολότελα, αμετάκλητα, οριστικά, σπαρακτικά μονάχος του. Και κανένα μέλλον, καμία λογική, κανένας ορθολογισμός δε μπορούσε εκείνη τη στιγμή να γιατρέψει αυτή την πληγή του ενός που διαβαίνει το χρόνο παραμένοντας ένας. Στις 11.55 παράτησε τη σκοπιά. Απο μακρυά άκουγε τους αχούς της μικρής πόλης που διασκέδαζε. Εσυρε τα βήματά του στη μέση του σκοτεινού γηπέδου -το φυλάκιό του βρισκόταν πίσω απο το επάνω πέταλο. Δεν υπήρχε περίπτωση να γινόταν έφοδος πριν απο τις 12.15 υπολόγισε. Είχε μαζί του το παλιό ΦΝ και γεμιστήρα. Τι ωραία που θα ήταν να τίναζε τα μυαλά του στον αέρα εκεί, στη μέση του γήπεδου, ακριβώς στην αλλαγή του χρόνου. Αλλά πολύ μελό του φαινόταν. Και εξαιρετικά προβλέψιμο. Και καθόλου συμβολικό. Ηλίθιο. Το απέρριψε. Στις 11.56 έπιασε ψιλόβροχο. Στάθηκε στη σέντρα, εβγαλε το κράνος κι έστρεψε το πρόσωπο στον σκοτεινό ουρανό. Συνήθως ο Ντουμάνης, ο σκύλος του στρατώνα συντρόφευε στους σκοπούς. Ηταν η κοινή, η μόνη κοινή αδυναμία του διοικητή και των φαντάρων. Ενα υπέροχο κοπρόσκυλο, διασταύρωση κόκερ με αλητόβιο μπάσταρδο. Ετσι κυκλοφορούσε χύμα και χορτάτος, παρότι οι σκύλοι μέσα στα στρατόπεδα δεν επιτρέπονται τυπικά. Αλλά τώρα που τον ήθελε, ακόμα κι ο Ντουμάνης ήταν εξαφανισμένος. Στις 11.57 αναψε τσιγάρο κρύβοντας την κάφτρα και προσέχοντας να το καλύπτει . Για να μη φαίνεται και να μη βρέχεται. Ειχε ηδη γίνει μούσκεμα και η βροχή δυνάμωνε. Tρείς τζούρες πρόφτασε να ρουφήξει προτού μουσκέψει κι αυτό. Ενοιωθε το κρύο να τον περονιάζει αλλά αδιαφόρησε. Κάρφωσε το όπλο με τη λόγχη βαθειά στο νοτισμένο έδαφος. 20 μέρες φυλακή είναι αυτο, σκέφτηκε. Αδιαφόρησε ξανά. Στις 11.58 αναπόλησε τη ζωή ως τώρα. Τίποτα σπουδαίο. Κι εκείνη, ποιός ξέρει με ποιόν θα φιλιόταν σε λίγο, με ποιόν θα καλωσόριζε τον καινούργιο χρόνο. Στη θέση του. Τη δική του θέση. Τη δική του γυναίκα. Μα τί είναι στα αλήθεια δικό μου; σκέφτηκε ξανά. Ακόμα και τα ρούχα που φοράω είναι του κράτους, το όπλο της πατρίδας, ο ρόλος μου προκαθορισμένος, η πόλη ετούτη ξένη... Ακόμα κι ο σκύλος που αναζητώ είναι κοινός. Ουτε καν αυτός δεν είναι δικός μου... Στις 11.59 γονάτισε στο έδαφος. Αρχισε να μετραει ανάποδα τα δευτερόλεπτα. Θέλω να έχω! φώναξε. Θέλω να έχω τα δικά μου πράγματα! Θέλω να γίνω ευτυχισμένος! Κι άλλες αστραπές. Καταιγίδα. Και βροντές. Στο πέταλο διέκρινε τη φιγούρα του ζώου να έρχεται τρέχοντας κατεπάνω του. Αλλά με τα ζεστά δάκρυα να ανακατεύονται με την κρύα βροχή, δεν έδωσε πια σημασία. Δεν έχω τίποτα... Δεν είμαι κανείς... Είμαι μόνος μου... φώναξε δυνατά. Ούρλιαξε. Στο αιώνιο δευτερόλεπτο ανάμεσα στις 11.59.59 και στις 12.00 έπεσε ο κεραυνός. Χτύπησε το όπλο που ειχε καρφώσει στη γη στη μέση του γηπέδου και τον Ντουμάνη τη στιγμή που πηδούσε πάνω του κουνώντας χαρούμενα την ουρά. Ο ηλεκτρισμός διαπέρασε κι εκείνον τόσο ώστε να χάσει τις αισθήσεις του. Ξυπνησε στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Ειχε 1 μήνα αναρρωτική άδεια και 10 μέρες φυλακή -επιεικώς. Η Σοφία ήταν εκεί και του χάιδευε τους κροτάφους με το γλυκό της χαμόγελο και τα μάτια υγρά από αγάπη. Συνειδητοποίησε ότι την είχε στο πλευρό του. Είχε μπόλικα εγκαύματα κι επιδέσμους. Είχε λόγους να αναρρωτιέται. Φαγητό στο κομοδίνο. Μια καινούργια πίστη. Τρείς φίλους στο καπνιστήριο. Ενα αυτοκίνητο στο πάρκινγκ. Ενα σπίτι να τον περιμένει. Μια ευκαιρία ακόμα. Τη ζωή μπροστά του. Τη θλίψη πίσω του. Την τύχη μαζί του. Τον πληθυντικό ξανά. Αλλά οι πρώτες του φράσεις, όπως τα συνειδητοποιούσε όλα αυτά ξυπνώντας από το λήθαργο, ήταν: "Θα'θελα να ΕΙΧΑΜΕ τον Ντουμάνη...." (Πρώτη δημοσίευση: multiforums.gr)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου