Η καλή ιστορία

Αφιερωμένο σε αυτούς που ποτέ δεν εμπλέκονται =========== Αν δεν έχεις την καλή ιστορία δεν έχεις τίποτα. Μπορεί νάχεις μάθει να χειρίζεσαι καλά τη γλώσσα, τους κώδικες και τις μεταφορές της. Μπορεί να πάρεις σκατά και να τα κάνεις παπάδες, να δημιουργήσεις μείζον πολιτικό ζήτημα με υποθέσεις, να κλονιστεί η κυβέρνηση και να βγάλουν διαψεύσεις οι τράπεζες. Αλλά πραγματικό θέμα δεν έχεις. Η ιστορία είναι το πάν, όλα τ’ άλλα γίνονται μόνο και μόνο για να βγάλουν οι ρεπόρτερς το ψωμί τους και να μη γκρινιάζει ο διευθυντής. Είναι, ωστόσο, υπηρέτες της ιστορίας. Δούλοι και παλλακίδες της. Κι ο Αντρέας , που το μόνο που ήθελε πια ήταν να δημιουργήσει τη δική του ιστορία με ψίθυρους τζιτζικιων κάτω από κέδρους, άκουγε και ξανάκουγε τον τελευταίο καιρό τη μελαγχολική μουσική των Χαίνηδων και σιγοψιθύριζε μαζί τους τα λόγια από το ποίημα του Καρυωτάκη ου έχουν μελοποιήσει: «Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ όνειρό μου...» Αν δεν έχεις τη μεγάλη αγάπη δεν έχεις τίποτα. Μπορεί να είσαι καλός άνθρωπος, μπορεί να είσαι έξυπνος, δημιουργικός, καλός με τους φίλους σου και τους συγγενείς σου. Αλλά πραγματικό νόημα να ζεις δεν έχεις. Η ζωή της είχε γίνει σμπαράλια εδώ και ένα χρόνο. Από τότε που εκείνος είχε πεθάνει. Η Χριστίνα ένοιωθε τελευταία μονάχα κενό και πόνο. Σκεφτόταν και πονούσε. Ανάσαινε και πονούσε. Τίποτα δεν είχε νόημα, τίποτα απολύτως. Ούτε καν το ημερολόγιό της, το τελευταίο της αποκούμπι. Δεν μπορούσε να γράψει. Το παιδί το κρατούσαν όλο και περισσότερο οι δικοί της, γιατί ένοιωθε πως εκείνη δεν το άντεχε. Όχι πως δεν αγαπούσε τον μικρό της, καταλάβαινε όμως πως με την κατάθλιψη που ένοιωθε δεν ήταν η καλύτερη παρέα για ένα αγόρι 4 χρονών. Εδώ και έναν μήνα η Χριστίνα είχε παρατήσει ακόμα και τη δουλειά, ένα κατάστημα καλλυντικών στην Κυψέλη. Με το ζόρι η μάνα της την έπεισε να μην παραιτηθεί αλλά να δηλώσει ασθένεια, την είχε πάει μάλιστα σε έναν γνωστό της ψυχολόγο που της έγραψε κάποια νευρολογικής φύσης πάθηση που δικαιολογούσε δυο μήνες άδεια. Όμως εκείνη αρνιόταν να συνεχίσει τις επισκέψεις στον ψυχολόγο. Κι αυτό ήταν ένα πρόβλημα ακόμα μεγαλύτερο, αφού μήνες τώρα αρνιόταν να δεχθεί στο σπίτι και τους ελάχιστους φίλους που είχε. Αρνιόταν να δεχτεί ακόμα και τη Δώρα, την καλή της μικρότερη αδελφή. Εδώ κι έναν χρόνο ζούσε μόνο με εκείνον, με τη θύμησή του. Μόνοι τους. Στην αρχή όλοι της έλεγαν ότι ο χρόνος είναι γιατρός και πως θα συνηθίσει, πως πρέπει για χάρη του παιδιού να σταθεί δυνατή, πολύ δυνατή. Μπούρδες. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο άδεια ένοιωθε, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσε την ύψιστη απώλεια, τόσο βαθύτερα βυθιζόταν στο κενό. Το μόνο που την ανακούφιζε κάπως ήταν να βάζει και να ξαναβάζει στο πικ-άπ τη μελαγχολική μουσική των Χαίνηδων, που ήταν οι αγαπημένοι και του Δήμου, και να αφήνει τους στίχους να την παρασέρνουν: «...κι αν έχασα για πάντα τη χαρά...» Ήταν καλοκαίρι, ήλιος τρανός και λιοπύρι μεσημεριάτικο, και ο Αντρέας δεν είχε ιστορία. Δε φτάνει που περνούσε φάση μεγάλης καμπής στο επάγγελμα, δεν φτάνει που η ζωή του έμοιαζε με μοναχικό αστείο τον τελευταίο χρόνο, δεν είχε και ιστορία. Συνδυασμός αβάσταχτος. Η Ελένη τον είχε αφήσει γιατί εκείνη βρήκε μια άλλη ιστορία, σκεφτόταν ειρωνικά. Αλλά εκείνος από τότε δεν μπορούσε να βρει καμιά. Περνούσε διπλή κρίση. Αλλά ο κόσμος χέστηκε αν περνάς ερωτική αναποδιά κι ούτε τον νοιάζει αν ξέρεις να λες καλά ιστορίες αφού δεν έχεις κάποια να του πεις. Κανείς δε νοιάζεται για την απελπισία του άλλου. Κι έτσι ο Aδρέας, προχωρώντας στη σκονισμένη πόλη απομεσήμερο, τον ένοιωθε τον Καρυωτάκη στην ψυχή του: «...κι αν σέρνομαι στ ακάθαρτα του δρόμου...» Ήταν το πρώτο καλοκαίρι χωρίς εκείνον. Τίποτα δεν είχε πια νόημα. Κανείς δεν την καταλάβαινε πραγματικά. Ακόμα κι η αδελφή της μιλούσε με λόγια παρηγοριάς. Ποιά παρηγοριά; Ήξερε η Δώρα τι σημαίνει απώλεια; Το κακό όταν οι δυό γίνονται ένας, δεν είναι ο χρόνος που τους ξανακάνει κάποτε δύο. Είναι η απώλεια, το τέλος του χρόνου. Εκεί δε χωράει τίποτα άλλο, καμιά παρηγοριά, καμιά φιλοσοφία. Τέλος, απλά τέλος. Και έσονται δύο εις σάρκα μία, είχε πει ο παπάς. Οι δυό τους το είχαν κάνει. Ενσυνείδητα. Πως ήθελε λοιπόν η Δώρα να νοιώσει δυνατή; Με ποιά σάρκα; Κι έπαιζε η λύρα «...πουλάκι με σπασμένα τα φτερά...» Στη δουλειά αυτή, το είχε πια μάθει καλά, αξίζεις όσο η τελευταία σου επιτυχία. Οι καθημερινές ειδήσεις και κάτι έρευνες με πρωτοτυπία ραδικιού τον συντηρούσαν σε μια κατάσταση ύπαρξης στον φρουτοθάλαμο του ψυγείου. Γιατί οι καθημερινές ειδήσεις έχουν το μειονέκτημα ότι είναι κοινής λήψης, δηλαδή τις έχουν όλοι. Και τι ιστορία να πείς που τη λένε όλοι ταυτόχρονα; «Ψυγείο», έλεγαν στη δουλειά του την κατάσταση που ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι ενώ έξω κάνει ζέστη, εσύ έχεις τοποθετηθεί στον πάγο, να κάθεσαι να βλέπεις τα χιόνια να λιώνουν. Ακούγεται καλό αλλά δεν είναι. Άμα μείνεις μέσα πάνω απο 2-3 μήνες, παθαίνεις κάτι σαν κώμα. Επώδυνο. Οι καιροί ήταν παράξενοι και κανείς πια τόσο απαραίτητος ώστε να μην χρειάζεται να ανησυχεί. Αν ο κανείς ανησυχούσε, ο Αντρέας έπρεπε να τρέμει. «...κι αν έχει πριν ανοίξει το λουλούδι...» Αν οι γονείς της και η Δώρα ανησυχούσαν, η Χριστίνα έτρεμε. Έτρεμε για το παιδί. Συνειδητοποιούσε πως όσο κι αν το ήθελε δεν μπορούσε να αντλήσει χαρά. Δεν κατάφερνε να δεί στον μικρό Δήμο την μετενσάρκωση του μεγάλου, όπως της έλεγαν. Το προσπάθησε. Του έδωσε το όνομα του νεκρού. Τον λάτρευε. Μα δεν μπορούσε να νοιώσει χαρά από τα γελάκια του, τις μικρές του φρασούλες. Παρά έκλαιγε. Ώσπου αποφάσισε πως το παιδί δεν έφταιγε σε τίποτα και με ανακούφιση δέχτηκε να το κρατάνε οι γονείς της και η Δώρα. Έμεναν κοντά εξάλλου, ούτε 10 λεπτά με τα πόδια. Στην αρχή πήγαινε και το έβλεπε καθημερινά. Γρήγορα όμως κλείστηκε στο σπίτι και το έβλεπε 3-4 φορές την εβδομάδα που το έφερνε η Δώρα. Οι δικοί της ανησυχούσαν. Εκείνη έτρεμε. Μα ήταν πάνω απο τις δυνάμεις της να κάνει κάτι. Ήθελε να θρηνήσει. Μόνη. Ένοιωθε το σώμα και το μυαλό της μουδιασμένα, παγωμένα. Ήταν αδύνατον να νοιώσει αλλιώς. Ναι, ήθελε να λιώσουν τα χιόνια. Αλλά μάλλον θα αργούσαν. Αισθανόταν λες κι ο χειμώνας ήταν αιώνιος, για την ακρίβεια πως είχε αρχίσει ένα χρόνο πριν και τώρα είχε εισβάλει με την παγωνιά του στο φετινό καλοκαίρι. «...στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί...» Εκείνο το μεσημέρι βγήκε αποφασισμένος να μην επιστρέψει στο σπίτι του αν δεν έβρισκε επιτέλους μια ιστορία, η έστω αν δεν του ερχόταν μια καλή ιδέα ώστε να επινοήσει κάποια. Ο Αύγουστος με την άδεια αργούσε. Ένοιωθε ότι αν περίμενε άπρακτος ώσπου να έρθει, αυτή η άδεια θα ήταν η τελευταία του. Περπατούσε σφιγμένος και σκεφτικός την Πατησίων προς το κέντρο σιγοσφυρίζοντας Χαίνηδες, όταν με την άκρη του ματιού του παρατήρησε κάποια παράξενη κίνηση ψηλά, στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, δεξιά στην Αγίου Μελετίου. Ταυτόχρονα άκουσε γυναικείες κραυγές. Σήκωσε τα μάτια κάνοντας αντήλιο με το χέρι και είδε μια γυναικεία μορφή να έχει καβαλήσει τα κάγκελα στον εξώστη της παλιάς πολυκατοικίας και να φωνάζει. Μαζί του γύρισαν και μερικοί περαστικοί. Αρκετά χέρια υψώθηκαν με δάχτυλα που έδειχναν προς τα εκεί. -Η ιστορία! σκέφτηκε αστραπιαία ο Αντρέας. «...το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι...» Εκείνο το μεσημέρι συμπληρώθηκε ο χρόνος. Ήταν 2:00 όταν, ένα χρόνο πρίν, είχε χτυπήσει το τηλέφωνο και της είχαν ανακοινώσει το δυστύχημα. Η διάγνωση ήταν πνιγμός. Ο Δήμος είχε καταδυθεί με το ψαροντούφεκο και κανείς δεν ήξερε τι συνέβη εκει κάτω. Η Χριστίνα είχε ήδη πιεί δυό μπουκάλια αηγιωργήτικο από το πρωί. Το κρασί του. Θυμόταν πόσο του άρεσε αυτή η ποικιλία. Δεν έκλαιγε πια. Δεν ένοιωθε τίποτα, μόνο το κενό. Κι αυτόν τον πόνο, που μόνιμος πια, είχε πάψει να της κάνει εντύπωση. Το πήρε απόφαση. Το παιδί θα μεγάλωνε μια χαρά με τη Δώρα και τους γονείς της. Σίγουρα καλύτερα από ότι μαζί της. Δεν είχε να του προσφέρει τίποτα άλλο από τον πόνο της. Δεν το ήθελε αυτό. Καλύτερα να έφευγε από τη μέση. Να πήγαινε να τον βρεί. Στις δύο παρά δέκα άνοιξε την πόρτα κι έσυρε τα ζαλισμένα βήματά της στην ταράτσα. Ανέβηκε τη στριφογυριστή σκάλα και καβάλησε τα κάγκελα. Πέντε ορόφους κάτω, στην Αγίου Μελετίου, αρκετοί περαστικοί περπατούσαν. Ακόμα και σε αυτό ήταν άτυχη. Το από κάτω πεζοδρόμιο ήταν στη σκιερή πλευρά του δρόμου. Δεν ήθελε να πάρει κάποιον ανυποψίαστο μαζί της. Έκανε με τα χέρια της χωνί και φώναξε όσο δυνατά μπορούσε: «Φύγετε...» Κοίταξε το ρολόι της. Δύο παρά πέντε. Σε πέντε λεπτά. «...κι αν ξέρω πως ποτέ δεν θα ειπωθεί...» Ήξερε ότι πολύ σύντομα το σημείο θα πλημμύριζε κόσμο και αστυνομία -και τότε θα ήταν αργά. Δεν έχασε χρόνο κι έτρεξε προς την πολυκατοικία. Με μανία χτύπησε όλα τα κουδούνια. Η οχλοβοή δυνάμωνε στο δρόμο. Κάποιος του άνοιξε. Ο Αντρέας αγνόησε το ασανσέρ κι άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας από τις σκάλες. Δεν έδωσε σημασία σε μερικούς ενοίκους που είχαν ανοίξει τις πόρτες και τον κοιτούσαν, ούτε στην ανοιχτή πόρτα του τελευταίου ορόφου χωρίς κανέναν άνθρωπο στο άνοιγμά της. Λαχανιασμένος και με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι στην πλάτη του, έφτασε στον τελευταίο όροφο. Από μια σιδερένια στριφογυριστή σκάλα που υπήρχε από εκεί και πάνω, βγήκε στην ταράτσα. Επιτέλους, η καταραμένη ιστορία ήταν όλη δική του. Αρκεί να μην είχε πηδήξει. Ακούμπησε με την πλάτη στην πόρτα για μερικά δευτερόλεπτα προσπαθώντας να διώξει το λαχάνιασμα. Την είδε αριστερά του, όταν εκείνη ούρλιαξε γι άλλη μια φορά δυνατά προς τον κόσμο κάτω «φύγετε όλοι». Εκείνη δεν τον είχε δει ακόμα. Ο Αντρέας πλησίασε αργά. Σκέφτηκε ότι αν πήγαινε προσεκτικά θα μπορούσε ακόμα και να την αρπάξει. Από κοντά έμοιαζε μικροκαμωμένη σαν κοριτσάκι. Κι εκείνος ήταν γεροδεμένος. Ίσως να μπορούσε να την τραβήξει μέσα προτού εκείνη καταλάβει οτιδήποτε. Αλλά αμέσως έδιωξε τη σκέψη. Δεν ήθελε να φανταστεί τι θα γινόταν αν την τρόμαζε η αν του ξέφευγε από τα χέρια. Κι επιπλέον θυμήθηκε ότι δουλειά του ήταν να γράψει την ιστορία και όχι να γίνει μέρος της. Don't Get Involved... Κανόνας πρώτος. Προτίμησε λοιπόν να μιλήσει όσο πιο γλυκά και απαλά μπορούσε για να μην την τρομάξει. Αλλά εκεί που ετοιμαζόταν να πει κάτι, από το στόμα του, σχεδόν χωρίς σκέψη, βγήκε μελωδικά ένας στίχος από το τραγούδι που σιγοσφύριζε την ώρα που την είδε: «...κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου...» Σάστισε όταν άκουσε πίσω της εκείνη την απαλή φωνή να τραγουδάει ένα από τα τραγούδια που τόσο αγαπούσε και που τη συντρόφευε εδώ και μήνες. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να ακούσει. Έκπληκτη γύρισε και στην αντηλιά είδε τη φιγούρα ενός άντρα. Σα μεγάλη σκιά. Ζαλισμένη όπως ήταν από το κρασί και τις σκέψεις της ξέχασε για μια στιγμή που βρισκόταν και προσπάθησε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Ο ήλιος την εμπόδιζε. Το σουλούπι του όμως ... μα όχι... δεν θα αφηνόταν σε τέτοιες σκέψεις... όχι, δε θα βεβήλωνε τη μνήμη του Δήμου. Ήξερε πως δεν ήταν αυτός όσο κι αν εκείνη το ποθούσε τόσο δυνατά που θα δεχόταν να πιστέψει ακόμα και στα φαντάσματα μέρα-μεσημέρι στην Πατησίων. Αλλά όχι, θα ήταν εξαιρετικά αφελές ακόμα και για το μεθύσι της. Πρέπει να ήταν απλά κάποιος που την είχε δει και τώρα θα επιχειρούσε να τη σταματήσει. Πάντως είχε ωραία φωνή. Όμως το τραγούδι του την μπέρδευε. Αν ήταν απλά κάποιος επίδοξος σωτήρας, θα έπρεπε να είχε πει λέξεις και όχι στίχους. Και σίγουρα όχι αυτούς τους στίχους, που ακόμα και το πρωί εκείνη είχε ακούσει για πολλοστή φορά. Σημάδια. Θυμήθηκε ότι τον Δήμο τον είχε αγαπήσει χάρη στα σημάδια. Καθόταν στα σκαλιά της σχολής Καλών Τεχνών και μιλούσε με μια συμφοιτήτρια και φίλη της. –Να δεις που θα βγει ένας συγκλονιστικός άντρας σε λίγο, της είπε εκείνη. Τον ζωγραφίσαμε το μεσημέρι. -Μμμμ, είχε πει η Χριστίνα. Το συγκλονιστικό είναι υποκειμενικό. Εγώ θα ήθελα να με κοιτάξει συγκλονιστικά το μοντέλο σου. Εκείνος βγήκε μετά από λίγο. Και την κοίταξε. Τώρα εκείνη κοιτούσε τον παρείσακτο στο δράμα της, αλλά ο άντρας καθόταν ακίνητος πίσω της και δε μιλούσε. Πήγε να του πει κάτι αλλά το μετάνιωσε. Τελικά συνέχισε τον στίχο του τραγουδώντας τον επόμενο σιγανά με σπασμένη φωνή: «...βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ...» Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ο δημοσιογράφος, έλεγε ξανά στον εαυτό του ο Αντρέας, είναι να μην εμπλέκεται κατά κανένα τρόπο με την είδηση, με την ιστορία. Δουλειά του είναι να την μεταφέρει, όχι να επηρεάζει την εξέλιξή της. Μα η γυναίκα αυτή, ένα μελαχρινό κορίτσι ούτε 25 χρονών με μάτια μαύρα κομμένα από το κλάμα, τόσο μικροκαμωμένο και ωχρό που φαινόταν εύθραυστο σαν πορσελάνη, του τραγουδούσε τώρα τη συνέχεια του θλιμμένου στίχου που ο ίδιος είχε ξεκινήσει από τη μέση. Η φωνή της ήταν υπέροχη αν και καταλάβαινε πως της έβγαινε με δυσκολία. Ο Αντρέας δεν μπορούσε να εξηγήσει πως του ήρθε να τραγουδήσει αντί να της μιλήσει, όμως να που αυτή του η αναπάντεχη ενέργεια προκάλεσε μια εξίσου αναπάντεχη αντίδραση. Το απρόσμενο δεν ήταν τόσο ότι η γυναίκα συνέχιζε το τραγούδι από εκεί που το άφησε εκείνος, αλλά πως φαινόταν ότι προς στιγμήν ξέχασε τον αρχικό σκοπό της. Κι από όσα μπορούσε να συμπεράνει από το βλέμμα της, δεν ήταν κάποια που αποζητούσε απλά να την προσέξουν. Τώρα όμως κρατιόταν στα κάγκελα κι είχε γυρίσει την πλάτη της στο κενό. Κοιτούσε εκείνον. Και δεν έκανε κινήσεις αποφυγής. Ο Αντρέας είχε ανέβει για την ιστορία. Έπρεπε λοιπόν να τη ρωτήσει τι την έφερε εδώ, γιατί ήθελε να πέσει, τι της συνέβαινε, έπρεπε να φροντίσει να βγάλει μια όσο το δυνατόν πιο διαβαστερή ιστορία για να την περιγράψει από πρώτο χέρι. Και ίσως, αν ήταν τυχερός, να τον προέτρεπαν να χρησιμοποιήσει ακόμα και τον πρώτο ενικό του «ρεπορτάζ-μαρτυρίας» αφού ήταν αυτόπτης. Αντί γι αυτό όμως, πλησίασε λίγο ακόμα και συνέχισε να τραγουδάει «...καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου...» Ασυναίσθητα η Χριστίνα σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό. Ούτε ένα σύννεφο. Ο ήλιος ακριβώς από πάνω τους. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό ένοιωσε τη ζέστη. Κάψα, όχι απλή ζέστη. Ακόμα και τα δυο μπουκάλια κρασί δεν είχαν κατορθώσει να τη ζεστάνουν. Τώρα όμως, καθώς έκλεισε τα μάτια για να μην τυφλωθεί από τον ήλιο, ένοιωσε τις ηλιαχτίδες στο λευκό της πρόσωπο. Πήρε βαθιά ανάσα και τα άνοιξε πάλι. Ήλπιζε πως η μορφή θα εξαφανιζόταν, πως ήταν ακόμα ένα από τα παιχνίδια του κλονισμένου της μυαλού. Ο άντρας όμως είχε φτάσει τώρα πολύ κοντά της. Αλλά δεν έδειχνε απειλητικός. Μπόρεσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Χάρηκε που δεν τον είδε να χαμογελάει αμυδρά. Είναι μερικές ανάποδες στιγμές που ένα απλό χαμόγελο μπορεί να γκρεμίσει έναν άνθρωπο, σκέφτηκε. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό. Όχι, δεν της θύμιζε σε τίποτα τον Δήμο. Ούτε καν στο βλέμμα. Ο άντρας την κοιτούσε ίσια στα μάτια, σα να προσπαθούσε να ανιχνεύσει αυτά που συνέβαιναν στο μυαλό της. Αλλά παρά τον διερευνητικό του χαρακτήρα, το βλέμμα του ήταν…δεν μπορούσε να βρει τη σωστή έκφραση…όχι καθησυχαστικό…όχι επικριτικό…με ενδιαφέρον, να, αυτό ήταν, φανέρωνε ενδιαφέρον. Παράξενο. Εντάξει άγνωστε, είπε μέσα της, τον κέρδισες τον επόμενο στίχο. «...σαν βλέπω τον μεγάλον ουρανό...» Δαγκώθηκε. Άκουσε τις σειρήνες των περιπολικών και της πυροσβεστικής από κάτω. Κατάλαβε ότι ήταν πια ζήτημα λίγων λεπτών να ανέβει η αστυνομία στην ταράτσα. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως αν τελικά η γυναίκα αναθεωρούσε, εκείνος δεν θα είχε ιστορία. Όλος ο κόπος θα πήγαινε χαμένος. Ανοιγόκλεισε τα μάτια μερικές φορές, φρικαρισμένος με τη σκέψη που μόλις είχε κάνει. Χριστέ μου, σκέφτηκε, τι έχω γίνει; Θυμήθηκε μερικές συσκέψεις, όπου συντάκτες διηγιόνταν θανάτους αθώων ανθρώπων και μεγάλες καταστροφές. Θυμόταν το χαμόγελο ικανοποίησης των υπευθύνων πίσω από τη σύντομη αρχική τους έκπληξη και σφίξιμο δοντιών. Όσο μεγαλύτερη η καταστροφή, τόσο σημαντικότερη η είδηση και τόσος περισσότερος χώρος στην πρώτη και στις μέσα σελίδες. Ο θάνατός σου ψωμί μου. Αλλά μόνο αυτοί; Πόσες φορές δεν είχε δει πλήθος να κραυγάζει ρυθμικά «πέσε-πέσε» σε άλλους υποψήφιους αυτόχειρες; Πόσο συνένοχη ήταν η ίδια η αγαθή κοινωνία για τις ανθρωποφαγίες που μετά κατακεραύνωνε; Αν η κοπέλα δεν έπεφτε, δεν υπήρχε ιστορία, το ήξερε. Άλλο να διηγείσαι τι συγκλονιστικό σου είπε ο νεκρός πριν πηδήξει κι άλλο να λες πως και γιατί δεν πραγματοποίησε την απειλή του. Good news no news, θυμήθηκε. Παρόλα αυτά, η σκέψη ότι σε λίγο ίσως αυτό το εύθραυστο πλάσμα θα έσπαγε πραγματικά, τον γέμιζε οργή. Μια οργή απροσδιόριστη, οργή για όλα όσα μπορούν να φέρουν έναν άνθρωπο σε τέτοια θέση. Οργή και για τον δικό του κορακίστικο ρόλο εκεί πάνω. Έπιασε τον εαυτό του να θέλει να επέμβει στην είδηση. «...η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη...» Άκουσε τις σειρήνες κάτω. Είχαν έρθει λοιπόν. Κοίταξε το ρολόι της. Παρά ένα. Το κενό την έσφιξε ξανά στη μέγγενή του. Παρά ένα. Γύρισε το βλέμμα προς τη γη. Είδε πως τώρα ένα μεγάλο πλήθος είχε σχηματιστεί και την κοιτούσε. Μουρμούριζαν ο ένας στον άλλον κι έδειχναν προς το μέρος της με τα δάχτυλα. Αρένα. Λιοντάρια που περίμεναν το θήραμα. Έπειτα θα έκαναν συγκλονισμένοι δηλώσεις στα κανάλια και το βράδυ θα διηγιόνταν την ώρα του φαγητού στους δικούς της πως βούτηξε στο κενό εκείνη η άμοιρη κοπελίτσα. Υποκριτές. Ένα αυτοκίνητο της πυροσβεστικής, ένα ασθενοφόρο και τρία περιπολικά είχαν φτάσει. Οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να απομακρύνουν τους περαστικούς, οι πυροσβέστες ξεδίπλωναν κάποιο σεντόνι. Ο ήλιος ζεμάταγε. Κι ο άντρας απέναντι να της μιλάει για μια μεγάλη θάλασσα και να την κοιτάει με ένα βλέμμα που τώρα εκλάμβανε σαν θλιμμένο. Μα εσύ, γιατί θλίβεσαι ρε φίλε; Συνειδητοποιούσε ότι η έκφρασή της θλίψης του δεν αφορούσε το δικό της περιστατικό. Σα να επικοινωνούσε μαζί του με τα μάτια. Δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε, πάντως και σε εκείνον κάτι συνέβαινε. Που να ήξερες, σκέφτηκε καρφώνοντας τα μάτια της στα δικά του, ότι από όλες τις λέξεις του κόσμου, αυτήν τη λέξη, τη θάλασσα, δεν έπρεπε να την πεις τώρα εδώ. Αλλά και τι να έκανες, αφού το ποίημα αυτό λέει, τον δικαιολόγησε αμέσως. Ένοιωσε τα μάτια της να τσούζουν και να αναβλύζουν δάκρυα. Απορούσε που τα έβρισκε ακόμα και δεν είχε αφυδατωθεί. Υπολόγιζε πως αν υπήρχε συλλέκτης δακρύων θα έπρεπε τον τελευταίο χρόνο να είχε γεμίσει ολόκληρο ντεπόζιτο. Που πάει όλη αυτή υγρασία όταν φεύγει; Μουρμούρισε: «...και υγραίνοντας την άμμο το πρωί...» Ένοιωσε πως η κοπέλα ετοιμαζόταν να επανέλθει στον σκοπό της. Την έβλεπε τώρα να κοιτάει κάτω και υπολόγιζε αν θα πρόφταινε να την αρπάξει. Μάλλον όχι. Τους χώριζαν και τα κάγκελα. Και το τραγούδι τελείωνε. Εκείνη τώρα τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Ο Αντρέας συγκλονίστηκε. Το βλέμμα της ανταριασμένη, σκοτεινή θάλασσα, ωκεανός μαύρης λύπης. Αλλά κάπου στο βάθος του χάους διέκρινε μια σπίθα τόση δα, μια σπίθα που δεν είχε να κάνει με το δράμα που ζούσε. Έτσι διαισθανόταν. Η γυναίκα υπέφερε πραγματικά. Ήθελε να της μιλήσει, να τη ρωτήσει, αλλά δεν του έβγαινε κουβέντα. Ο πόνος της ήταν πάνω από λέξεις. Κατανοούσε την αδυναμία της γλώσσας να εξηγήσει τα συναισθήματα και μόνο από το βλέμμα της. Για μια στιγμή ο Αντρέας σκέφτηκε ότι ακόμα και η πιο δυνατή ιστορία δεν έχει τίποτα να πει μπροστά στην άλογη δύναμη των αισθήσεων. Κοίταξε κι εκείνος χαμηλά. Οι πυροσβέστες είχαν απλώσει το σεντόνι τους ακριβώς από κάτω. Τουλάχιστον υπάρχει τώρα μια ελπίδα να σωθεί, σκέφτηκε. Μόλις έκανε τη σκέψη απόρησε με τον εαυτό του. Για πρώτη φορά δεν ήταν κυνικός. Ναι, προτιμούσε να σωθεί αυτή η κοπελίτσα παρά να γράψει την πονεμένη του ιστορία πάνω στο πτώμα της. Και ταυτόχρονα κατάλαβε τι εννοούσε η Ελένη όταν την ημέρα που έφυγε, τον είχε χαρακτηρίσει πωρωμένο. Όχι, όχι, είπε από μέσα του. Όχι πωρωμένος. Γρασαρισμένος καλά ήμουν, τότε. Σκέφτηκε τον εαυτό του σαν μπουλόνι σε μια υπερταχεία που κουβαλούσε ακριβά εμπορεύματα. Πόσο θα ήθελε να λασκάρει, να στείλει το ακριβό τρένο στο διάολο και να καταλήξει παιχνιδάκι στη σφεντόνα ενός παιδιού. Ένοιωσε πως ακόμα και τα χρησιμότερα εξαρτήματα κάποτε χαλάνε. Χαλάνε αν δεν τα φροντίζει κανείς, αν όλοι τα χρησιμοποιούν μονάχα για να κάνουν τη δουλειά τους κι αγνοούν την ανάγκη τους για ξεκούραση και συντήρηση. Κι έπιασε τον επόμενο στίχο πιο δυνατά «...μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι...» Η Χριστίνα είδε την πόρτα της ταράτσας να ανοίγει και να μπαίνει μια ομάδα αστυνομικών και μερικοί με πολιτικά. Στάθηκαν σε απόσταση και κοιτούσαν προς το μέρος τους. Μερικοί αστυνομικοί ακούμπησαν τα χέρια στα περίστροφα. -Δεσποινίς ηρεμήστε. Κύριε, αργά και σταθερά ελάτε προς τα εδώ σας παρακαλώ, είπε ο ένας από τους άντρες με τα πολιτικά. Κοίταξε τον άντρα μπροστά της, αυτόν τον άντρα που πριν λίγα λεπτά της είχε φανεί σα να ήταν το φάντασμα του Δήμου. Κοιτούσε κι αυτός τους αστυνομικούς. Θυμόταν τώρα πόσο πολύ ο Δήμος απεχθανόταν την εξουσία. Έλεγε ότι αν η εξουσία διαφθείρει, τότε ο ίδιος ήταν ενάρετος όσα εγκλήματα κι αν μπορούσε να κάνει. Ο άντρας της είχε προτιμήσει να κάνει το μοντέλο για μελλοντικούς ζωγράφους, να ψαρεύει και να εργάζεται με μεροκάματο σε μια βιοτεχνία υφασμάτων για να έχει χρόνο δικό του, ελεύθερο, να πηγαίνουν εκδρομές. Είχε παρατήσει τη νομική σχολή όταν συνειδητοποίησε, όπως της είχε πει, ότι είχε πάρει τη ζωή του λάθος και δεν τον ενδιέφερε να γίνει δικηγόρος και κατόπιν να ακολουθήσει το δικαστικό σώμα, όπως ο Εφέτης πατέρας του. «Εγώ γουνάκιας δε γίνομαι. Η δικαιοσύνη είναι εσωτερική υπόθεση για μένα. Για τους άλλους ας την απονείμει κανένας ψύχραιμος», είχε πει γελώντας. -Ελάτε παρακαλώ τώρα. Απομακρυνθείτε από τα κάγκελα, επανέλαβε αυτός με τα πολιτικά. Εκείνος δε μίλησε. Οι αστυνομικοί άρχισαν να πλησιάζουν. -Σταματήστε! άκουσε τότε τον άγνωστο άντρα να φωνάζει. -Σταματήστε. Με έκπληξη τον είδε να καβαλάει με μια γρήγορη κίνηση τα κάγκελα και να έρχεται δίπλα της στο πρεβάζι. Ενστικτωδώς οι δυο από τους ένστολους τράβηξαν τα όπλα. Αλλά δεν τους σημάδεψαν. Εκείνος στάθηκε δίπλα της. Της έπιασε το χέρι. Δεν αντιστάθηκε. Ένοιωσε την παλάμη του ζεστή και υγρή, ιδρωμένη. Η δική της ήταν παγωμένη. Η Χριστίνα άκουσε για πρώτη φορά τον άντρα να της απευθύνει το λόγο χωρίς να τραγουδάει... -Θυμάσαι τον τελευταίο στίχο; την ρώτησε ο Αντρέας. Ξαφνικά ένοιωσε κάτι σαν ανελέητη φώτιση. Ένοιωσε πως η ζωή του είχε κυλήσει σε ένα κυνηγητό ιστοριών που οι χειρότερες θα μπορούσαν ίσως και να μην είχαν συμβεί, αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν εκείνον να τις περιγράψουν. Κι ίσως καλύτερα να μη συνέβαιναν. Ένοιωσε πως ο βίος του ήταν ένα συνονθύλευμα ασυνάρτητων αποσπασμάτων από βίους άλλων, ότι ποτέ η δικιά του ζωή δεν υπήρξε αυθύπαρκτη και αυτεξούσια. Διηγιόταν ιστορίες, αναζητούσε ιστορίες. Μα τη δικιά του ιστορία απλώς την έβλεπε να περνάει. Συνειδητοποίησε πως η τριβή με τις ιστορίες, η συνειδητή αποστασιοποίηση από τα ανθρώπινα των άλλων, το γσαμημένο Don't Get Involved, τον είχαν κάνει να μην αισθάνεται, να μην μπορεί να νοιώσει κανένα πραγματικά βαθύ συναίσθημα ο ίδιος. Όλα για εκείνον, από τις σχέσεις μέχρι τις φιλίες, ήταν απλά καλές και κακές ιστορίες. -Τον θυμάμαι, είπε η γυναίκα με το βλέμμα του πόνου. Αλλά τώρα ο Αντρέας διέκρινε στο βλέμμα της την έκπληξη και την απορία. Ο πόνος είχε προσωρινά ανασταλεί. Και τότε, έκπληκτος και ο ίδιος, συνειδητοποίησε πως στη δική του καρδιά, αυτή η αναστολή του πόνου μιας ξένης γυναίκας προξενούσε μια γλυκύτητα που δεν την είχε προκαλέσει ούτε το καλύτερο αποκλειστικό. Μια γλυκύτητα μέχρι δακρύων σκέφτηκε κι ένοιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν χωρίς προφανή αιτία. Οι αστυνομικοί προχωρούσαν αργά προς το μέρος τους. -Νομίζω πως έχουμε και αυτό το κοινό σημείο, της είπε χαμογελώντας αμυδρά για πρώτη φορά. Θέλουμε να δώσουμε τέλος στη ζωή που κάνουμε. Εκείνη συνέχιζε να τον κοιτάει με τα μαύρα της μάτια γεμάτα απορία. -Όμως θα ήθελα, συνέχισε εκείνος, να αλλάζαμε ζωή. Βαθιά μέσα μου ψάχνω την δύναμη να σταματήσω να είμαι…πώς να το πω… μια ιστορία άλλων. Οι αστυνομικοί πλησίαζαν επικίνδυνα. -Δεν ξέρω το δικό σου γιατί, μα νοιώθω πως είναι πελώριο, της είπε. Αλλά νοιώθω και το χέρι σου μικρό. Σε παρακαλώ, της είπε, σε παρακαλώ βοήθησέ με να αλλάξω τις ζωές μας. Δώσε μου το θάρρος της απελπισίας σου... Δεν ήταν σίγουρη ότι όλα αυτά συνέβαιναν στ αλήθεια. Ίσως να έφταιγαν τα δυο μπουκάλια κρασί που ακόμα ξεθύμαιναν στο κεφάλι της, όμως θυμόταν πως όλα συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Τον είδε ξαφνικά να βουρκώνει και ταυτόχρονα να της χαμογελάει. Αθάνατη ελληνική γλώσσα, να ο κλαυσίγελως. Της μίλησε με λόγια που ενώ δεν έβγαζαν νόημα, εντούτοις καρφώθηκαν στην καρδιά της. Δεν καταλάβαινε τι εννοούσε, καταλάβαινε όμως πως εννοούσε κάτι πραγματικά σημαντικό. Και στο τέλος, της ζήτησε, αν είναι δυνατόν, ζήτησε από εκείνη να τον βοηθήσει! «Με το θάρρος της απελπισίας σου«, της είπε. Οι δυο από τους άντρες με πολιτικά που είχαν πλησιάσει πολύ κοντά, όρμηξαν τότε καταπάνω τους. Την ίδια στιγμή ο παράξενος άντρας της άφησε το χέρι και την έσπρωξε προς το μέρος τους. Ο ίδιος όμως, παραπάτησε, έκανε στροφή γύρω από τον εαυτό του και με ένα σχεδόν χορευτικό πήδημα βούτηξε στο κενό. Η Χριστίνα άρχισε να ουρλιάζει όπως οι αστυνομικοί με τα πολιτικά τη γράπωναν με δύναμη. Δε δυσκολεύτηκαν να την περάσουν μέσα από τα κάγκελα αφού ήταν πια ανάλαφρη σαν πούπουλο, μια που έτρωγε ελάχιστα, ίσα -ίσα για να συντηρείται, από τότε. Οι άλλοι αστυνομικοί είχαν σκύψει αλαφιασμένοι και κοιτούσαν κάτω. Εκείνη συνέχιζε να ουρλιάζει. Αλλά τώρα δεν φώναζε για τον εαυτό της και τον Δήμο. Τώρα ανακάλυπτε ότι αρκούσαν μερικά δευτερόλεπτα για να ουρλιάξουν τα σωθικά της για την τύχη ενός…ενός αγνώστου άντρα που βούρκωνε και γελούσε και τραγουδούσε μελαγχολικά. -Ηρεμήστε, της είπε ο ένας από αυτούς με τα πολιτικά. Νομίζω πως δεν σκοτώθηκε. Ο Ανδρέας την περίμενε στην είσοδο. Δεν δέχτηκε ούτε να του πάρουν την πίεση στο ασθενοφόρο. Ευχαρίστησε μόνο τους πυροσβέστες που κράτησαν δυνατά το σεντόνι, έδειξε την ταυτότητά του στους αστυνομικούς κι εξήγησε ότι είχε απλά γλιστρήσει στην προσπάθειά του να κρατήσει τη γυναίκα. Όταν εκείνη κατέβηκε, τα μάτια της δεν ήταν πια ένα μαύρο πέλαγος. Στην αντάρα της ματιάς της, κάποιο ιστιοφόρο με λευκά πανιά προσπαθούσε να σωθεί πλαγιοδρομώντας ανάποδα στον καιρό. Ένοιωσε σα να περίμενε αυτό το πλοίο καιρό. -Λοιπόν... με λένε Αντρέα, της είπε. Είμαι άνεργος. Από σήμερα. -Είμαι η Χριστίνα, του απάντησε. Είμαι ζωντανή. Από σήμερα. Κι έπειτα του χαμογέλασε και του σιγοτραγούδησε τον τελευταίο στίχο «...μου λέει για κάποια που έζησα ζωή» Είχε να χαμογελάσει ακριβώς έναν χρόνο. == Το τραγούδι των Χαίνηδων είναι ποίηση του Κ.Καρυωτάκη και το παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση και τροποποίηση από έντυπο.

buzz it!

22 σχόλια:

mamma είπε...

Δεν ξέρω πως το κάνατε... σας ευχαριστώ!

Nomad είπε...

Μαμα,

παρακαλώ. Αλλά ποιό;

Xνούδι είπε...

Εγώ μπορώ να σου πω ότι θαυμάζω τον έσω κόσμο σου Nomads tales χωρίς να με κοροιδέψεις επειδή σκέφτομαι έτσι για σένα;

(Τι άλλο θέλεις να σου πω δλδ; Δεν έχει κανένα νόημα να σχολιάσω την γραφή σου, όσοι έχουμε την τύχη να σε διαβάζουμε έχουμε και κρίση και καρδιά να χτυπα δυνατά σε κάθε σου γραμμή).

island είπε...

Πήρατε το τραγούδι, το χώσατε στην ψυχή μου και μετά με λέξεις μου την ξεσκονίσατε. Είστε ευλογημένος και άλλο τόσο εγώ που έχω ακόμα μάτια να δακρύζουν από τέτοια κείμενα. Γιατί η θάλασσα είναι μεγάλη αγαπητέ και εμείς πολύ μικροί για να την καταπιούμε. Μόνο να κολυμπήσουμε είναι δυνατόν. Και ας χτυπάμε και σκοντάφτουμε στα βότσαλα.

Δεν ξέρω τί άλλο να πω. Θα το χαλάσω ότι και να πω. Με ακουμπήσατε γλυκά.

Ανώνυμος είπε...

Δεν νομίζω να υπάρχει άλλο ποίημα ερμηνευμένο τόσο καλά.

Σελιτσάνος.

une enfant gâtée είπε...

Καμιά φορά σκέφτομαι ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έχουν τα ...χαρισματα τους. Γιατί αν ζουσαμε σε κάποιο τετοιο, θα σας είχε επιστρατευσει η εξουσία...να γράφετε, να γράφετε, να γράφετε συνεχώς. Κια εμεις να διαβάζουμε.

Και μην διανοηθείτε να επιχειρηματολογήσετε ...για την εμπνευση και την ελευθερία της.

Λυπάμαι αγαπητέ μου, αλλά αυτή ή ηδονή του αναγνώστη που μου προσφέρατε σήμερα το πρωί, την μετράω, την ζυγίζω και την βρίσκω πολύ πιο πάνω απο την ...ελευθερία σας.
Φασίστρια εγώ; Ε, ναι.
Υπέροχος εσείς; Ε, ναι!!!!!!

rosie είπε...

Καλημέρα σας.

Υπέροχη ιστορία. Μπορείτε να μας γράψετε και μία που θα μιλά για τις σοβαρές επιπτώσεις στο ψυχισμό όσων το πρόβλημα του άλλου το κάνουν δικό τους;

sadcharlotte είπε...

η ανατριχιλα δωρο..

σας ευχαριστω πολυ ...

Nomad είπε...

Κατ' αρχήν ευχαριστώ πολύ όλους για τα καλα σας λόγια κι επιτρέψτε μου τώρα να σας περιπαίξω λίγο, παντα με καλή διάθεση και πλατύ χαμόγελο γιατί δεν μπορώ την αμηχανία

Χνου,

η αλήθεια -πικρή μεν, αλήθεια δε- είναι ότι θα προτιμούσα να θαύμαζες τα στιβαρά μουσκουλα, το αλαβάστρινο κορμί και το θεληματικό μου πηΡούνι.

:ΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ

Νησιώτη,

αυτό το "με ακουμπήσατε γλυκά" να το προσέξετε. Κατα τ αλλα ως νησιώτης γνωρίζετε την αυρα καλύτερα απο μένα.

:ΡΡΡ

Σελιτσάνε,

μα τι λέτε; Ξεχνάτε την ερμηνεία της κυβέρνησης στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη;;;;

:ΡΡΡ

Ανφαν,

χα, ωραίο ζήτημα θέσατε! Εχω αναφερθεί στις συνθήκες δημιουργίας υπό καθεστώς ημιελεύθερης διαβίωσης, έχω αποδεχθεί ότι ενίοτε οι περιορισμοί ξεγεννούν την αυθεντική δημιουργία, θα ψάξω να βρω που, μισό λεπτό...μμμ...να εδώ:
http://nomads-tales.blogspot.com/2008/05/blog-post_21.html
στο σημείο που διηγείται τη ζωή στην Πράγα.
Ομνως στην περίπτωση του πολιτικού λόγου, πιστεύω πως αυτό δε γίνεται -οχι απο μενα τουλαχιστον- καθώς θα εβρισκα τρόπους να υπονομεύω τα ίδια μου τα κείμενα εκ των έσω και να τα καταλαβαίνουν μόνο όσοι θα είχαν ένα "κλειδί". Ε, καποια στιγμή θα με επαιρναν χαμπάρι και θα κατέληγα στη μπουρού. Παντως με συγκινήσατε αν και υπερβάλλετε. Αλλα να σας πω, γιατί να καταλήξουμε σε φασιστικές διαδικασίες; Δε θα ηταν προτιμότερο να μου έδινε το καθεστώς πολλα λεφτά;;;; Δεν είμαι υπεράνω, απλα δείχνω έτσι

:ΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ

Ρόζι,

μαλιστα! Αυτό ναι, αυτό είναι οντως μια δυνητικά καλή κακιά ιστορία! Σας ευχαριστώ για την ιδέα, θα την εκτελέσω οσονούπω, δείξτε επιείκια εως τότε.

:)))

Λυπημένη μας καρλόττα,

να σας πω, γιατί κανετε τέτοιες διακρίσεις; Στον κ.ΚΚΜοίρη δεν είστε λυπημένη, όταν ερχεστε εδώ είστε παλι. Μα τι να κανω για να ξελυπηθείτε και σε εμένα; Να ξυριστώ κι εγώ κόντρα οπως ο ΚΚΜ;

:ΡΡΡΡΡ

(Και παλι ευχαριστώ όλους)

kostis-b είπε...

Από όλα είχε:

Τον ίλλιγγο στο ύψος των χαμένων προσδοκιών.

Την απελπισμένη παραζάλη της απώλειας.

Και το φως στο βάθος της απόγνωσης.

Εξαιρετικό.

(Αν και λίγο μεγάλο για τα κουρασμένα μου μάτια) :-))

wilma είπε...

Το πρώτο κείμενο που είχα διαβάσει από εσένα ήταν με τον Δαυίδ που έκανε το μοντάζ. Μετά ακολούθησαν κι άλλα. Σήμερα ήθελα να σου πω ότι είμαι τυχερή που βρήκα το blog σου. Συνήθως δε λέω τέτοια βαρύγδουπα, διότι καταλαβαίνω ότι όποιος τα διαβάζει θα αναρωτέται πόσα κιλά κόκα παίρνω. Αλλά ειλικρινά ήταν φ α ν τ α σ τ ι κ ό κείμενο. αυτά αγαπητέ Nomad.

Ανώνυμος είπε...

εντάξει, το τέλειωσα..

μη περιμένετε να πω οτιδήποτε πέραν του οτι το τέλειωσα

τρεις φορές

Ανώνυμος είπε...

Ευτυχώς που υπήρξε το σεντόνι!
Για τον Ανδρέα, για τη Χριστίνα.
Για τη συνέχιση(;) μίας ιστορίας που μόνο να τη φανταστούμε μπορούμε τώρα...

..........


κ.Νομάδα οι ιστορίες σας αρέσουν και σε ανθρώπους που δεν ξέρετε!
Και αυτό είναι εξίσου ωραίο.

Nomad είπε...

Κωστή,

αμα μου δώσετε το μη μπουκαλακι που μου τάξατε αναλαμβάνω να σας τα μαγνητοφωνώ και να σας τα στέλνω ώστε να αποκτήσω πολλα μη μπουκαλακια και τα ματια σας να μην κουραζονται

:ΡΡΡΡΡΡ

Βιλμα,

κυρία μου μην ανησυχείτε, είχα πεσει στη μαρμίτα με την κόκα μικρός και σας καταλαβαίνω (Αλλα ο γιατρός μου είπε οτι δεν πειράζει αν μου δώσουν ξανα λίγη)

:)))))

κΚΚΜοίρη μου;;;

είστε καλα; 3;;; Ελπίζω να μην κατασφαχτηκατε στο ξύρισμα!!!! Με συγχωρείτε!

:ΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ

Ι, όπως ιστορία

να σκεφτείτε μια μέρα με σταματησε ενας ιρλανδός αρλεκίνος στο σινικό τοίχος και μου αποκάλυψε ότι κάατω απο την πύλη Κου Λι υπάρχει ένα μενταγιόν πάνω στο οποίο ο αρχαίος αυτοκράτορας της δυναστείας Χαν είχε χαράξει ενα αστρολογικό συνδυασμό που, οταν μπορούσες να δεις στον ουρανό, υπεδείκνυε το σημείο όπου είχε θαφτεί το ιερό δισκοπότηρο, μέσα στο οποίο υπήρχε η αποδειξη οτι ο χριστός ήταν κέελτης που κατεφυγε στην ιερουσαλήμ για να γλιτώσει απο μια επιδρομή ουνων και όπως καλπαζε με το αραβικό του αλογο σκουντηξε εναν ρωμαίο και τον εριξε κατω και για να μην τον κάνοιυν σουβλακι ζήτησε καταφύγιο στο σπίτι ενός μαραγκού ο οποίος εναν μηνα μετά έφυγε για να γγυρίσει τον κόσμο και τον αφησε στο κατόπι του να κρατάει το μαραγκουδικο, για να μη σας πολυλογώ το λαιφ οφ μπράιαν είναι δική μου ιδέα που μου εκλεψαν απαυτοί οι αταλαντοι οι παιθονς

:ΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ

Ανώνυμος είπε...

τυπωμένο και ζωσμένος με πετσέτα στο λαιμό

τι νομίσατε ;

ο αποτέτοιος είπε...

εε.. βασικά επειδή δεν γινόταν να μην σχολιάσω αυτήν την υπέροχη ιστόρία σας, αλλά και επειδή δεν μπόρεσα να βρω κάτι να πω (τι να πει κανείς άλλωστε μετά από αυτό), ήρθα να με περιπαίξετε και εμένα λίγο.

:))

Ανώνυμος είπε...

Θα πώ απλώς καλησπέρα.
Οτιδήποτε αλλο θα ήταν λίγο, πολύ λίγο.

Ανώνυμος είπε...

Δε θα σας εξυμνήσω, αφού οι τα εύσημα κομπλάρουν τους χομπίστες, στερώντας από τους υπόλοιπους τη χαρά της δημιουργίας τους.
Όμως σας εγγυώμαι ότι για να κάτσω εγώ να διαβάσω αυτό το μακρυνάρι, υπήρξε λογός σοβαρός.
Αυτό που αναφέρατε για τη σχέση χαμόγελου-χωροχρόνου...είναι σα να ζωγραφίσατε μια υποψία που χρόνια τριβελίζει το μυαλό μου, σαν καταραμένος άστεγος με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά.
Θενκ γιου λοιπόν
Bitten Lips

Nomad είπε...

kKKMοίρη,

μήπως θα συνέφερε να αφήσετε μούσι και να γίνετε εθελοντής αιμοδότης;;;;


αποτέτοιε,

τι λέτε ν αλλαξουμε για λίγο και να με περιπαίζετε εσείς;
:)


χουλκ,

μα γιατί το λέτε; Ας πούμε η καλημέρα θα ηταν ισοδύναμη, αν μάλιστα υποτεθεί ότι φαίνεται κι απο το πρωί, ενδεχομένως και περισσότερη!

:ΡΡ


Μπιτεν Λιπς,

καιρός να στεγάσουμε τους αποκλήρους μας μήπως και επανέλθουν τα χαρακτηριστικά τους, και αρα μας. Καλωσήλθατε

:)

Ευχαριστώ πολύ ξανα.

Spy είπε...

Περιπαίξτε με κι εμένα...
Σας παρακαλώ...
Μου έχει λείψει...








(τα μη τροποποιημένα κείμενά σας, που μπορούμε να τα βρούμε;)

Ο άλλος είπε...

Νομάδα μου έγραψες ένα εξαιρετικό κείμενο και μια εξαιρετική ιστορία. Ναι έχει σημασία η ιστορία και στους ανθρώπους και στο κείμενο. Dont get involved...Μερικές φορές έχει σημασία να εμεπεριέχεσαι, να είσαι involved. Μπορεί να μην κάνεις την επιτυχία αλλά τον άνθρωπο. Όλα λοιπόν είναι δρόμος...και ιστορία

Nomad είπε...

Κατασκοπε,

να σας κανω κατι με χείλια και δαχτυλα; Μπρρρρρρρρρρρρρρ

:ΡΡΡΡΡΡΡΡ

Αλλε,

σε ευχαριστώ. Ολα είναι ιστορία ναι, απλα συνήθως το καταλαβαίνουμε αφού την γράψουμε τη ρημαδα -και δεν ξεγράφει η αθλια...)

:)))