Στους γίγαντες αρέσουν τα σάντουιτς

Υπάρχουν κάμπιες και κάμπιες και κάμπιες. Οπως επίσης υπάρχουν διαφόρων λογιών τσουκνίδες, όπως υπάρχουν και ερωτάκια πολλών χρωμάτων. Η επιλογή είναι το ζήτημα. Ο καπνός που βλέπει κανείς να βγαίνει απ' το τσιγάρο του, μπορεί να είναι κύκλοι, συννεφάκια, ή νεκροταφείο. Αλλά μπορεί να είναι κι ένας ελέφαντας ζόμπι με μεγάαλα πορτοκαλί αυτιά και αλυσοπρίονο κρεμασμένο στους λουλουδένιους χαυλιόδοντες. Κι ύστερα, ποιος θα πει σ' αυτόν που βλέπει το νεκροταφείο πως κάτι πάει λάθος με την όραση του; Κάθε αρχή κι ένα, τουλάχιστον, τέλος. Το τέλος, η αρχή. Η μέση ομως που είναι; Ποια μέση; του έργου; Της ζωής; Της Μπριζίτ Μπαρντό; [παράδοξο: η τελευταία να είναι η μικρότερη και παραταυτα η μόνη χειροπιαστή. Η μόνη που μπορεί να χαϊδέψει κανείς, να την γλείψει, να την διανύσει, να την ψηλαφίσει στα σκοτεινά. Ποιο το νόημα του ψηλαφητού; Τι ορίζει το ουσιαστικό από το επουσιώδες; Ανοησίες. Κάθε αναζήτηση νοήματος είναι ανόητη. κι έπειτα, κάθε νόημα κατά βάθος ανοήματο.] Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το one man's show. Ολοι είμαστε κομπάρσοι σε μια ασύλληπτων διαστάσεων παράσταση που δεν θ' αξιωθούμε ποτέ να δούμε ολόκληρη, μόνο να βιώνουμε τις διάφορες σκηνές της, άλλοτε κωμικές, κι άλλοτε τραγικές - κι ούτε μπορούμε να το εννοήσουμε, αλλιώς, δεν θα ήμασταν ακόμα...παραμένουμε όμως, σαν παράλυτες πεταλούδες, σαν μαύρα ιγκουάνα και σαν ροζ ελέφαντες που κάνουν αλεξίπτωτο. Υπάρχουμε. Η μελαγχολία είναι το μοναδικό αυθεντικό συναίσθημα. Και θα σας πω ένα παραμύθι. Εφόσον τα παραμύθια εκφράζουν, συνήθως, τις αλήθειες της εποχής που τα παράγουν, ορίστε το παραμύθι της εποχής: Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας γίγαντας, που συζούσε με ένα ξωτικό, στον γίγαντα άρεσαν τα σάντουιτς ενώ στο ξωτικό τα μήλα κι έτσι τα έβρισκαν μεταξύ τους, ποτέ δεν τσακώνονταν για το φαγητό. Μόνο όταν ερχόταν η βασίλισσα να τους επισκεφτεί και προσπαθούσαν να την εντυπωσιάσουν οι σχέσεις τους θύμιζαν γιο-γιο, μια πάνω-μια κάτω, ο ένας κυνηγούσε άγριους λαγούς και της έφτιαχνε στιφάδο, ο άλλος ριψοκινδυνευε πηγαίνοντας στο ηφαίστειο για να μαζέψει πετράδια να της και της έφτιαχνε κοσμήματα. Παρ' όλ' αυτά το μόνο που ήθελε η βασίλισσα ήταν λουλούδια. Στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε το δέντρο που της θύμιζε τα λουλούδια που δεν είχε, γι αυτό δεν επισκεφτουνταν συχνά τον γίγαντα και το ξωτικό - μελαγχολούσε. Μια μέρα ενώ ο γίγαντας έξυνε το μολύβι του στην αυλή, είδε ένα ποντικάκι που προσπαθούσε να πετάξει χαρταετό. Το ποντικάκι μικρούτσικο, ο γίγαντας πελώριος, πιάστηκε η μύτη του χαρταετού στο ρουθούνι του γίγαντα ο οποίος πάτησε την ουρά του ποντικακίου. δεν είχε σκοπό να το βλάψει, αλλά το ποντικάκι φοβήθηκε και αμέσως είπε στον γίγαντα: "άσε με να ζήσω και θα σου πω πως θα κάνεις τη βασίλισσα να συμπαθήσει εσένα περισσότερο από το ξωτικό". Ο γίγαντας, που έτσι κι αλλιώς δεν είχε άλλο σκοπό από το να αφήσει το ποντικάκι να ζήσει συμφώνησε. Το ποντικάκι έτρεξε στη φωλιά του και βγήκε τραβώντας με τα δόντια ένα σακουλάκι με σκόνη. "Είναι τζέλλι!" είπε στον γίγαντα, "έχει τρομερή γευση, η βασίλισσα δεν έχει ξαναδοκιμάσει κάτι τέτοιο". Ετσι οι δυο τους πήγαν στη μαγική λίμνη με το ζεστό νερό για να παρασκευάσουν το τζέλλι. Εκεί βρήκαν το ξωτικό να κάθεται πλάι σε μια γατούλα κι ένα σκυλάκι. Οι τρεις τους, άκουγαν μαγεμένοι την υπέροχη μελωδία από το ξυλόφωνο που χτυπούσε με τα δυο μπροστινά της πόδια η ζέμπρα. Υστερα από κάμποση ώρα, κι αφού χόρτυασαν την υπέροχη μουσική της ζέμπρας, ο γίγαντας το ποντικάκι και το ξωτικό ξεκίνησαν για το παλάτι - ο γίγαντας το αγαπούσε το ξωτικό κι έτσι αποφάσισε να μοιραστεί μαζί του την εύνοια της βασίλισσας μετά το τζελλο-γεύμα, παρόλο που τόσα χρόνια οι δυο τους αγωνίζονταν ο ένας ενάντια στον άλλον. Καθώς πλησίαζαν στην πύλη ένα τεράστιο πουλί πέρασε από πάνω τους και έριξε ένα πορτοκάλι το οποίο προσγειώθηκε στο κεφάλι του ξωτικού. Αυτό έπεσε λιπόθυμο. Το ποντίκι έτρεξε στο πανηγύρι που εξελισσόταν στην αυλή του παλατιού και αντάλλαξε το τζέλλι με ένα παγωτό, το οποίο ο γίγαντας και αυτό έτριψαν στο κεφάλι του ξωτικού. Το ποντικάκι είχε σκεφτεί πως το σοκ από το κρύο ίσως να βοηθούσε το ξωτικό να ξυπνήσει, όμως αυτό είχε πια κοιμηθεί για πάντα. Είναι μάταιο να προσπαθήσει να περιγράψει κανείς τη θλίψη στο βλέμμα που είχε το ποντικάκι, ενώ έβλεπε τον γίγαντα να ξεριζώνει την καρδιά του και να την θάβει δίπλα στο ξωτικό. Μάταιο όσο κι η χρήση της ομπρέλας που δεν εμπόδιζε το αίμα που έπεφτε από το να πνίξει το ποντικάκι. Ο ελέφαντας ζόμπι που δεν είχε εμφανιστεί ως τώρα γιατί κρυβόταν πίσω απο μια μαργαρίτα, δεν μπόρεσε τότε να κρατηθεί. Με το αριστερό του αυτί έβαλε μπρος το αλυσοπρίονο, εισέβαλλε στο πανηγύρι και πετσόκοψε το μισό βασίλειο, (εμπνέοντας ένα ακόμα σπλάτερ ανοσιούργημα στον κ.κοπολοσο) ενώ το υπόλοιπο μισό υπέστη σοβαρές ζημιές γιατί στον πανικό να την κάνουν απο εκεί, καταπατήθηκαν εκατοντάδες και παραχώθηκαν με τα μουτρα στη λάσπη. Στη συνέχεια η βασίλισσα, που τα παρατηρούσε όλα μυρίζοντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, μη μπορώντας να συνέλθει απο το σοκ που της προκάλεσαν όσα είδε, πάτησε το κόκκινο όπως το λουλούδι κουμπί και όλα ανατινάχθηκαν σε μια πελώρια έκρηξη που κατέλυσε τους δεσμούς του συστήματος και προκάλεσε τη διάλυση του πλανήτη σε μικρά μικρά κομματάκια που εξαπλώθηκαν παντού στο σύμπαν. Τα μικρά αυτά κομματάκια περιδιάβαιναν το κενό σπέρνοντας παντού χιλιάδες δισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων πέταλα, σέπαλα και στημόνες ποτισμένα με αίμα και κομμάτια σάρκας. Αυτή η οργανική ύλη σε ορισμένες περιπτώσεις κατάφερε να φτάσει πλανήτες όπου υπήρχαν καλοκαίρια που περίμεναν ζωή να τα γεμίσει και τους γέμισαν με λουλούδια, δέντρα και κουβάδες οργανικής ύλης που αναπαράγονταν μόνοι τους. Μετά απο πολύ καιρό, τόσο πολύ που ως τότε ο αφηγητής θα μπορούσε να στρίψει ένα τσιγάρο, γεννήθηκε ένας γίγαντας που αποφάσισε να συζήσει με ένα ξωτικό. Αυτοί οι δυό τσακώνονταν για όλα, σαν δυο ακροβάτες που μισούνται θανάσιμα που όλη τη μέρα βρίζονται και ραδιουργούν κι ετοιμάζει το θάνατο ο ένας του άλλου, μα όταν ερχόταν η ώρα κι άναβαν τα φώτα και το θέατρο ξεχειλίζε κι ερχόταν η βασίλισσα, απ' την πελώρια αναμονή ορθοί κι οι δυο πάνω στο απέραντο, μοιραίο σκοινί νά, που βρίσκονταν κιόλας πάνω απ' το μίσος και τον κίνδυνο και το θαυμασμό και τον χρόνο ― αδερφωμένοι ξαφνικά μες στην παμμέγιστη αρετή της Tέχνης. Και ζούσαν κι αυτοί κι εμείς.

buzz it!

12 σχόλια:

ο αποτέτοιος είπε...

"η μελαγχολία είναι το μοναδικό αυθεντικό συναίσθημα".

πόσο υπέροχα αληθινό..


(ένα παράλυτο ιγκουάνα που επέζησε από ελεύθερη πτώση..)

Ανώνυμος είπε...

OK.You made your point.

Σελιτσάνος.

Ο άλλος είπε...

Κάποτε ήταν ένας γίγαντας και ένα ξωτικό. Σε κάθε σπίτι, με τις ίδιες αυταπάτες,την ανταγωνιστικότητα και την αγάπη. Και έζησαν. Θα μπορούσαν και καλύτερα

Y. K. είπε...

what to say?

τζελο-υπέροχο!

τα παραμυθια σας συνδυαζουν τα πιο ετεροκλητα πραγματα. γι αυτο ειναι αληθινα.τοσο

καλησπερες :)

Spy είπε...

Εμένα μου άρεσε πιο πολύ το σημείο με την ανάπηρη καμήλα που φόραγε ένα ασθενοφόρο στο κεφάλι, κι όταν άρχισε να πασπαλίζει με άχνη ζάχαρη την αυλή, ήρθε το μωβ λεωφορείο, την πήρε και την πήγε σε ένα οφθαλμιατρείο με πολλά μπαλόνια παιδικά.

Αλήθεια.
Αυτό μου άρεσε.
:)

Φαίδρα Φις είπε...

στα μεταφυσικά είστε άφταστος!
απόλαυση ήταν

καλημέρα
ελπίζω να είστε καλύτερα

aKanonisti είπε...

Θα διαφωνήσω πως η μελαγχολία είναι το μόνο αυθεντικο συναίσθημα...
Ή όλα..ή τίποτα...
Κατα τα άλλα η ιστορία.. μου άρεσε.. μου θυμησε μια γλυκεια εποχή που έλεγα παραμύθια σε μια μικρή απαιτητική πριγκίπισσα...
Εκείνη είχε κόλλημα με τα πρωτότυπα παραμύθια...

Αόρατη Μελάνη είπε...

Πόσο απελπιστικό και πόσο ελπιδοφόρο... πόσο εξαντλητικό και πόσο αναπόφευκτο... και χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

mamma είπε...

Και ζούσαν κι αυτοί κι εμείς

island είπε...

Κάθε αρχή και ένα τουλάχιστον τέλος. Και σε κάθε τέλος και ζούσαν αυτοί...


Ποιοί είναι αυτοί;

Ανώνυμος είπε...

Μήπως είναι ακόμη πολύ νωρίς για να δούμε πως όλα έχουν την αιτία τους;
Νωρίς για να ελπίσουμε ότι μέρες καλύτερες θάρθουν;
Ας μην αργήσουν και η γνώση και η ελπίδα...

Nomad είπε...

αποτέτοιε,
σελιτσάνε,
άλλε,
αλίσια,
κατασκοπε,
φαίδρα,
ακανόνιστη,
αόρατη μελάνη,
μάμα,
νησιώτη,

σας ευχαριστώ πολύ...

ανωνυμε,

σε ευχαριστώ, μα δε βρίσκω να είναι νωρίς, αργά η θέμα χρόνου. Δε βρίσκω να υπαρχει καμιά αιτία. Αντίθετα νομίζω πως η αιτία του κόσμου και της ζωής και του θανατου, είναι η μη αιτιότης. Πιστεύω πως η σχέση αιτίου-αποτελέσματος είναι μια σχέση τεχνητή, υποκείμενη σε φυσικούς νόμους που δημιουργήθηκαν μετά την αρχική δημιουργία. Οι νόμοι προσδιορίζουν την αιτιότητα, μα η αρχική δημιουργία είναι μη αιτιώδης, όπως και η τελική απο-δημιουργία. Ετσι πιστευω τουλαχιστον.
Με απλα λόγια, δεν έχω καμιά πίκρα, πόνο, παραπονο. Εχω απλά μια πολύ σαφή, γερά θεμελιωμένη και βεβαίως ανεκκλητη μελαγχολία, η οποία καθε βράδι και καθε πρωί αναστέλεται απο το χαμόγελο των παιδιών μου. Επανέρχεται το κέφι, αλλα δεν παρασέρνει για πολύ τη διάθεση. Μα ουτε αυτό δεν αρκεί για να με παραμυθιάσει πως κάπου σε ολα αυτα υπαρχει ένα νοημα περισσότερο απο το κοινότοπο, πως είμαστε ήδη τυχεροί που υπάρχουμε, καθώς δισεκατομμυρία αλλων δυνητικών υπαρξεων δε θα γεννηυθούν ποτέ. Δυστυχώς, ακόμα κι αυτή η επίγνωση της ματαιότητας, δεν αίρει ποτέ τον πονο του θανατου ενός φίλου, ενός οικείου. Παραμένουμε ανυπεράσπιστοι στο τίποτα ακόμα κι οταν το έχουμε αποδεχτεί. (Κι ισως αυτή η απουσία ασπίδας ναναι εντελει

"το μονο οπλο, η μονη άμυνα, τα νυχια μας τα μωβ σαν τα κυκλαμινα"...)

Σε ευχαριστώ πολύ παντως.