Ο αμνός του θεού που πιστεύεις.
Ο αίρων τες αμαρτίαις του κόσμου.
Είκοσι χρόνια έζησες σαν το σάκο του μποξ.
Στο ίδιο σπίτι με τη γυναίκα και τη μάνα σου.
Να δέχεσαι μόνος τα χτυπήματα της μιας εναντίον της άλλης. Να προσπαθείς να κρατήσεις ισορροπίες. Χωρίς λεφτά για να αλλάξεις σπίτι. Με τη μανα σου να σε έχει ξορκίσει να μην την πετάξεις όταν γεράσει.
Είκοσι χρόνια όλα πήγαιναν προς τα εκεί που έφτασαν. Κι αντί να κάνεις κάτι, καθόσουν και έτρωγες τις φάπες.
Καργιόλα η μια την άλλη. Σκύλα η απάντηση. Και σιγά-σιγά, τα παιδιά θα πήραν το μέρος της μάνας τους. Που διατυμπανίζει πόσο πιο ισχυρός χαρακτήρας είναι από εσένα. Ακόμα και τώρα.
Φανταζομαι ότι σιγά-σιγά και τα παιδιά θα είπαν τη γιαγιά καργιόλα. Τη μάνα σου. Κι όταν εφτασε πια η ώρα να φύγει, γιατί το απροχώρητο είχε φτάσει, δεν αντεξες.
Σε φαντάζομαι να μπαίνεις στο δωμάτιό της αποφασισμένος να τους τιμωρήσεις όλους. Να τους πεις «με τελειώσατε». Και να κόβεις τις φλεβες σου.
Κι αυτοί είναι έξω. Ολοι ζουν στα σπίτια τους. Γιατί εσύ πήρες με το αίμα σου τη δικιά τους τρέλα. Τη φορτώθηκες μονάχος. Αλλά επίσης, εσύ είσαι τώρα ο δειλός. Αυτοί δεν έχουν καταλάβει κανένας τίποτα.
Απορώ τι περίμενα…
Ηρθα το Σαββατο και σε πήρα. Βγήκες για πρώτη φορά μετά από 3 μήνες. Για λίγες ώρες, μας επέτρεψαν. Ηταν μαζί και η γυναίκα σου. Προστατευτική, υπεράνω όπως πάντα, να τονίζει πόσο πιο δυνατή είναι από εσένα, μπροστά σου. Σας πήγα σπίτι μου. Η κόρη μου σε αγκάλιαζε, παρότι μοιάζεις με φαντασμα. Σε αγαπησε. Ολη την ώρα σε φώναζε. Σε έκανα να γελάσεις λίγο. Πολύ λίγο. Μετά πήγαμε και φαγαμε. Ξεχάστηκες λιγάκι, αλλα πάντα σου θυμιζαν όλα πως το βραδι επρεπε να επιστρεψεις. Και ιδίως η γυναίκα σου.
Μετά σε ψήσαμε να κανεις ακόμα μεγαλύτερη άσκηση θάρρους.Σε πήγαμε σπίτι να δεις τα παιδιά. Μετά από τόσους μήνες. Τι περίμενα να δω, αναρωτιέμαι. Ποιος ξέρει τι σκηνή συγκίνησης είχα πλάσει στη φαντασία μου. Και νασαι αγκαλιά με το γιό σου. Να τρεμεις σαν το ψάρι. Κι εκείνος να παριστάνει πως δεν παθαμε τίποτα. Εσυ, τρεμοντας, να καπνίζεις. Να του λες να μην παρατήσει το Λύκειο για να δουλέψει. Να του λες πως το παλεύεις. Να σε κοιτάει με βλέμμα άγριο. Η κόρη σου να συμπεριφέρεται όπως πριν. Αλλα με μια απόσταση στο βλέμμα. Καθίσαμε μόνο 10 λεπτά. Και πολλά ήταν για πρώτη φορά.
Κι όταν σε πήγα πίσω κι είπαμε να ανανεώσουμε τη βόλτα την άλλη εβδομάδα, εγώ επέστρεψα σπίτι σου. Για να μου εκμυστηρευτεί ο μικρός ότι σε είδε χάλια. Να μου λεει την οργή του για σένα. Και να του λέω πως δεν είσαι ο πατέρας του ακόμα, αλλα ο πατέρας του + 18 χάπια την ημέρα. Πως είσαι άρρωστος και θέλεις χρόνο.
Φοβάμαι Κώστα μου. Φοβάμαι όμως όχι για σένα πια. Φοβάμαι ότι εσύ θα κάνεις το μεγάλο σου βήμα και θα νικήσεις την καταθλιψη, την τρελα, τον αυτοκτονικό ιδεασμό. Και θα βγεις θριαμβευτής. Και τότε θα επιστρέψεις σε μια οικογένεια που δεν έχει καταλάβει πως οι τρελοί είναι όλοι τους οι έξω κι όχι μόνο εσύ που κατέληξες μέσα. Και θα σε απαξιώσουν. Και θα είσαι το πρόβλημα του σπιτιού. Και θα είσαι ο πιο αδύναμος κρίκος.
Και τότε θα σπάσεις ξανά. Πριν βγεις κάτι πρέπει να γίνει.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καταλάβει το μερίδιο της δικιάς τους ευθύνης. Όμως αν δεν το καταλάβουν τώρα, μια μέρα θα σε χάσουν για πάντα. Όσο το σκέφτομαι, είναι τρελό, πραγματικά τρελό. Και οι άλλοι θέλουν θεραπεία, όχι μόνο εσύ. Ετσι νοιώθω. Κιο εαυτός σου, που δυό δεκαετίες αναβάλει τη λύση ώσπου φτάσαμε εδώ.
Ο σάκος του μποξ ήσουν ρε φίλε.
Τρέμω. Τώρα που κάναμε το πρώτο βήμα προς την έξοδο από το τρελάδικο, τρέμω την έξω τρέλα. Την τρέλα των λογικών.
Θα εξιστορήσω την κατάσταση στους γιατρούς σου να σχεδιάσουμε το πλάνο θεραπείας μιας ολόκληρης οικογένειας. Μόνο αν βάλουν τέλος όλοι αυτοί θα μπορέσεις να ησυχάσεις.
Τώρα μου είναι πια ξεκάθαρο.
Συγχώρα με που σκέφτηκα μια στιγμή πως δείλιασες.
Δε δείλιασες φίλε. Απλά σε βρήκαν μπόσικο κι αγαπησιάρη.
Εχω τόση οργή. Ελπίζω μέχρι την Παρασκευή που θα τα ξαναπούμε ναχει κοπάσει.