Το αίμα δεν ησυχάζει αν δεν εξιλεωθεί. Τώρα, από το ύψος της ύστερης γνώσης, αισθάνομαι στο δέρμα μου πως κάθε πραγματική ερωτική επιλογή, κάθε αυτόβουλη σύμβαση παραχώρησης του εαυτού σου στον άλλον, είναι και μια προσχώρηση σε διαφορετική φιλοσοφία. Στην περίπτωσή μας μέχρι να σε γνωρίσω ήμουν επικούρειος, μετά το δυστύχημά μας κατανόησα τον Πλάτωνα. Μόνο μαζί σου μπόρεσα να καταλάβω τι εννοούσε με την πολιτεία όπου δεν θα είναι γνωστοί οι δεσμοί του αίματος και θα απαγορεύονται, δια ροπάλου, οι ποιητές. Πράγματι, αν δεν ήξερε ο Οιδίποδας ποια είναι η μάνα του, γιατί να τυφλωθεί; Αν δεν γνωρίζει η Αντιγόνη τον άταφο αδελφό της, γιατί να εναντιωθεί στον Κρέοντα; Κι αφού δεν θα συμβαίνουν τέτοιες τραγωδίες, τι θα εξυμνούν οι ποιητές; Τα μεγάλα πάθη προκύπτουν κυρίως όταν πλήττονται οι δεσμοί του αίματος. Το είχε παρατηρήσει εύστοχα ο Παπαγιώργης στα ‘Μυστικά της Συμπάθειας’: «Καταργώντας άπαξ δια παντός τους δεσμούς του αίματος, ο νομοθέτης φαίνεται να επιτυγχάνει κάτι που κανείς πριν από αυτόν δεν είχε σκεφτεί: εξαλείφει όλες τις αιτίες της ριζικής συμπάθειας, άρα και της κατ’ επιταγήν εγκληματικότητας. Δεν τίθεται πλέον ζήτημα σκοτωμών από γενιά σε γενιά, βεντετών, εκδικήσεων, κληρονομικών ενοχών. Με έναν λόγο, η συμπάθεια μεταξύ συγγενών παύει να οδηγεί σε τραγωδίες» Που να ήξερα τότε πως βρίσκομαι ήδη γραμμένος σε ξένα βιβλία, πως ξένες λέξεις μας περιέγραφαν χωρίς να μας γνωρίζουν. Όμως δε ζούμε στον κόσμο των ιδεών μας σε τούτο εδώ τον σκιώδη και σάρκινο κι είχες έρθει στην Αθήνα για τρίτη φορά να με δεις κι είχα στήσει πανηγύρι. Ήθελα να σε εντυπωσιάσω και μέσα στην επιθυμία μου να είμαι αξιοθαύμαστος, σκέφτηκα να προσκαλέσω για ποτό μαζί μας και την Κάτια. Η Κάτια, η καλύτερή μου φίλη, ήταν τότε στην ηλικία σου μα για μένα υπήρξε ένα από τα πιο καλά φυλαγμένα μου μυστικά. Την γνώρισα όταν ήταν 16 χρονών κι υπήρξα ο πρώτος της έρωτας κι ο άνθρωπος που την περπάτησε κρατώντας την από το χέρι στα αρχικά έκπληκτα βήματα, στον κόσμο των ενηλίκων. Με την Κάτια δε χωρίσαμε στην πραγματικότητα ποτέ. Γνωρίζεις την ακραία ερωτική μου ιδιοσυγκρασία. Η Κάτια τη γνώρισε πολύ νωρίτερα. Εγώ της πρωτοδίδαξα να απολαμβάνει την ηδονή και τα σώματα ανεξαρτήτως φύλου, διατρανώνοντας και αποδεικνύοντας μαζί της στην πράξη ότι μια γυναίκα που αγκαλιάζει μια άλλη γυναίκα παρουσία ενός αγαπημένου άντρα, μπορείς να την πεις λεσβιάζουσα υπό τις κατάλληλες συνθήκες, αλλά λεσβία δεν είναι. Δεν ξέρω αν μπορείς να πεις το αντίστοιχο για έναν άντρα. Μαζί της πάντως, στις ηλικίες της νεότητας, διαβήκαμε τους ρουβίκωνες των ιδρωμένων σωμάτων, κοινωνήσαμε το απαγορευμένο και χαρήκαμε με περισσή αθωότητα τις πλέον πρόστυχες απολαύσεις. Όταν ήρθαν τα φοιτητικά της χρόνια χαθήκαμε, αλλά κατόπιν η σχέση μας εξελίχθηκε σε φιλική και ποτέ δεν έπαψε η αναμεταξύ μας αγάπη. Βρισκόμασταν από καιρό σε καιρό, πότε σα φίλοι που ανταμώνουνε ξανά, πότε σαν εραστές που απομακρύνθηκαν μα δεν ξέχασαν να αγαπιούνται. Ακόμα κι όταν παντρεύτηκα και παντρεύτηκε, υπήρχαν νύχτες που μας έβρισκαν να αγωνιζόμαστε μαζί στην κλινοπάλη, απαλλαγμένοι εξ ορισμού από κάθε ενοχή, δες με πόσο οικείο σε εσένα τρόπο: η χρόνια εξοικείωσή μας, μας είχε μεταβάλλει σε "αδελφούς". Το λέγαμε κι αστειευόμαστε τότε, ότι μεταξύ μας δεν μπορούσε να θεωρηθεί απιστία, αλλά αιμομιξία. Έτσι η Κάτια κι η Αλεξάνδρα είχαν γίνει φίλες, κι εγώ ο ευτυχής ανήρ δυο υπέροχων πλασμάτων, το ένα εκ των οποίων ήταν ο αγιασμός μου και το άλλο η ευσυνείδητη βοηθός της στύσης μου να αντέχει το άγιασμα. Είδες; Δε θα κουραστώ να σου λέω πόσο ειρωνική είναι η ζωή μου… Με αυτή λοιπόν τη γυναίκα αποφάσισα να σε συνταιριάξω εκείνο το βράδυ. Ήθελα να γίνετε φίλες, ή έστω, να αισθανθείτε την οικειότητα που ένοιωθα κι εγώ μαζί σας. Δεν υπάρχει ομορφότερο συναίσθημα από το να αγαπιούνται οι άνθρωποι που αγαπάς. Ένοιωθα ιδιαίτερα άνετα μαζί της, αφού η εξασφαλισμένη της αγάπη ήξερα πως θα με ανέβαζε στα μάτια σου, λες κι είχα τότε ανάγκη να υψωθώ. Παρότι της εκμυστηρεύομαι σχεδόν τα πάντα, αυτή τη φορά της είπα μόνο ότι ήμασταν παράνομο ζευγάρι, αλλά της απέκρυψα τη συγγένεια. Και σε σένα την παρουσίασα σα μακρινή μου εξαδέλφη από το σόι του θετού πατέρα μου, άρα όχι και δική σου. Πήγαμε στου Ψυρρή, καθίσαμε σε ένα από τα ποτάδικα και ήπιαμε τον άμπακο. Σύντομα τα μάτια μας είχαν θολώσει, τα στομάχια μας τραμπαλίζονταν σε συνεχείς συσπάσεις από το γέλιο, και το κέφι, κόκκινο σαν καυτερή πιπεριά, έδενε με τη μυρωδιά του ούζου. Η Κάτια, που πάντοτε επαινούσε τις καλές μου επιλογές γυναικών με την ίδια άνεση που κακολογούσε τις άστοχες, είχε καταφανώς γοητευτεί από την παρουσία σου κι άστραφτε από χαρά, αλλά κι εσύ από ευχαρίστηση. Μιλούσαμε για τα πάντα, μισά ελληνικά μισά γερμανικά και κάμποσα με χειρονομίες και νοήματα, φλερτάραμε όλοι μαζί με τα μάτια και τις εκφράσεις. Ήμουν ευτυχισμένος. Και σύντομα η μέθη της ευτυχίας έγινε μέθη κανονική, του οινοπνεύματος. Είχα κανονίσει να μείνουμε μαζί στο ξενοδοχείο σου και φεύγοντας, παρότι σχεδόν τρέκλιζα, πρότεινα να περάσουμε πρώτα από το σπίτι της Κάτιας να την αφήσουμε. Δεν ξέρω και δε θυμάμαι πως φτάσαμε εκεί. Ξέρω όμως πως όταν πίνω, σε αντίθεση με όσους γνωρίζω, δεν γίνομαι επιθετικός στην οδήγηση. Ίσως γι αυτό. Φτάνοντας εκείνη μας κάλεσε επάνω για ένα τελευταίο ποτάκι. Όταν έκλεισε η πόρτα του διαμερίσματος της Κυψέλης κι απλωθήκαμε δίπλα-δίπλα στο χαλί και στις μαξιλάρες, με τα κεφάλια να γυρνάνε, την παράξενη προγκρέσιβ ροκ που άκουγε εκείνη την εποχή η Κάτια και τον χαμηλό περιφερειακό φωτισμό να δημιουργεί παραισθησιακές εντυπώσεις, ξεκίνησε η τελευταία πράξη των ευτυχισμένων ημερών μας. Θυμάσαι; Φυσικά και θυμάσαι. Ισως να μη θυμάσαι και τίποτ΄ άλλο από τη σχέση μας πια. Αυτό που ξεχνάς όμως, είναι ο χαρακτήρας μου. Λες και δεν με ήξερες ήδη. Λες και δεν σου είχα εξ αρχής εκμυστηρευτεί πως για μένα το σεξ δε χωράει σε καλούπια. Λες και δεν είχαμε εξομολογηθεί ο ένας στον άλλον μερικές από τις ερωτικές μας μπαγαποντιές. Σου είχα εξηγήσει πως ανήκα στη χωρεία εκείνη των ανδρών που εξερευνούν τα όρια των αισθήσεων μέχρι αρκετά μεγάλα βάθη. Πως με την ίδια τη γυναίκα που λατρεύω, τη μάνα των παιδιών μου, μαζί με την Αλεξάνδρα είχα παραδοθεί για ένα διάστημα πριν έρθουν τα παιδιά σε ακολασίες τέτοιες που θα έκαναν διαβόλους να κοκκινίσουν. Και πως όχι μονάχα αυτές δε διέλυσαν τη σχέση μας, αλλά την έσφιξαν, πως καταλάβαμε έτσι πως αγαπιόμαστε πραγματικά, όταν καθένας μας παρουσία του άλλου σφάδαζε και χτυπιόταν σε ξένη αγκαλιά, κι όμως αυτό δεν δημιουργούσε στον άλλον αισθήματα φονικού αλλά λαγνείας. Να ήξερες πόσες φορές έχουμε χύσει αγκαλιασμένοι με την Αλεξάνδρα τη σπονδή μας στα ξένα σώματα. Πόσα κορμιά οχεύσαμε αντάμα, κοιτώντας άφοβα ο ένας τα μάτια του αλλουνού. Και πόσο εύκολα το σταματήσαμε όταν ήρθαν τα παιδιά. Ποτέ δεν πήγαμε με ζευγάρι που δεν ήταν ερωτευμένο, ή έστω, γερά δεμένο. Ποτέ δε δοκιμάσαμε την πίκρα των ζευγαριών που επιλέγουν αυτή τη διέξοδο για να έρθουν ξανά σε επαφή μεταξύ τους. Εμείς πηγαίναμε μαζί για το μαζί, για την καύλα του πράγματος, χρησιμοποιούσαμε τους άλλους σαν ερωτικά παιχνιδάκια και γινόμασταν κι εμείς ευχαρίστως δοχεία των ηδονών τους. Αντάμα. Από όλα μου τα ταξίδια στην κόλαση, αυτά με την Αλεξάνδρα ήταν τα ομορφότερα. Όμως θα έπρεπε να σκεφτώ πως εσύ δεν ήσουν Αλεξάνδρα. Να μην είχα παρασυρθεί. Να θυμόμουν ότι με εξαίρεση τη σχέση μας, ήσουν μάλλον συντηρητικός άνθρωπος. Μα πώς να τα θυμόμουν αυτά; Στις φλέβες μου έτρεχε ούζο και η ατμόσφαιρα ήταν η πιο κατάλληλη, αισθανόμουν τόσο όμορφα και άνετα μέσα στο μεθύσι μου, τόσο βασιλιάς του μυστικού, υπόγειου κόσμου, που όλα μου φαίνονταν εφικτά. Θυμάμαι το ύφος σου όταν αρχίσαμε να φιλιόμαστε στο στόμα με την Κάτια. Το βλέμμα σου όταν προσπάθησα να σε βάλω στο παιχνίδι. Θυμάμαι και τις δικές της αμήχανες προσπάθειες να σε τυλίξει στη λαγνεία. Για μένα, αυτή η διαδικασία δεν είχε τίποτα το πρόστυχο. Με το μυαλό στις αντίστοιχες εμπειρίες που είχα βιώσει και με την Κάτια, αλλά ιδίως με την Αλεξάνδρα, η ένωσή μας εκείνη τη στιγμή μου φαινόταν αυτονόητη, ισοδυναμούσε με αναγνώριση της βαθύτατης επικοινωνίας όλων μας, με επισφράγισμα της αγάπης. Κι όχι με προστυχιά. Αδύνατον να το μεταδώσω αυτό το συναίσθημα όμως. Κάποια στιγμή μου είπες με έντονο τρόπο και εκνευρισμένη ότι δε σε αφορούν όλα αυτά κι ότι γινόμουν απαράδεκτα πιεστικός. Το ύφος σου αυτό πρώτη φορά το αντίκρισα εκεί, στο διαμερισματάκι της Κυψέλης. Από τότε το έχεις βελτιώσει, έγινε πιο δολοφονικό. Μέσα στην τύφλα μου δεν έβλεπα, δεν καταλάβαινα τι έκανα, για μένα ήταν όλα όμορφα, όλα θεμιτά, όλα σωστά φτιαγμένα. Δεν ξέρω τι θα συνέβαινε αν δεν ήμουν μεθυσμένος, πάντως όχι αυτό που συνέβη. Σύντομα βαρέθηκα να σε πιέζω όπως έλεγες, κι όπως το κεφάλι μου γυρνούσε πια δαιμονισμένα, άφησα και την Κάτια κι έγειρα μόνος σε μια μαξιλάρα. Ούτε κατάλαβα πότε έφυγες. Με πήρε ξαφνικά ο ύπνος, σχεδόν λιποθύμησα. Όταν ξύπνησα, είχαν όλα τελειώσει. Η Κάτια μου είπε ότι έφυγες με ταξί και δεν θέλησε να σε εμποδίσει. Ήσουν, είπε, εξαγριωμένη. Ούτε γειά δεν της είπες. Σου τηλεφώνησα και βρισκόσουν ήδη στο αεροδρόμιο. Απεγνωσμένος προσπάθησα να σε εμποδίσω. «Μη με πιέζεις ξανά, τελειώσαμε Νικήτα», είπες και το έκλεισες. Όταν έφτασα στον Ελ.Βενιζέλο, με έναν φριχτό πονοκέφαλο και το στόμα να μυρίζει σα βόθρος, είχες ήδη περάσει τον έλεγχο. Πολύ αργά. Δεν ξέρω αν έχει καμιά σημασία για σένα, αλλά από τότε δεν έχω ξαναβρεθεί ερωτικά με την Κάτια. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που «θυσίασα» για σένα. Χωρίς να φταίει σε τίποτα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
"η ένωσή μας εκείνη τη στιγμή μου φαινόταν αυτονόητη, ισοδυναμούσε με αναγνώριση της βαθύτατης επικοινωνίας όλων μας, με επισφράγισμα της αγάπης""
Τσατίζομαι λίγο για την βεβαιότητά του. Με πιάνει ένα καλά να πάθει.
Θέλει δουλειά ετούτο το κείμενο. Ίσως το 'χεις στο μυαλό σου ήδη. Αλλά οι λόγοι της να σε εγκαταλείψει, το ταξίδι μέσα της, γιατί ράγισε, τί ένιωσε. Ετούτη η εξέλιξη θα είχε πιο πολύ ενδιαφέρον γραμμένη από Εκείνη.
Είναι λίγο.... δεν ξέρω. Οικείο σίγουρα....(δεν αντέχω να αναφέρω συμπτώσεις κι έχω πλέον αποδεχτεί την συγγένεια).
Κι εγώ θα τσατιζόμουν στην θέση της.Γιατί πουθενά δεν διακρίνω την αγωνία σου να τις συνταιριάξεις. Περιμένεις να συμβεί αλλά την πάτησε ο Νικήτας.
Γιατί θέλει να δίνεις τα πάντα, να δίνεσαι δυο φορές αφου εσύ ήσουν που ήξερες και τις δυο, και νά τρέμει η καρδιά σου ότι μπορεί να πέσεις από το τεντωμενο σκοινί. Να είσαι σε εγρήγορση απίστευτη, μην και νιώσει μια απο τις δυο ότι δεν την αγαπάς. Να ρωτάν τα μάτια σου χίλιες φορές πριν κάνεις την πρώτη εκείνη κίνηση: "είσαι σίγουρη ότι θες;"
Το σεξ χωράει σε καλουπι: στο νοιάξιμο.
Ο,τι να ναι!! Είχα κι άποψη τελικά. Ελπίζω να μην παρεξήγησες.
Καλό βράδυ
"η ένωσή μας εκείνη τη στιγμή μου φαινόταν αυτονόητη, ισοδυναμούσε με αναγνώριση της βαθύτατης επικοινωνίας όλων μας, με επισφράγισμα της αγάπης""
Τσατίζομαι λίγο για την βεβαιότητά του. Με πιάνει ένα καλά να πάθει.
Θέλει δουλειά ετούτο το κείμενο. Ίσως το 'χεις στο μυαλό σου ήδη. Αλλά οι λόγοι της να σε εγκαταλείψει, το ταξίδι μέσα της, γιατί ράγισε, τί ένιωσε. Ετούτη η εξέλιξη θα είχε πιο πολύ ενδιαφέρον γραμμένη από Εκείνη.
Είναι λίγο.... δεν ξέρω. Οικείο σίγουρα....(δεν αντέχω να αναφέρω συμπτώσεις κι έχω πλέον αποδεχτεί την συγγένεια).
Κι εγώ θα τσατιζόμουν στην θέση της.Γιατί πουθενά δεν διακρίνω την αγωνία σου να τις συνταιριάξεις. Περιμένεις να συμβεί αλλά την πάτησε ο Νικήτας.
Γιατί θέλει να δίνεις τα πάντα, να δίνεσαι δυο φορές αφου εσύ ήσουν που ήξερες και τις δυο, και νά τρέμει η καρδιά σου ότι μπορεί να πέσεις από το τεντωμενο σκοινί. Να είσαι σε εγρήγορση απίστευτη, μην και νιώσει μια απο τις δυο ότι δεν την αγαπάς. Να ρωτάν τα μάτια σου χίλιες φορές πριν κάνεις την πρώτη εκείνη κίνηση: "είσαι σίγουρη ότι θες;"
Το σεξ χωράει σε καλουπι: στο νοιάξιμο.
Ο,τι να ναι!! Είχα κι άποψη τελικά. Ελπίζω να μην παρεξήγησες.
Καλό βράδυ
sylfaen,
εύστοχα όλα, απολύτως έτσι είναι, λαμβάνονται υπόψιν και για τη συνέχεια, ευχαριστώ. Μην ξεχνάς ότι έχουμε μια αφήγηση, όχι μια δικαιολόγηση. Η ιστορία γράφεται και με τα λάθη. Το καλούπι που εντοπίζεις εξάλλου είναι ίσως το μόνο αληθινό. Βεβαίως δεν παρεξήγησα. Ο Νικήτας επίσης ήταν είπαμε λιάρδα, αρα ουτε αυτός.
:)
ΥΓ. Κάθε σιωπή γιατρεύεται με χνώτο.
Κι αυτό γιατρικό είναι.
http://www.youtube.com/watch?v=jRMe5H9WKpM&feature=related
Στίχοι βουνά, ταιριάζουν (νομίζω) με τις γραφές σου και με τον καημένο Άβελ που ο θεός του ξέχασε να σημαδέψει μέχρι που ευτυχώς βρέθηκες εσύ.
They call me The Wild Rose
But my name is Elisa Day
Why they call me it I do not know
For my name is Elisa Day
From the first day I saw her I knew she was the one
As she stared in my eyes and smiled
For her lips were the colour of the roses
That grew down the river, all bloody and wild
When he knocked on my door and entered the room
My trembling subsided in his sure embrace
He would be my first man, and with a careful hand
He wiped at the tears that ran down my face
[Chorus]
On the second day I brought her a flower
She was more beautiful than any woman I'd seen
I said, "Do you know where the wild roses grow
So sweet and scarlet and free?"
On the second day he came with a single red rose
He said: "Will you give me your loss and your sorrow?"
I nodded my head, as I lay on the bed
"If I show you the roses will you follow?"
[Chorus]
On the third day he took me to the river
He showed me the roses and we kissed
And the last thing I heard was a muttered word
As he knelt above me with a rock in his fist
On the last day I took her where the wild roses grow
And she lay on the bank, the wind light as a thief
As I kissed her goodbye, I said, "All beauty must die"
And lent down and planted a rose between her teeth
χνούδι,
κειβ για σαουντρακ... Οντως.
:)
ΥΓ> Σε ευχαριστώ πολύ. Για να σε εξιτάρω, θυμίζω ότι σε κάθε μυθοπλασία τα πράγματα δεν μένουν πάντοτε στο τέλος έτσι όπως δείχνουν στην αρχή.
Δημοσίευση σχολίου