Το σημάδι του Αβελ 21

To επόμενο τρίμηνο ήταν η μικρή επιστροφή στον παράδεισο. Εκεί που οι πρωτόπλαστοι θαυμάζουν κι απορούν για τα πάντα, στον τόπο της παιδικότητας και της αθωότητας. Όσο κι αν ακούγεται ειρωνικό, αυτό που επικρατούσε ήταν η αθωότητα. Είχαμε παραδοθεί ολότελα στο βίωμα, κάθε ενοχή είχε προσωρινά αρθεί, οι τύψεις και τα πρέπει τελούσαν σε αναστολή, το σώμα ήταν η ψυχή μας και το δωμάτιο εκείνο το παρεκκλήσι μας. Οι σπονδές στο ζωικό υγρό λειτουργούσαν και ολόκληρη η πραγματικότητα συντονιζόταν στη διάθεσή μας. Παρά τα συχνά ταξίδια μου, οι μέρες της επιστροφής μου στην Ελλάδα μέχρι το επόμενο κυλούσαν όμορφα, οι στιγμές με την Αλεξάνδρα και τα παιδιά μετρούσαν με γεύσεις κι αρώματα, φλερτάραμε όλοι μαζί, χαμογελούσαμε, η δουλειά με τη νέα μετάφραση έδεσε, ήσουν συνέχεια γελαστή κι ανοιχτόκαρδη, περνούσες καλά κι εσύ στα μεσοδιαστήματα, πρέπει να μου έγραψες 40 σιντι με τη μουσική σου και να ανταλλάξαμε 20 βιβλία, εξερευνούσαμε με όλες τις αισθήσεις το τοπίο, ξεκινούσα πότε από δεξί σου στήθος και πότε από την εσώτερη σκέψη σου και τελείωνα πότε στο στόμα σου και πότε στην Αμοργό του Γκάτσου, θυμάσαι, μετά μου την αφιέρωνες, «να βρεις μιαν άλλη θάλασσα, μιαν άλλη απαλοσύνη» μου έγραφες και δε με άφηνες να το δω. Παραδομένοι απόλυτα στο ρεύμα και συντονισμένοι στην ίδια ψυχική διάθεση, η απουσία διεκδικητικότητας μας βοηθούσε να θέλουμε πραγματικά ο ένας την ευτυχία του άλλου κι όλες μας οι καταληκτικές συζητήσεις να αφορούν το Μάρτιν και την Αλεξάνδρα και πόσο τους αγαπούσαμε. Δεν μου είχε άλλη γυναίκα εκθειάσει τον άντρα της όπως εσύ, ούτε κι εγώ ποτέ εξήγησα πόσο αγαπώ τη γυναίκα μου σε άλλη γυναίκα, μετά τον έρωτα. Και τότε; Τότε τι κάναμε εμείς εκεί ιδρωκοπώντας; Σήμερα λέω πως αποδεικνύαμε εμπράκτως ότι ο άνθρωπος είναι οι αντιφάσεις του. Τότε δεν μιλούσαμε πολύ, είχαμε αποδεχθεί το αδιανόητο της πράξης μας και δεν το αναλύαμε, απλά το είχαμε αναλάβει. Δεν ξέρω αν μπορεί να μεταδοθεί σε οποιονδήποτε η εμπειρία ενός άλλου, όμως νομίζω πως και οι δυό μαας νοιώθαμε την επίτευξη του αδυνάτου: είχαμε διαιρεθεί στα δύο και ταυτόχρονα ο καθένας μας υπήρχε ολόκληρος στο μισό του. Δε λέγαμε ψέματα όσον αφορά το τι νοιώθαμε. Ήταν απολύτως ξεκάθαρο. Ήμασταν αυθεντικά ερωτευμένοι κι αγαπούσαμε εξίσου αυθεντικά τους ανθρώπους μας. Θεωρούσαμε ότι η συγγένειά μας ήταν το βασικό εμπόδιο στη σχέση μας και ταυτόχρονα, παρότι δεν μας εμπόδιζε, νοιώθαμε και οι δυο πως αν πολεμούσαμε δημόσια υπέρ της δυνατότητάς μας να αγαπηθούμε, θα χάναμε τη ζωή και δεν θα την κερδίζαμε. Η σχέση μας όφειλε να είναι πάντοτε κλεφτή, μυστική, απρόσιτη σε όλους. Αν προσπαθούσαμε να την κάνουμε διαφορετική μόνο δυστυχία θα επιφέραμε. Ακόμα και σε εμάς τους ίδιους. Θυμάμαι που αναρωτιόμαστε αν οι σύντροφοί μας μπορεί να κάνουν κάτι αντίστοιχο και λέγαμε και οι δυό, με αδικαιολόγητη βεβαιότητα, πως κάτι τέτοιο θα ήταν απίθανο γιατί εκείνοι, σε αντιδιαστολή με εμάς, ήταν τέλεια όντα. Εγώ επέμενα πως δε μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι αλλά και τι σημασία θα είχε αν όλα τα άλλα ήταν αυθεντικά, μα ξέρεις, τελικά ξέρεις πότε κάποιος σε αγαπάει αληθινά, αν ρωτήσεις τον εαυτό σου πάντα το ξέρεις, εσύ πάλι, πιο σκληρή όπως πάντα, έλεγες πως ίσως αυτή η αίσθηση αγνότητας να είναι το επινόημα, το άλλοθί μας για όσα κάνουμε, κι αφού ανέπτυσσες τα ενοχικά σου σε έπαιρνα επάνω μου και βυθιζόμουν μέσα σου ενώ μου χάιδευες το στήθος και όλα είχαν τώρα σαφή απάντηση, το απερίγραπτο βλέμμα σου έπαιρνε το χρώμα της συνομωσίας, αλλά οι λέξεις δεν την ξέρουν την απάντηση δεν τους την είπε ποτέ το βλέμμα. Η διαδρομή Βερολίνο-Αθήνα είχε γίνει σαν το Παγκράτι-Κυψέλη για μένα. Εσύ ήρθες δυο φορές, ένα Σαββατοκύριακο την κάθε μια. Ήμουν τόσο ερωτευμένος, όχι μόνο με σένα αλλά με τη ζωή την ίδια που μου επέτρεπε αυτή την ευτυχία –αν κι έπρεπε να ξέρω πως θα κληθώ σύντομα να πληρώσω το τίμημα- που οι σεξουαλικές μου επαφές με την Αλεξάνδρα είχαν αυξηθεί κατακόρυφα, η λαγνεία μας έτρεχε από τα μανίκια κι είχαμε και οι δυο ένα μόνιμο απλανές βλέμμα ικανοποίησης, σα χορτασμένα μοσχάρια που αναπαύονται στον ήλιο, το Πάσχα εκείνο ήταν το ομορφότερο και το πιο οικογενειακό που πέρασα, καμία αίσθηση απώλειας από την απουσία σου, δεν είχε καμιά σημασία που δε βλεπόμασταν συχνά μα που το θέλαμε, η Μαριλένα άστραφτε καταχαρούμενη όπως την πέταγα ψηλά κι ο Περικλής μπουσουλούσε κάτω απ τα πόδια μου, ναι η ζωή δεν ήταν η πέτρα του Σίσυφου, όλα ήταν σωστά, όλα είχαν μελετηθεί για να τη ζούμε, η φυσική κατάσταση του ανθρώπου είναι να βιώνει την ευτυχία, να την προκαλεί στους γύρω του, να τους κάνει τα πρόσωπα να αστράφτουν, με οποιοδήποτε κόστος, όχι έχουν λάθος οι τραγικοί και οι σέχτες του μηδενός, δεν είναι μηδέν αυτό που νοιώθω, που νοιώθαμε, κι αν μπορείς να το πεις στρογγυλό ίσως να είναι στρογγυλό κουλούρι στο στόμα πεινασμένου παιδιού που γρατζουνάει τα γόνατα στο χαλίκι παλεύοντας με τους φίλους του, ναι αυτό είναι η ζωή, λίγο ματωμένο πανηγυράκι αλλά όμορφο, μυρίζει το φύλλο και το νυχτολούλουδο, νοιώθω την αύρα των νησιών και η πίστη στις ουτοπίες προβάλλεται στα θερινά σινεμαδάκια, μυρίζει τσίπουρο και θαλασσινά έξω, μερικά δισεκατομμύρια φεγγάρια χαλάστηκαν για σένα, για να είσαι εκεί να δεις το ένα που απόμεινε, κοίτα γεμίζει, αύριο θα’ χει σ αγαπώ και πανσέληνο… Τέλειωνε η άνοιξη όταν ήρθες για τρίτη φορά στην Αθήνα κι έγινε η καταστροφή.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: