Όπως η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα, έτσι ακριβώς πιστεύω ότι η ελευθερία εξαχρειώνει και η απόλυτη ελευθερία εξαχρειώνει απόλυτα. Με τις –εκατέρωθεν- εξαιρέσεις. Έχω την αίσθηση πως αν αγαπάς κάποιον και τον αφήσεις τελείως ελεύθερο στην πρώτη του φρίκη με σένα, πέρα από την υπακοή στο κλισέ, τον οδηγείς στη συναισθηματική ασυδοσία. Κάνεις την έννοια της αγάπης κάτι εύκολα παραιτήσιμο. Φυσικά και θα παραιτηθείς όταν πάψει να είναι κοινό, όταν πειστείς μέχρι το μεδούλι σου πως όλα τέλειωσαν. Αλλά τη γαμημένη σου προσπάθεια θα την κάνεις. Κι ας πιέζεται ο άλλος. Κι ας σε κατηγορεί πως τον χειραγωγείς, τον εκβιάζεις. Αν τον ακούσεις, αν έτσι εύκολα κι αμέσως επικαλεστείς την αξιοπρέπειά σου που πρέπει να κρατήσεις κι αποσυρθείς στο όνομα του σεβασμού στη βούλησή του, δε σέβεσαι τη δική σου αλήθεια. Βάζεις την περηφάνια σου πάνω από αυτόν. Τον εαυτό σου δηλαδή. Και υποχωρώντας χωρίς μάχη καταστρέφεις όχι μόνο εσένα μα και αυτόν που αγάπησες, τον κάνεις αδιάφορο, υποθάλπεις το σκληρό παιδί μέσα του, του δίνεις το μήνυμα ότι δεν τρέχει τίποτα να ξεστομίζουμε λέξεις αιώνιες κατανοώντας τις πεπερασμένα. Είναι έτσι η φύση των περισσότερων ανθρώπων, που αν κανείς περιορισμός δεν υπάρχει, οι πιο πολλοί θα πατήσουν το κουμπί της εξολόθρευσης χιλίων αγνώστων κινέζων για χίλια γνωστά ευρώ. Αν σε άφηνα ελεύθερη Ελίζαμπεθ την ίδια στιγμή που αποφάσισες ότι τελείωσε η σχέση μας, δε θα σε αγαπούσα πραγματικά. Θα ήταν το άλλοθί μου και το άλλοθί σου. Η ιστορία μας δε θα είχε τη δύναμη να αναπτυχθεί στο μυαλό μου και να σου τη γράφω τώρα. Θα είμαστε ό,τι ακριβώς καταγελούμε, δυο άνθρωποι που στα δύσκολα την κοπάνησαν αμέσως. Δε με ενδιαφέρει να αφήσω ελεύθερον κάποιον που αγαπάω για να δω αν θα ξαναγυρίσει, οπότε θα είναι για πάντα δικός μου, ενώ αν δεν, τότε δεν ήταν ποτέ. Δε θέλω να είναι δικός μου αυτός που αγαπάω. Θέλω να είναι ανελεύθερος και μη εξουσιάσιμος ταυτόχρονα. Θέλω να είναι ανελεύθερος, γιατί η περιορισμένη ελευθερία ξεγεννά την πρωτοτυπία, εκμαιεύει αυτό που αξίζει πραγματικά να δει το φως του κόσμου, σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής –εφόσον βέβαια το υλικό υπάρχει. Μη εξουσιάσιμος, γιατί δεν αντιλαμβάνομαι την επιμονή ενός ανθρώπου ως άσκηση εξουσίας και χειραγώγηση της σκέψης του άλλου, αλλά ως απόδειξη ειλικρίνειας του ιδίου. Κι όλα αυτά έχουν ένα όριο. Τη λεπτή κλωστή που διαχωρίζει τον επίμονο άνθρωπο από τον καταπιεστικό, αυτόν που διεκδικεί την αγάπη του από αυτόν που δεν την αφήνει να φύγει ακόμα κι όταν έχουν όλα τελειώσει, αυτόν που αποδέχεται το τελικό όχι έστω με μια υποσημείωση, κι εκείνον που το αρνείται κατηγορηματικά. Εκεί την πάτησα. Δεν είχα εξασκηθεί καλά στη μεταφορά των πεποιθήσεών μου στην πράξη. Όχι μόνο γιατί δεν μου είχε συμβεί ποτέ να με παρατήσουν σύξυλο επάνω στη μεγαλύτερη στιγμή έντασης, αλλά γιατί όλη η κατάσταση μεταξύ μας ήταν παράλογη. Οσο κι αν πιστεύω στην τύχη και τη σύμπτωση, τι είδους σύμπτωση είχαμε εδώ, μεταξύ δυό ανθρώπων σαν κι εμάς, που με μια πράξη αγάπης καταπατούσαν στη σειρά τους περισσότερους περί ηθικής νόμους κι εξαπατούσαν με την ψυχή ανέγγιχτη τους άλλους που αγαπούσαν; Κι έτσι, ενώ σε άφηνα να φύγεις, ταυτόχρονα διεκδικούσα μια εξιλέωση, μια τελευταία φορά, μια λυτρωτική επαφή που θα μας κατέτασσε στο είδος των ανθρώπων ξανά. Κοινώς σε κυνήγησα από πίσω σαν σκυλάκι, επιμένοντας για δυο χρόνια ολόκληρα πως σε αγαπώ. Δε σου έδωσα το χρόνο και την απόσταση που γύρευες, ναι, εδώ είναι το λάθος μου κι αυτό οφειλόταν στην αδυναμία μου να αντέξω μακριά σου για πολύ. Υπερέβαλα. Όταν συνέχισες να αρνείσαι ακόμα και την τελευταία φορά, αηδιασμένη πια από τη φορτικότητα, πέρασα στις τάξεις των εμμονικών. Αρρώστησα για τα καλά. Αν δεν συνέβαινε η λύτρωση, δεν είχα πια ζωή. Μου ήταν αδύνατο να απεξαρτηθώ από εσένα στεγνά, νοιώθοντας πως έτσι όπως είχαμε γίνει δεν με έβλεπες πια όχι ως εραστή, αλλά ούτε ως άνθρωπο, πως ούτε ο έρωτας ούτε το αίμα έλεγαν τίποτα για σένα, πως βίωνες έναν εφιάλτη όπως κι εγώ, μόνο που για μένα ο εφιάλτης αυτός περιείχε το όραμα του θανάτου ενώ για σένα τον πόθο της απαλλαγής. Με ακύρωσες σαν άνθρωπο, με ματαίωσες συνολικά σκεπτόμενη έτσι, ένοιωθα πως η αγάπη που μου εξέφραζες ήταν πλαστή, ήταν το πείραμα της διαφορετικότητας, πως με τύλιξες με τον πέπλο του έρωτα μόνο και μόνο για να δεις πως είναι να γαμείς το αδέρφι σου, πως ήσουν εκ βαθέων ανήθικη, ανήθικη ναι, μα όχι γιατί αγκάλιασες εμένα τότε αλλά γιατί τώρα αρνιόσουν μια αγκαλιά που θα μπορούσε να με ελευθερώσει από σένα και με κρατούσες υποτελή, ετοιμόρροπο, έπαιζες κάθε μέρα με τον θάνατο και την καταστροφή μου. Φταίω. Μα φταις κι εσύ. Καμιά αποστασιοποίηση και κανένα όχι δε δικαιολογεί έναν φόνο. Γιατί αυτό θα συνέβαινε αργά η γρήγορα, αν δεν είχε μεσολαβήσει εκείνη η νύχτα. Εγώ θα όπλιζα, αλλά εσύ θα πατούσες τη σκανδάλη. Κι ευχόμουν να μη σε πάρω μαζί μου, να καταφέρω να πεθάνω μόνος μου αλλά κάθε βράδι και κάθε πρωί της τυρρανίας σου, ο τρελαμένος μου εαυτός με οδηγούσε σε τραγικές κοινοτοπίες. Όχι, δε θα σε άφηνα να γλιτώσεις, ελεεινή. Θα σε έπαιρνα μαζί μου στο θάνατο. Κι έπειτα, ο ξεγυμνωμένος μνησίκακος που είχα γίνει, σκεφτόταν πως όχι, θα είναι καλύτερα να σε αφήσω να ζήσεις για να βιώσεις όλη την αποστροφή του να γίνεσαι ο τάφος ενός ανθρώπου, όχι ενός, του αδερφού σου ανθρώπου, να ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου στις τύψεις, ξέροντας πως σκότωσες αυτόν που τόσο πολύ σε αγάπησε. Κι όλα αυτά, για ένα τελευταίο γαμήσι. Τον ονειρευόμουν αυτόν τον έρωτα όπως εκείνο τον πρώτο. Τη μέρα εκείνη ξεκίνησαν ταυτόχρονα οι 6 ομορφότεροι μήνες της ζωής μου και τα τρία χειρότερα χρόνια. Το πρωί αποφύγαμε να συζητήσουμε, όμως οι εκφράσεις μας και ο τρόπος που έσκυβε ο ένας πάνω στον άλλον, δεν χρειάζονταν λόγια εξήγησης. Δεν είχαμε μετανιώσει. Στη διαδρομή την περισσότερη ώρα ήμασταν βουβοί, χαμένοι ο καθένας στη σκέψη του. Έσπασα πρώτος τη σιωπή. Είχα αποφασίσει να μη σου πω πως είχα κεραυνοβοληθεί, αφού δεν πίστευα ποτέ στους κεραυνοβόλους έρωτες, όπως κι εσύ. Θυμάμαι τώρα πως πέρασαν σχεδόν 3 μήνες μέχρι να σου πω ότι είμαι ερωτευμένος. Αλλά θα φτάσουμε εκεί. Σε κοίταξα στα μάτια και σου είπα σε θέλω. Κι εγω. Κι εσύ. Κι εσύ… Ευτυχώς ο Μάρτιν έσπασε μόνος του την αμηχανία στο σπίτι. Η Μαριάνθη ήταν ακόμα στο σχολείο κι αυτός έφευγε την ώρα που φτάσαμε, κεφάτος και βιαστικός για το ιατρείο του. -Σήμερα έχω να μεταμορφώσω ένα κουνάβι σε ρακούν, είπε γελώντας τρανταχτά σαν τον αη βασίλη, με ένα βραχνό χο-χο, καθώς σε φιλούσε. Ο Μάρτιν ήταν εξειδικευμένος στην αισθητική επεμβατική ιατρική, πλαστικός χειρούργος δηλαδή. Μου ζήτησε συγνώμη που δεν μπορούσε να περιμένει άλλο και να ρωτήσει περισσότερα για το ταξίδι μας κι έφυγε. Ανάσανα με ανακούφιση. Όσο και να’ ναι, δεν είναι ευχάριστο να συναντάς έναν άνθρωπο που… Το ίδιο βράδυ στην Αθήνα, ήταν από τα πιο ευχάριστα των τελευταίων μηνών. Ποιος να με πίστευε πως δεν αγκάλιαζα την Αλεξάνδρα από υποχρέωση αλλά από αληθινή αγάπη; Πως όχι μόνο δεν μου είχε τελειώσει η αγάπη μου γι αυτήν, αλλά πως θέριευε τώρα που σε είχα γνωρίσει; Παίξαμε για ώρα με τα παιδιά, φάγαμε έξω και αργά τη νύχτα κάναμε έρωτα με πάθος που είχε να εκδηλωθεί καιρό. Την επόμενη της είπα πως είχα ανοίξει δουλειές με έναν νέο γερμανό συγγραφέα που θα έκανε μεγάλη επιτυχία και προσπαθούσα να κερδίσω τη μετάφραση, συνεπώς έπρεπε για λίγο καιρό να μετακινούμαι στο Βερολίνο συχνά. Στο τέλος της εβδομάδας και με την καρδιά μου να έχει χωριστεί σε δυό διαμερίσματα, το πρώτο από τα οποία βίωνε την απόλυτη οικογενειακή ευτυχία και το δεύτερο την απουσία σου σαν τόπο, πήρα ξανά το αεροπλάνο για το Τέγκελ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου