Είχα μπεί πια για τα καλά στην άγνωστη περιοχή, αλλά το τοπίο συνεχιζόταν με την ίδια μορφολογία, ένα ατελείωτο παραθαλάσιο δάσος απο λιόδεντρα, χωρίς κανένα οίκημα πια τριγύρω μου. Οσο περνούσε η ώρα και η αρχική έκρηξη της αδρεναλίνης υποχωρούσε παρά τη συνεχιζόμενη αγωνία μου, η κόπωσή μου αυξανόταν κι η αρρώστια που με κατέτρωγε επέστρεφε πιο δυνατή. Ο ιδρώτας, που τώρα πια έτρεχε ποτάμι από τη μεγάλη μου προσπάθεια, βοηθούσε κάπως στο καταλάγιασμα του πυρετού. Όμως τα πόδια μου τα ένοιωθα δεμένα λες σε μολυβένιες μπάλες κανονιού και τα κόκκαλά μου σχεδόν τα άκουγα να τρίζουν. Υπέφερα. Καιγόμουν και κρύωνα ταυτόχρονα. Αισθανόμουν μεγάλη αδυναμία και ήξερα πως αν δεν κατάφερνα σύντομα να βρω ένα μέρος να ξαποστάσω και να ανακτήσω κάπως τις δυνάμεις μου, θα λιποθυμούσα. Και τότε θα ήμουν χαμένος. Από την άλλη συνειδητοποιούσα πως δεν είχα αυτή την πολυτέλεια. Το νησί ήταν πολύ μικρό κι έτσι αν ξημέρωνε και δεν είχα καταφέρει να φύγω μακριά από αυτόν τον αφιλόξενο δασωμένο βράχο, δεν θα είχα καμιά ελπίδα. Οι ντόπιοι, αν όπως φοβόμουν είχαν καταμετρήσει τις δυνάμεις μας προτού επιτεθούν, θα ήξεραν ήδη ότι κάποιος τους είχε ξεφύγει, οπότε λογικά θα όργωναν τον τόπο. Και δε θα δυσκολεύονταν να με ανακαλύψουν όπου κι αν κρυβόμουν, οπότε, στην καλύτερη περίπτωση που δεν θα με έσφαζαν επι τόπου, θα είχα την τύχη των συντρόφων μου, όποια κι αν ήταν αυτή. Σίγουρα πάντως δεν θα ήταν καλή. Καταλάβαινα βέβαια πως ακόμα κι αν η Αγία Μητέρα με βοηθούσε να ξεφύγω και να περάσω στο απέναντι νησάκι και πάλι δεν θα κέρδιζα πολλά. Τι θα τους εμπόδιζε να το ερευνήσουν σπιθαμή προς σπιθαμή με το φως της μέρας; Που θα κρυβόμουν; Κι αν ακόμα κρυβόμουν, αν ο μεγαλοδύναμος με έκανε αόρατο και δε με έβλεπαν, για πόσο θα επιβίωνα χωρίς καμιά προμήθεια σε ένα τόσο δα κομμάτι γης στη μέση του πελάγους καταμόναχος; Αλλά όταν ο θάνατος σου χαιδεύει τη ραχοκοκκαλιά παιδί μου, η λογική μπορεί να περιμένει. Έτσι, με τη λυσσασμένη δύναμη που δίνει ακόμα και στους τσακισμένους η απελπισμένη θέληση να ζήσεις, προχωρούσα στο άγνωστο. Έσφιγγα τα δόντια και προχωρούσα με το βήμα του μελλοθάνατου, σκάβοντας με αβέβαια, βαριά βήματα το λασπωμένο χώμα και σκοντάφτοντας διαρκώς, με όση δύναμη μου απέμενε. Έπεφτα και ξανασηκωνόμουν και συνέχιζα, σέρνοντας κυριολεκτικά το ξέψυχο κορμί μου, ξέσκιζα τις σάρκες μου στους κορμούς των δέντρων και στις πέτρες, μάτωνα τα γόνατα σαν παιδάκι και τρέκλιζα σα μπεκρής. Σε κάθε λίγα βήματα ξερνούσα κι ένα κομμάτι από τη χολή μου, κάτι που μου προξενούσε ακόμα μεγαλύτερο πόνο. Ενοιωθα τα σωθικά μου σαν ξένο σώμα που γύρευε να αποσπαστεί βίαια από μέσα μου, να θέλουν να ενωθούν ξανά με το χώμα απο το οποίο φτιάχτηκαν. Κοτρώνα στην κοτρώνα και δέντρο στο δέντρο, διέκρινα κάποια στιγμή, μετά από κάμποση ώρα που δεν μπορούσα πια καθόλου να προσδιορίσω πόση ήταν, έναν σκοτεινό όγκο να ορθώνεται απέναντί μου, πέρα απο τα νερά μέσα στα οποία ασήμιζαν τ’αστέρια. Πρέπει, σκεφτόμουν, να είχα φτάσει πια στο νοτιότερο άκρο του νησιού και να αντίκρυζα απέναντί μου το δεύτερο νησάκι. Αλλά από το σημείο που βρισκόμουν, γονατισμένος κάτω από μια ακόμα ελιά στην άκρη του δάσους, δεν μπορούσα να δω αν υπήρχε κάποια βάρκα εκεί κοντά, ούτε να καταλάβω αν η υδάτινη απόσταση που χώριζε τα δυο κομμάτια γης ήταν τέτοια που θα μου επέτρεπε να τη διασχίσω κολυμπώντας και μάλιστα στην αξιοθρήνητη κατάστασή μου. Δεν είχα κι άλλη επιλογή. Για να προσεγγίσω το σημείο που μου φαινόταν κοντινότερο στην αντίπερα όχθη, έπρεπε τώρα να διασχίσω τον χωματένιο δρόμο που τόση ώρα απέφευγα προχωρώντας στο πλάι του και κατόπιν ένα μικρό ξέφωτο. Σε ένα υψωματάκι, στην δεξιά πλευρά του ξέφωτου αυτού, διέκρινα σκιές απο στιβαγμένες πέτρες που θα έπρεπε, υπέθεσα, να ήταν μαντριά, και λίγο πιο κεί τον ασπρισμένο τοίχο απο ένα μικρό ξωκκλήσι.Υπολόγισα ότι θα χρειαζόταν να διασχίσω περίπου 300 μέτρα ακάλυπτης έκτασης από το σημείο που βρισκόμουν μέχρι τη θάλασσα. Μονάχα θάμνοι και ελάχιστα διάσπαρτα δέντρα υπήρχαν σ’ αυτό το σημείο. Αν κάποιοι με περίμεναν κρυμμένοι κάπου εδώ γύρω, δεν είχα οδό διαφυγής. Αλλά δεν υπήρχε για μένα επιστροφή. Αφουγγράστηκα λοιπόν για λίγο, σταματώντας ακόμα και την ανάσα μου. Δεν άκουσα τίποτα να διακόπτει τη βαθειά σιωπή, παρά τους απαλούς παφλασμούς των κυμάτων απέναντι και κάνα-δυο κουδουνίσματα από τα ζώα που προφανώς θα βρίσκονταν στο μαντρί. Σήκωσα τότε το βλέμμα στον ουρανό, ζήτησα για άλλη μια φορά τη βοήθεια του Κυρίου, κι αφού πήρα δυο-τρεις βαθειές ανάσες κι έκανα το σταυρό μου τρεις φορές, μάζεψα όσες δυνάμεις μου απέμεναν κι άρχισα να τρέχω, παραπατώντας και τρεκλίζοντας, προς τη θάλασσα. Είχα επιστρατεύσει τις τελευταίες μου δυνάμεις. Δεν ήξερα πως θα κατάφερνα να περάσω απέναντι, έλπιζα όμως ότι εφόσον δεν υπήρχε κάποια βάρκα, η επαφή με το δροσερό νερό θα λειτουργούσε τονωτικά και δεν θα με επιβάρυνε ακόμα περισσότερο. Κι αν πάλι δεν τα κατάφερνα, τουλάχιστον θα αναπαυόμουν για πάντα ελεύθερος στο βυθό και το κουφάρι μου θα ξεβραζόταν μια μέρα στην ακτή για να το θάψουν κάποιοι καλοί άνθρωποι, ή έστω θα γινόταν τροφή για τα ψάρια. Πάντως θα πέθαινα έχοντας προσπαθήσει να γλιτώσω κι όχι παραδωμένος στους στασιαστές και κρεμασμένος με την κουκούλα στο κεφάλι, σε κάποιο ικρίωμα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου