Γελώντας ακόμα με κάποιο αστείο που είχες πει, με την ψυχή γεμάτη νόημα που ακόμα δεν κατανοούσαμε και τις κοιλιές να γουργουρίζουν από τη μπίρα, μπήκαμε στο μπάνιο κι άρχισε ο ένας να σκουπίζει με την πετσέτα τον άλλον. Πρώτα σου στέγνωσα τα μαλλιά ενόσω έβγαζες το πουλόβερ, μετά ανέλαβες την πλάτη μου κι εγώ ξεκούμπωνα το υγρό σου παντελόνι, δε θυμάμαι τη διαδοχή των κινήσεων, μου θύμιζαν πάντως σκηνές από παλιό κινηματογράφο, στο μυαλό μου αμέσως ήρθε ο Μαν Ρέι, εντύπωση την οποία υποβοηθούσε το ημίφως που αφαιρούσε χρώμα και η βροχή που χτυπούσε το μεγάλο τζάμι. Στο βάθος μακριά, υψωνόταν το καμπαναριό της Τιν και πίσω, ψηλά στον μακρυνό ορίζοντα πέρα από το ποτάμι, αχνόφεγγαν τα φώτα του κάστρου, διεσπαρμένα σε χιλιάδες διαθλάσεις του φωτός στις σταγόνες. Εγώ φανταζόμουν την ίδια σκηνή με θέα το βράχο της Ακρόπολης, το άγαλμα του Χριστού στο Ρίο, το Νιαγάρα, το Νείλο με ολόκληρη την κωπηλατική ομάδα του πανεπιστημίου του Καίρου, το μεγάλο παγετώνα στην Παταγονία. Και προσπαθούσα να καταλάβω αν το εσωτερικό της θα μεταβαλλόταν. Αποφάσισα ότι οπουδήποτε στον κόσμο εκείνο το βράδι θα είχαμε κάνει έρωτα. Θυμάμαι καλά πως δε μιλήσαμε. Κάποια στιγμή κοιταχτήκαμε στα μάτια κι είχαν όλα αποφασιστεί. Τη στιγμή εκείνοι γίναμε συνένοχοι, εξωμότες που ο ένας θα στήριζε τη συνέχεια της ευτυχίας του στη χαρά του άλλου και την επιβίωσή του την κοινή σιωπή, διαπράξαμε σύσταση συμμορίας και υπογράψαμε συμβόλαιο με τον σατανά που δεν υπάρχει, αλλά που θα τον δημιουργούσαμε εμείς όπως άλλοι δημιουργούν το θεό. Τουλάχιστον εγώ έτσι νομίζω πως το έβλεπα, ή έτσι ήθελα να είναι. Δε σε ρώτησα, δε μου αρνήθηκες, δε δίστασα, δεν υπαναχώρησες, δε βιάστηκα, δεν απέφυγες. Δεν ξέρω αν καταλαβαίναμε τα ίδια νοήματα, αν ακούγαμε την ίδια σιωπή, ακόμα δεν είχε έρθει η τηλεπάθεια. Ομως τώρα νομίζω πως η συμφωνία μας ήταν εξ αρχής απόλυτη και η επίγνωση του πολλαπλού εγκλήματος ξεκάθαρη. Σφουγγίζοντας και μαλάσσοντας, ταξιδεύοντας με την αφή και το χνώτο, ζεσταίναμε ο ένας το κορμί του άλλου για ώρα αρκετή, σιωπηλοί, χωρίς να κοιταζόμαστε στα μάτια για να μην έρθουμε σε δύσκολη θέση, ίσως για να μην το ξανασκεφτούμε. Προσεκτικά σαν τη σάρκα των νηπίων απορροφούσαμε την υγρασία κι επανερχόταν το χρώμα. Ησουν πια ολόγυμνη μπροστά μου και με την πλάτη γυρισμένη σε μένα και καθάριζες το πρόσωπό σου με βαμβάκι κοιτώντας τον καθρέφτη. Το φως που ερχόταν από πίσω, απο το δωμάτιο, καθώς δεν είχαμε ανάψει τα φώτα στο λουτρό, έριχνε στον καθρέφτη τη σκιά σου πάνω στο είδωλο και σου έδινε μια όψη που με παρέπεμπε στην καταγωγή του φύλου σου. Εβλεπα εσένα, μα κοιτούσα την έννοια της γυναίκας, μια πολύ συγκεκριμένη και ταυτόχρονα αρχετυπική μορφή. Στο ζαλισμένο από τον πόθο και συμβεβλημένο με το αιώνιο άλλοθι του οινοπνεύματος μυαλό μου, οι λογοτεχνικές μου καταβολές έπαιζαν τώρα παιχνίδια. Το χέρι σου, όπως σκούπιζες τη μάσκαρα από τα μάτια σου, με παρέπεμπε στο χέρι του μοντέλου που ζωγράφιζε ο μετρ στο Αγνωστο Αριστούργημα του Μπαλζάκ. Αυτές οι γραμμές, οι καμπύλες που κατέρχονταν τόσο αρμονικά από τη μασχάλη περιγράφοντας το μαστό και κατέληγαν στις σκιές της ωμοπλάτης, αποτελούσαν για μένα την πραγμάτωση της λογοτεχνίας, τη σωματοποίηση των ιδεών, τη λυδία λίθο κάθε αυθεντικού πνεύματος, που ξέρει πως η υψηλότερη αποστολή της φιλοσοφίας είναι να καεί στο τζάκι με το σπίρτο ενός οργασμού. Εγώ είχα απομείνει με το εσώρουχο. Το σώμα σου μου φάνηκε ξαφνικά τόσο οικείο που σάστισα. Αυτό το σώμα ήταν λοιπόν η μοίρα της σάρκας; Γι αυτό μου φαινόταν γνωστό, επειδή κάθε σου καμπύλη ταίριαζε σε μια δικιά μου; Εσκυψα από πίσω σου και μύρισα το λαιμό σου. Σε ένοιωσα να ανατριχιάζεις όπως η μύτη μου ακούμπησε απαλά το δέρμα σου. Το άρωμα που φορούσες από νωρίς είχε πια ξεθυμάνει, όμως η πρόσμιξή του με το δέρμα σου, η ιδιαίτερη υφή της οσμής σανδαλόξυλου που τώρα συμπλεκόταν με τις μυρωδιές των νοτισμένων ρούχων, της ξενοδοχειακής μπουγάδας και του αλκοόλ, από τότε με συντροφεύει κάθε φορά που επιθυμώ να σε ανακαλέσω στη μνήμη. Μπορώ να ανασυνθέσω νοητικά αυτή τη μυρωδιά. Και όποτε συναντώ μια γυναίκα που φοράει εκείνο το άρωμα, το πρόσωπό της αποκτά τα χαρακτηριστικά σου και αμέσως μου φαίνεται γοητευτική, λατρεμένη και μισητή, ακόμα κι αν είναι μια ξιπασμένη χοντρέλω. Τα χείλη μου περιπλανήθηκαν τη γραμμή του λαιμού, συνέχισαν στις πλάτες και άλλαξαν πλευρά. Χαμήλωσες το κεφάλι για να ειπράττεις καλύτερα την εξόφληση τόσων μερών πόθου. Πρέπει να είχες καταλάβει. Πρέπει. Αμήχανος ακόμα, επέτρεψα τώρα στα χέρια μου να χαιδέψουν την κοιλιά σου κι όπως σε αγκάλιαζα κόλλησα τη φύση μου στους γλουτούς σου. Ο ερεθισμός είχε εγκαθιδρυθεί για τα καλά. Η αίσθηση της ελαφράς πίεσης πάνω σου μου θύμισε τα μπλουζ που χορεύαμε παιδιά. Η παλάμη σου άγγιξε τη λεκάνη μου. –Είσαι ακόμα βρεγμένος, είπες ψιθυριστά και γύρισες. Κοιταχτήκαμε πρώτη φορά. Το βλέμμα είχε μεταβληθεί, τώρα τα μάτια σου ήταν υγρά και διεσταλμένα, ταυτόχρονα όμως τα βλέφαρα χαμήλωναν από πάνω μακάρια. Νομίζω έκλεισες πρώτη τα μάτια στο φιλί. Ταυτόχρονα με απάλλαξες από το βρεγμένο εσώρουχο κι έπιασες να χαιδεύεις την κρύα σάρκα. Η γεύση του σάλιου, όπως αργότερα η γεύση των υγρών σου, με έπεισαν ότι υπάρχει ένας σαφής συμπαντικός σχεδιασμός που αποσκοπεί στην σύζευξη των ανθρώπων που σε κάθε μετενσάρκωση θα συναντιώνται και σε κάθε παράλληλο κόσμο θα ζουν τις χιλιάδες εκδοχές της ιστορίας τους. Με δυό λόγια το νόημα του κόσμου εκείνη τη στιγμή εντοπιζόταν στους γευστικούς κάλυκες. Γι άλλους θα μπορούσε να είναι ο λαγός στιφάδο ή ένα παγωτό παρφέ σοκολάτας, για μένα ήταν η γεύση του μουνιού σου. Η καρμική ενόραση μιας σχέσης είναι μονόδρομος στην αρχή. Ολοι όσοι σε είχαν προηγουμένως πείσει ότι δεν υπάρχει νόημα στη ζωή, όλοι εκείνοι οι οπαδοί του μεγάλου τίποτα ακυρώνονται και χάνουν τη λαλιά τους μπροστά στο κταλυτικό νόημα της έναρξης του έρωτα. Ϊσως το μόνο νόημα που η γλώσσα πάντα θα αποτυγχάνει να υποκλέψει και να μεταγράψει από το σώμα που το ζει Η φιλοσοφία που καίγεται στο τζάκι αποκτά τότε τον αυθεντικό σκοπό της, να ζεσταίνει τους κώλους των εραστών όπως ανεβοκατεβαίνουν στο χαλί. Στο κατακόκκινο εκείνο χαλί που ανεβοκατέβαιναν οι γλουτοί σου όπως ξεδιψούσα υποχρεώνοντάς σε να παράγεις κι άλλο για να πιώ, αναγκάζοντάς σε να μου τραβάς τα μαλλιά και να με σπρώχνεις, να με χαστουκίζεις και να σπαρταράς αγκομαχώντας, αφοσιωμένος στο προσκύνημα της ιδρωμένης εικόνας σου, σε απόλυτη γαλήνη και σύνταξη με τους νόμους της φύσης, και ταυτόχρονα ξέροντας πως αυτή τη φορά είχα ξεπεράσει το όριο, μα δεν μπορούσα να σκεφτώ τα όρια τότε, μπορούσα μόνο να σε γλύφω και να σε φιλώ, να βυζαίνω και να μαλάζω, να διεμβολίζω και να αποσύρομαι για να εμβολίσω ξανά και ξανά, να δαγκώνω το δέρμα, το βαθύ σου δέρμα, και να θυμάμαι τον Βαλερύ να το υμνεί, το δικό σου δέρμα υμνούσε, θυμάμαι να τρίβω το πρόσωπό μου στην ξυρισμένη τρυφερότητα που εντόπιζα ανάμεσα στα πόδια σου όπως τα μωρά τρίβουν τα μούτρα τους στην αγκαλιά της μαμάς τους πασαλείβοντας το γάλα παντού, να γίνομαι ολόκληρος η σταγόνα του σάλιου που κυλάει τη ρόγα σου, να βλέπω τον εαυτό μου μέσα από εκεί, πελώριο και παραμορφωμένο από μια έκφραση ευτυχίας, ζωσμένο με εκρηκτικά σαν καμικάζι, με την απόφαση του θανάτου γραμμένη στο βλέμμα, με το σκοινί ανάμεσα στα δόντια σου που τρίζουν, να το τραβάς απαλά όπως δαγκώνεις τα χείλια και καταπίνεις συντονισμένα με τις κινήσεις μου, να το περνάς πίσω από την πλάτη όπως γυρνάς στο πλάι δονούμενη σ’ έναν ακόμα οργασμό που ανακατεύει τον ιδρώτα με τα υγρά σου και με κάνει να αγριεύω, να σκοτεινιάζει η φαντασία και να επιστρέφω στο ζώο, στον εγκεφαλικό φλοιό, στην πλήρη αθωώτητα, να σου γαμώ το χύσιμο και να μεταμορφώνεσαι από σεμνή φύση σε λατρεμένη πουτάνα, κι όλο το σώμα σου να λαμπυρίζει καθώς γλιστράς ξανά στην ηδονή, μισή ντροπή μισή λαγνεία κι ολόκληρη μια κατάφαση, και να ενώνεται τότε η κίνησή σου με τις μνήμες μου και δεν ξεχώριζα πια κανένα σώμα από όσα είχαν περάσει, γίνονταν όλα εσύ, και οι εκφράσεις σου ακόμα μου φαίνονταν πια οικείες, ήταν εκφράσεις κάθε γυναίκας που είχα γνωρίσει, όλες συμπυκνωμένες σε σένα, κι έτσι όπως είσαι καθισμένη στην καρέκλα με τουρλωμένο τον πισινό εγώ βλέπω τα χρώματα του Βαν Γκόγκ, γίνεται εκείνη η κίτρινη καρέκλα που ζωγράφισε κι επάνω της σπαράζει ένας γενναίος κώλος του Μοντιλιάνι, κι όλα αυτά ξαφνικά σκάνε κι εκρήγνυνται με μια κραυγή όπως τραβάς το σκοινί δαγκώνοντας με γερά στο σβέρκο, και ανατινάζομαι σα νάχουν βάλει βόμβα στη φοντάνα ντι ντρέβι κι αυτή πεθαίνοντας να ποτίζει το σύμπαν στροβιλίζοντας σπερματικό νερό προς κάθε κατεύθυνση, να δροσίζει για τελευταία φορά τους επί γης διψασμένους εκσφενδονίζοντάς ταυτόχρονα και τους ίδιους, με τα πρόσωπα ακόμα να σχηματιζουν μαιναδικές εκφράσεις, στον αγύριστο εφιάλτη του Ιερώνυμου Μπος. Πίσω στον κόσμο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
πόσα σημάδια (θα) έχει ο Άβελ ;
Κύριε ΚΚΜοίρη,
θα σας βάλω μια σκέψη. Φανταστείτε πόσο λάθος έχουμε μετρήσει τον κόσμο, εαν ο Αβελ έχει αυτοκτονήσει.
:)
μη μου το κάνετε αυτό βράδυ Παρασκευής....
Δημοσίευση σχολίου