Οι μεταφορές του έρωτα συνήθως έχουν ρόδινα χρώματα, αναλογίες σε ύψος, πετάγματα, σκιρτήματα, τιτιβίσματα. Λέξεις επινοημένες με κριτήριο την τονικότητα, ένρινα και χειλικά, πολλά υποκοριστικά, ένα χαμόγελο παγιωμένο από άκρη σε άκρη σε ροδοκόκκινα μάγουλα, φως, καλοκαίρι, ο έρως που ίπταται, ο έρως που εφορμά, φτερωτός θεός και δε συμμαζεύεται. Πράξεις που υπό μη ερωτικές συνθήκες θα φάνταζαν αστείες, αποκτούν τώρα μια σημασία τροποποιημένη, έναν παλιμπαιδισμό επικροτημένο και συνομολογημένο από τα εμπλεκόμενα μέρη, μια επιστροφή στην παιδικότητα που θα έκανε όλους τους άλλους να γελούν, μα τους ερωτευμένους τους κάνει να τρίβονται σα γάτες σε ποδιές. Η σκέψη του ερωτοχτυπημένου περιορίζεται και προσδιορίζεται από τον πόθο της εξαφάνισής του μέσα στον άλλον, της σύζευξης ζύμωσης και ενοποίησης των παλμών της καρδιάς σε χτύπους κοινούς. Είναι τέτοια η φύση κι η ένταση του συνεπαρμού, που κανείς δεν κατορθώνει εκείνη τη στιγμή να συνειδητοποιήσει ότι, σε αντίθεση με τα κοινώς νομιζόμενα, το να ερωτευτείς ισοδυναμεί με την πτώση σε βαθύ πηγάδι. Το ύψος του έρωτα μετριέται με το βάθος της κατάδυσης. Την ίδια στιγμή που ο εσωτερικός μας ανθρωπίσκος θαμπώνεται κι αποφασίζει να παραδώσει το πηδάλιο στον άλλον, ξεκινάει η βουτιά. Στην αρχή το νερό του πηγαδιού είναι ζεστό και πεντακάθαρο κι ο ερωτευμένος ανιχνεύει τα τοιχώματα συνεπαρμένος. Εκεί που άλλοι θα εντόπιζαν βρωμιές, αυτός αντικρίζει θραύσματα θαυμασίων οστράκων, χρυσοποίκιλτα κλειδιά μακρινών βασιλείων, μαύρα μαργαριτάρια, τη σοφία του δημιουργού και τη γεύση του ιχώρ. Στις στιλπνές επιφάνειες του φρέατος αντανακλάται η μορφή του ωραιοποιημένη, όπως θα την έβλεπε σε κάποιον από τους μαγικούς καθρέφτες που λεπταίνουν και αφαιρούν το λίπος από τη σάρκα. Για λίγο, για πολύ λίγο, ο βαθιά ερωτευμένος άνθρωπος ξεχνάει ότι δε μπορεί να αναπνεύσει στο νερό και περιηγείται την υποβρύχια ζωή ως να είχε βράγχια, βυθιζόμενος ολοένα και περισσότερο στο μαγικό του πηγάδι. Εκεί ορισμένοι ξεχνιούνται εντελώς και καταδύονται βαθύτερα από όσο επιτρέπει μια ανάσα. Είναι βέβαιοι για τον εαυτό τους και ιδίως για τον άλλον. Εφόσον αγαπούνε, νοιώθουν πως ο αγαπημένος τους θα τους ωθήσει ψηλά όταν θα το χρειαστούν. Κι έτσι το πηγάδι γεμίζει πτώματα όσο κατεβαίνει κανείς. Για τους ανθρώπους αυτούς η ζωή θα τελειώσει μέσα στο σκοτεινό νερό, στα πιο μεγάλα βάθη, χωρίς τίποτα πια να φωτίζει τριγύρω τους, αν ο ερώμενος δεν αποδεχθεί κάποια στιγμή να γίνει ο πάτος του πηγαδιού, πάνω στον οποίο θα συσπειρωθούν για να εκτιναχτούν προς την ανάσα. Γιατί το πηγάδι του έρωτα δεν έχει άλλο πάτο από το αγαπημένο σώμα. Από τη στιγμή της βουτιάς, η κατάδυση είτε θα σταματήσει εγκαίρως και θα ξεκινήσει η άνοδος για την πολύτιμη ανάσα, είτε, εφόσον συνεχιστεί, ο μόνος που μπορεί να σώσει τον βουτηχτή είναι αυτός για τον οποίον βούτηξε. Αν αυτός δεν αγκιστρωθεί στα τοιχώματα ώστε ο άλλος να πατήσει επάνω του και να μπορέσει να ξαναβγεί στην επιφάνεια, ο θάνατος είναι νομοτέλεια. Κανείς δε γλιτώνει από τον πνιγμό του έρωτα. Ο,τι κι αν λέμε, ακόμα κι εκείνος που θα κατορθώσει μονάχος του να ξαναδεί το φως του ουρανού, θα πάσχει για πάντα από την ασθένεια των δυτών. Δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος με αυτόν που μπήκε. Έτσι ξεχωρίζει κανείς το βάθος του ερωτικού συναισθήματος. Οι φιγούρες που επιπλέουν στα αβάθη, οι μορφές που φλερτάρουν την επιφάνεια, που σαν τις φάλαινες θα αναδυθούνε να ανασάνουν και θα ξαναβουτήξουν, δε βιώνουν το ίδιο συναίσθημα με εκείνους που συναντά κανείς χαμένους στις αβύσσους του βυθού. Αυτό μου συνέβη με τη Λιζ. Τίποτα δεν υπολόγισα και άρχισα να καταδύομαι ολοένα και βαθύτερα στο πηγάδι, ανιχνεύοντας τις εξωτικές μορφές στις στοές και τους λαβυρίνθους. Όταν διαπίστωσα πως ήταν πια πολύ αργά για να επιστρέψω μόνος, κατάλαβα πως η ζωή μου θα τέλειωνε. Γιατί εκείνη δεν ήταν πια δίπλα μου, αρνιόταν να γίνει ο πάτος, βρισκόταν κιόλας στην επιφάνεια και δεν κοιτούσε καν προς το νερό, δεν προσπαθούσε ούτε να διακρίνει τη φιγούρα μου. Και δε μπορούσα ούτε να τη μισήσω. Εψαχνα μόνο απεγνωσμένα να πιαστώ από κάποιο κομμάτι της φούστας της που επέπλε ακόμα, μήπως και την τελευταία στιγμή με τραβήξει. Η μήπως την τραβήξω εγώ, να την πνίξω μαζί μου. Η εκδρομή στα κάστρα της Βοημίας ήταν η πρώτη πράξη του δράματος, η αρχική βουτιά. Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν βρεθήκαμε οι δυό μας να ταξιδεύουμε, ήταν να αναρωτηθώ τι διάβολο συναίσθημα ήταν αυτό που σιγά-σιγα θέριευε μέσα μου. Γοητευόμουν επειδή μας ένωνε το αίμα; Γοητευόμουν μόνο και μόνο γιατί είχα ανακαλύψει μια αδελφή που αγνοούσα τόσα χρόνια, συνεπώς αφού είχε έστω και το μισό μου αίμα, δε μπορεί παρά να ήταν αξιαγάπητη; Ερωτευόμουν δηλαδή από αυτοθαυμασμό, τη θηλυκή μου εκδοχή; Θα ένοιωθα έτσι αν αυτή η γυναίκα που οδηγούσε και μιλούσε με εκείνον τον παιχνιδιάρικο τόνο δεν ήταν συγγενής μου αλλά μια κοπέλα που συνάντησα τυχαία στο δρόμο; Οι απαντήσεις που έδινα όπως εξελισσόταν η εκδρομή, ήταν όλες θετικές. Μέρα τη μέρα, μέσα σε μπυραρίες, σε συναυλίες στις σκάλες καθεδρικών ναών και μουσείων, σε ατενίσεις των ποταμών πάνω σε τείχη των κάστρων, μέρα τη μέρα ανάμεσα στις συζητήσεις για τη λογοτεχνία, τη μουσική, τη στάση απέναντι στη ζωή, την ανατροφή των παιδιών και τη θέαση του κόσμου, ανάμεσα στην κριτική του καθαρού λόγου και την αιώνια επιστροφή, ανάμεσα στον Προύστ και τον Μαλαρμέ, εντόπιζα μια πραγματική αδελφή. Και πραγματική αδελφή για μένα είναι εκείνη με την οποία η εκλεκτική συγγένεια αποδεικνύεται πιο ουσιαστική. Την προτελευταία μέρα επιστρέψαμε από το Κάρλοβι Βάρυ στην Πράγα. Την επομένη θα γυρίζαμε στο Βερολίνο. Μέχρι τότε, η επικοινωνία μας είχε τη γοητεία της διαρκούς επαφής, της συνάφειας των ψυχών, της αποπλάνησης των βλεμμάτων και του αβίαστου χαμόγελου, αλλά δεν είχα ακόμα επιτρέψει στον ερωτισμό μου να εκδηλωθεί. Ντρεπόμουν, φοβόμουν, σεβόμουν. Είχα προσπαθήσει τις προηγούμενες ημέρες να εντοπίσω τις ατέλειες επάνω της, όπως τα ελαφρά στραβά μπροστινά της δόντια, τα λίγα παραπανίσια της κιλά, μήπως και η αναγωγή της σε θεσπέσιο πλάσμα οφειλόταν μόνο στον ενθουσιασμό μου. Δεν κατάφερα τίποτα. Η γυναίκα αυτή με συνάρπαζε πέρα από το δέρμα, πάνω από τα κιλά, έξω από τις ατέλειες, ή μάλλον, ακριβώς γι αυτές. Ακόμα και τα ελαφρά δαγκωμένα της νύχια έβλεπα να δένουν αρμονικά με τα παιδικά της χέρια και οι εξέχουσες καμπύλες στην περιφέρεια, εμένα μου έμοιαζαν ζεστά ψωμάκια για πεινασμένους. Από τη μια πλευρά ένοιωθα πια ξεκάθαρα ότι τη θέλω σαν τρελός, από την άλλη είχα απόλυτη επίγνωση πως αν υπήρχε μια γυναίκα ζωντανή σε τούτη γη με την οποία δεν επιτρεπόταν να νοιώθω έτσι, την είχα δίπλα μου. Δεν ήταν μόνο η αδελφή μου, αλλά ήμασταν και δυό παντρεμένοι με παιδιά, που αγαπούσαν τους συντρόφους τους. Παρότι δεν ήμουν άγιος και είχα ζήσει λίγες σύντομες περιπέτειες κατά τη διάρκεια του πολυετούς γάμου μου -ήδη μετρούσαμε 14 χρόνια κοινής ζωής- συνειδητοποιούσα ότι αυτή η γυναίκα δεν θα μπορούσε ποτέ να καταταχθεί σε αυτές τις περιπετειούλες. Σαν τυπικός άντρας, είχα μεγαλώσει χωρίς πολλές-πολλές ενοχές για τα ζητήματα που ονόμαζα «πανηγυράκια της ψωλής», δηλαδή δεν αισθανόμουν τύψεις όταν συνέβαινε να κοιμηθώ για ένα βράδυ με κάποια κοπελίτσα. Γιατί όπως οι περισσότεροι άντρες ξέρουν αυτό δε σήμαινε τίποτα, είχε την ίδια συναισθηματική αξία με έναν συμμετοχικό αυνανισμό. Αλλά εδώ τα πράγματα άλλαζαν. Ένοιωθα πως θα ερωτευόμουν εάν, κι αυτό ήταν εντελώς πρωτόγνωρο συναίσθημα. Δεν ήξερα αν θα μπορούσα να το διαχειριστώ. Ποτέ δε μου είχε συμβεί να ερωτευτώ άλλη γυναίκα από τότε που γνώρισα την Αλεξάνδρα. Αντίθετα, μου φαινόταν εφιαλτικό. Παρά τις λίγες μου περιπέτειες, την Αλεξάνδρα τη λάτρευα, την αγαπούσα με όλη μου την ύπαρξη, ήθελα να πεθάνω στην αγκαλιά της και τα μάτια της να είναι το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπα στη ζωή. Η Αλεξάνδρα ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Το είχα αποδεχθεί αυτό όταν παντρευτήκαμε, παρότι το αρχικό πάθος είχε ήδη κοπάσει. Ανήκω στους ανθρώπους που πιστεύουν ότι το πάθος μπορεί να κοπάσει, αλλά η αγάπη σημαίνει αυτό ακριβώς: να ξέρεις ότι το πάθος θα κοπάσει κάποτε και να το αποδέχεσαι. Μέχρι τη Λιζ, πίστευα πως δεν είναι δυνατόν να διαχειριστεί κανείς ταυτόχρονα δυό έρωτες και να είναι ειλικρινής –ειλικρινής, όχι αληθινός- και προς τους δύο. Τώρα αυτό πήγαινε να ανατραπεί. Κι επιπλέον, η αναγκαστική ανάμνηση της Μάγδας, για την οποία ακόμα δεν είχα πει τίποτα στη Λιζ, μου προκαλούσε πρόσθετη δυσθυμία. Το τελευταίο βράδυ βγήκαμε νωρίς, φάγαμε σε μια μπυραρία του Νόβε Μέστο και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Φυσικά είχαμε νοικιάσει ένα δίκλινο δωμάτιο κι ως εκείνο το βράδυ είχαμε συμβιώσει αρμονικά, χωρίς να επιτρέψω στον πόθο μου όχι να επικρατήσει αλλά ούτε καν να γίνει υπαινικτικός, εμποδίζοντας ακόμα και την υποψία στύσης ή λαγνείας με λογισμούς πάνω στον Γκαίτε, με φυστίκια, με ντους και με διάβασμα. Εκείνο το τελευταίο βράδυ στη φθινοπωρινή Πράγα, υπό τους ήχους μιας κατακλυσμιαίας βροχής που ξεκίνησε να πέφτει όταν φύγαμε από τη μπυραρία και θέριεψε μόλις φτάσαμε μουσκεμένοι στο δωμάτιο, άλλαξε τη ζωή μου για πάντα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
"ακόμα κι εκείνος που θα κατορθώσει μονάχος του να ξαναδεί το φως του ουρανού, θα πάσχει για πάντα από την ασθένεια των δυτών"
ή μηχανικός θα γίνω ή στην άμμο θα απο μείνω, τραγουδούσαν οι μισοπαράλυτοι σφουγγαράδες.
στίχο που σιγοτραγουδάω συχνά.
έψαξα στις λέξεις σου, κι είχανε κλέψει μερικές δικές μου που τις έψαχνα καιρό.
σ' ευχαριστω για την ανάγνωση
Περιδιαβαίνοντας στον χώρο σου, κατάλαβα τι εννοείς.
Φίλε, η οικουμενικότητα των λέξεων είναι εντέλει οικουμενικότητα των σναισθημάτων. Ο καθένας, όπως κι αν επιλέγει να στολίζει το προσωπικό του ανεπίδοτο, με όποια στολή κι αν ντύνει τον ετερώνυμό του, τις ίδιες έννοιες εκφράζει τελικά, τα ίδια συναισθήματα περιγράφει, σε παραλαγές που τονίζουν τη συνάφεια. Κι εγω σε ευχαριστώ. Ιδίως γιατί εσύ δεν διαβάζεις απλώς, νοιώθεις. Το ξέρω, το ξέρεις.
Νασαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου