Το βράδυ στο σπίτι σου ήταν απολαυστικό. Η Μαριάνθη είναι ένα πανέμορφο παιδί κι ο Μάρτιν, στα δικά μου τα μάτια, έμοιαζε περισσότερο με βόρειο Ιταλό παρά με Γερμανό. Πολύ γλυκός άνθρωπος. Σου εύχομαι όταν κυλήσει ο καιρός να ξαναβρείς την επαφή μαζί του. Δεν είναι ανάγκη να χάνονται οι άνθρωποι που κάποτε αγαπήθηκαν όταν τελειώνει. Αυτό είναι ένα στερεότυπο φτιαγμένο για να μας σώζει από σκοτούρες, μα τι είναι η αγάπη αν όχι αυτόβουλη παραχώρηση της ελευθερίας μας σε κάποιον; Στο κάτω –κάτω, ό,τι κι αν συνέβη, θα είναι για πάντα ο πατέρας της κόρης σου. Η αθωότητα της επαφής μας, η χαρά του απροσδόκητου, η έκπληξη που τους έκανες όταν με παρουσίασες κι εξήγησες πως βρεθήκαμε, η εξομολόγησή σου ότι επί ενάμισι χρόνο έψαχνες τα πάντα γύρω από μένα κι ότι μέχρι την τελευταία στιγμή αμφιταλαντευόσουν να μου μιλήσεις, οι διηγήσεις σου για τη ζωή της Ελένης πλάι στον Βλαδίμηρο Έσολτζ, τον άνθρωπο που την ανέσυρε από τα αζήτητα, την μεταμόρφωσε σε γυναίκα κι έγινε πατέρας σου, η συντομία με την οποία παρέκαμψες όλα τα δυσάρεστα ζητήματα υγείας και επικοινωνίας της, το διαβολεμένο σου κέφι, η ευγλωττία και το σπίθισμα στο βλέμμα σου, οι ασυναίσθητες κινήσεις των χεριών πάνω στα μαλλιά σου, κι όλα αυτά υπό τους ήχους μιας κεφάτης χορευτικής τζαζ –θυμάμαι τώρα τη Ντέλα Ριβς να μας τραγουδάει τα εύθυμα μπλουζ της- και με τη γεύση του Αίματος του ταύρου, του ούγγρικου κρασιού, χάραξαν εκείνο το βράδυ στη μνήμη μου με άσβηστο μελάνι. Οταν η μικρή μας άφησε για να διαβάσει κι απομείναμε οι τρεις, η σύντομη διήγηση της γνωριμίας σας και του έρωτά σας με τον Μάρτιν, η απόπειρά μου να συνοψίσω τη δική μου ζωή σε μια γρήγορα διηγήσιμη περίληψη, όλα επισκιάστηκαν από τις δεκάδες ανάκατες απορίες που είχαμε ο ένας για τον άλλον, τις παρεκβάσεις, τις παρενθετικές προτάσεις και το πολύ κρασί. Αντι να διηγηθούμε τις ζωές μας, είπαμε ο ένας στον άλλον στιγμιότυπα. Και ήταν εντέλει το κρασί που μας οδήγησε στην απόφαση της εκδρομής. Κι ήταν ο Μάρτιν, αυτός κι όχι εμείς, που επέμεινε. Όταν σχολίασα το κρασί πως ήταν σαν μια κόκκινη ρετσίνα για τους Ούγγρους, κι ότι όπως είχα ακούσει, όφειλε το όνομά του στους στρατιώτες του Σουλειμάν του μεγαλοπρεπούς που όταν έφτασαν στην Ουγγαρία πίστευαν πως το ιδιαίτερο χρώμα του οφειλόταν σε πρόσθεση αίματος ταύρου, οι συνειρμοί που ακολούθησαν πήραν την απόφαση για εμάς. Αρχίσαμε να μιλάμε τότε πρώτα για τη Βουδαπέστη, μετά για το κάστρο του Εγκερ, της ιστορικής πόλης που αντιστάθηκε στους Τούρκους κι έδωσε το όνομά της στο κρασί, και κατόπιν πιάσαμε την Πράγα και τα κάστρα της Βοημίας. Οι αναμνήσεις μας συνέπιπταν σε αρκετά σημεία, και τότε ο Μάρτιν μας πρότεινε να πάρουμε το αυτοκίνητό του και αφού η Ουγγαρία ήταν μακριά, να κάνουμε μια εκδρομή στην κοντινή Τσεχία. Ετσι, χωρίς πρόγραμμα. Η Πράγα απείχε λιγότερο από 300 χλμ από το Βερολίνο. Μια εκδρομή γνωριμίας ανάμεσα σε δυό αδέλφια που δε μεγάλωσαν μαζί. Μπορώ να πω ότι ήταν το ίδιο ενθουσιασμένος με εμάς, αγνός, γεμάτος χαρά, την οποία μετέδωσε αμέσως στη Μαριάνθη. "Η Λιζ κι ο Νικήτας θα πάνε εκδρομή στη Βοημία. Θυμάσαι;" Κι εκείνη του θύμισε τη δική τους περυσινή εκδρομή. Τι ρομαντικό! Κι εντέλει, πόσο ειρωνικό. Με την ευλογία του άντρα και της κόρης σου -κι οι δυό τους σε φώναζαν Λιζ- θα ξεκινούσαμε ένα ταξίδι για τους δυό μας. Ένα ταξίδι χωρίς πραγματική επιστροφή. Μόνο που δεν το ξέραμε. Σήμερα πια, δεν έχω καταλήξει αν αυτό ήταν το πραγματικό ταξίδι μου στην κόλαση ή αν, όσο τα χρόνια περνούνε, θα’ ρθουν στιγμές ακόμα πιο διαβολικά ζυμωμένες. Πάντως η κόλαση, στην πύλη της τουλάχιστον μοιάζει με τον παράδεισο. Το βράδυ δε με αφήσατε να επιστρέψω στο ξενοδοχείο και το πρωί έκανες όλες τις ετοιμασίες, φόρτωσες το γκόλφ, πήγαμε μαζί στο ξενοδοχείο, ακύρωσα την παραμονή μου τα μάζεψα και φύγαμε. Ήμουν τότε 41 χρονών κι εσύ 35. Είχα δυό παιδιά κι είχες ένα. Είχαμε κι οι δυο ευτυχισμένους γάμους, δυό υπέροχους συντρόφους και από μια καριέρα που δε μας άφηνε ασυγκίνητους. Η ζωή μας έφερνε κοντά μετά από το παιχνίδι που μας είχε σκαρώσει. Ο καιρός, παρότι αρχές Νοέμβρη, ήταν πολύ καλός. Το κέφι μας πελώριο κι οι ματιές μας αφημένες στην εξακρίβωση της αγάπης. Ανοιχτές. Τα πάντα μας προετοίμαζαν για την καταστροφή.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Η κολαση στην πυλη της μοιαζει με παραδεισο; Λες; η την ελπιδα στο φτερουγισμα της τσακιζεται ειπα πριν απο 18 μηνες και απο τοτε αντε να ξεμπλεξω Με γεια!! το χρωμα του μπλογκ εδω και λιγες μερες το κοιταζα κι ελεγα γιατι να ειναι ο τιτλος μαυρος και χαρηκα που ειναι ολα πιο φωτεινα αποψε εχει και πανσεληνο και βγαζει ματι νυχτιατικα.Λοιπον ιδου και η αποδομηση μου Πηρα ΞΑΝΑ το βιβλιο το ειχα παρει και τοτε το ειχα διαβασει και δεν θυμομουν το ομολογω μολις αρχισα να το διαβαζω ομως τα θυμηθηκα ολα..Ενα μυαλο ειναι αυτο και μαλιστα..Παντως χαρηκα που το ξαναδιαβασα.Καπου θα υπαρχει και το πιο παλιο στο σπιτι αλλα που τωρα..οσο για τα ονειρα,ευεργετηθηκαν ικανα!
Αφου δεν έχω τι να πω, θα σου χαμογελάσω, να: :)
(Χαίρομαι για τα όνειρα πολύ. Και για το χρώμα, επίσης)
τα ονειρα εαν ειναι εγχρωμα ζωντανευουν καθε επιθυμια! και η χαρα μαζυ με τα χρωματα κατοικει..Χαμογελα.Μπις
Δημοσίευση σχολίου