Ο έρωτας κρίνεται στις λεπτομέρειες. Μεγαλώνοντας το πιστεύω όλο και περισσότερο. Ναι, υπάρχει μια οικουμενική διάσταση της ερωτικής εμπειρίας που την κάνει μεταφράσιμη από τον άλλον, παρότι γενικά η εμπειρία του άλλου είναι αμετάφραστη. Ναι, αν πω ότι πονάω στο στέρνο, ότι κάθε μέρα η πρώτη μου σκέψη και κάθε νύχτα η τελευταία σε περιέχει, μπορεί να καταλάβει οποιοσδήποτε έχει ερωτευτεί και χωρίσει χωρίς να το θέλει τι συνεπάγεται αυτός ο πόνος, τι σημαίνει, σε ποιά κόκαλα εντοπίζεται, με ποιόν τρόπο σου στρίβει το λαιμό, σου καταλύει τις διαθέσεις και σε φέρνει αντιμέτωπο με τον θάνατο. Όλα αυτά ισχύουν, όμως νομίζω τώρα πως οι ειδικές συνθήκες ενός συγκεκριμένου έρωτα, ακριβώς τα σημεία που παραμένουν αμετάφραστα για τους άλλους, είναι τα κλειδιά της κατανόησής του. Η οικουμενικότητα αφορά τις γενικές συνθήκες, αλλά η ένταση, το μέγεθος, αυτό που τελικά διακρίνει τους έρωτες στους αναλώσιμους και σε αυτούς που φέρουν το σημάδι του Κάιν, νομίζω πως είναι κάτι τόσο προσωπικό όσο ένα στραβό κοίταγμα, μια γκριμάτσα, μια μύγα που πετάει στο δωμάτιο, ένα συγκεκριμένο χαμόγελο, μια αστοχία. Κι ακόμα περισσότερο ένα εμπόδιο. Οσο μεγαλύτερο το εμπόδιο τόσο δυναμώνει η επιθυμία. Ετσι οι έρωτες χωρίζονται σε εκείνους που οι δυό ερώμενοι προσπαθούν μαζί να υπερβούν κάποιο τραχύ εμπόδιο και σε εκείνους που τραμπαλίζονται ανάμεσα στη διαφορετική ένταση των συναισθημάτων, δηλαδή σ αυτούς που ο ένας από τους δυό δε θέλει πια. Και να το αμετάφραστο της δικής μας σχέσης για τους άλλους. Δεν είχαμε μόνο το πιο ψηλό εμπόδιο να υπερβούμε, αλλά από ένα σημείο κι έπειτα δεν προσπαθούσαμε πια μαζί. Απόμεινα να προσπαθώ μόνος να καθαγιάσω το βρώμικο νερό, εσύ εγκατέλειψες και σταμάτησες να θες. Σε εξόρκιζα να με βοηθήσεις να μπορέσω κι εγώ να το αντέξω με εκείνη την τελευταία φορά. Σου ζητούσα να μου δώσεις τη δύναμη. Κι εσύ επέμενες να μην καταλαβαίνεις, να φέρεσαι σα να σου ζητούσα παντοτινή υποτέλεια κι όχι την ελευθερία μου. Πίστευες πως αν ερχόσουν μαζί μου για εκείνη την τελευταία φορά, θα έβγαζες τα μάτια σου με τα ίδια σου τα χέρια. Αφού εσένα σου είχε περάσει, δε σε ενδιέφερε πια τι συνέβαινε σε μένα. Δεν πίστευες, παρότι το έβλεπες καθημερινά, πως δεν ήταν αυτός ο τρόπος για να κρατήσεις τον αδελφό σου αδελφό σου, αλλά ότι έτσι όπως σκλήραινες και απέκλειες σιγά-σιγά, ένα-ένα τα θέματα που μπορούσαμε να συζητούμε, με έδιωχνες, με εξόριζες, μου έκανες αδύνατο να αντέξω την απουσία σου, με γκρέμιζες στην πιο πικρή συντριβή, αφαιρούσες τα τελευταία ίχνη ανδρισμού από μέσα μου και, ιδίως, με έκανες να αισθάνομαι φριχτά με τον εαυτό μου κι αυτό που επέτρεπε να του συμβαίνει. Η αδυναμία μου να χαρώ τη ζωή επηρέαζε τώρα την οικογένειά μου. ‘Ημασταν μουντοί. Δε βρίσκαμε τι να πούμε. Δεν έβρισκα πώς να σταματήσω να σε σκέφτομαι και να αφοσιωθώ. Κι αυτό με εξόργιζε. Αυτό ήταν πρόστυχο, όχι η σχέση μας όσο λειτουργούσε. Τότε ήμασταν όλοι χαρούμενοι. Ποτέ δεν ήθελα να αναχθείς σε παράγοντα ανταγωνισμού της ευτυχίας μου και να’ το που συνέβαινε. Με την απανθρωπιά που έδειχνες στο αίτημά μου μέχρι τη στιγμή που αισθάνθηκες φόβο, μέσα μου είχες αναγορευτεί σε πρωταρχική σκέψη, σε αγιάτρευτη πληγή. Ανταγωνιζόσουν ευθέως την Αλεξάνδρα και την επιβίωση της οικογένειάς μου. Με άφηνες ανήμπορο να λειτουργήσω. Γινόμουν ένα φριχτό κατασκεύασμα, κινδύνευα κάθε βράδυ να τιναχτούν όλα στον αέρα μόνο και μόνο γιατί δε μπορούσα να διαχειριστώ πια έναν απλό τσακωμό κι αμέσως γινόμουν έξαλλος. Θυμάμαι τις πρώτες μέρες. Στην αρχή μου έδειξες τον τάφο, ένα λιτό μάρμαρο στο νεκροταφείο του Πότσνταμ. Ενθάδε κείται και τα λοιπά. Η μητέρα μας. Σταθήκαμε και κλάψαμε για πρώτη φορά αγκαλιασμένοι. Μου εξιστόρησες ότι είχε πεθάνει πριν από 1,5 χρόνο και τότε μόνο σου αποκάλυψε την ύπαρξή μου και τι είχε συμβεί. Ηταν καιμός της, είπε, που ποτέ δεν κατάφερε να με νοιώσει παιδί της, που πάντα για εκείνην ήμουν το αποτέλεσμα ενός βιασμού. Μέσα μου αναθεμάτισα την Πέρσα, αιωνία της η μνήμη. Μου είχε πει ψέμα πως η Ελένη Ελευθερίου είχε πεθάνει. Προφανώς για να μην την αναζητήσω και πληγωθώ. Όμως ζούσε. Είχε πεθάνει μόλις λίγους μήνες πριν. Αχ Πέρσα, ήσουν υπέροχη μητέρα μα θα ήθελα να είχα γνωρίζει την Ελένη. Είχα το δικαίωμα. Κι αν πληγωνόμουν, δικιά μου θα ήταν η πληγή. Μετά ξεκινήσαμε να εξερευνούμε ο ένας τον άλλον. Για λίγο. Για μια μέρα μόνο. Συνεπαρμένος από την ανακάλυψη μιας αδελφής, ερευνούσα κυρίως την ενδεχόμενη εκλεκτική μας συγγένεια. Τι μας ένωνε πέρα από το αίμα; Υπήρχε κοινός τόπος, έδαφος βλαστήματος συναισθημάτων; Η αρχική ερωτική αίσθηση που είχα θα συνεχιζόταν; Επέστρεψα στην Ελλάδα και μια εβδομάδα αργότερα βρισκόμουν πίσω, τάχα για ένα συνέδριο μετάφρασης. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα πως δεν ήξερα τι ένοιωθα, όταν αποφάσισα να μην αποκαλύψω ακόμα στην ύπαρξή σου στην Αλεξάνδρα. Τι πιο φυσικό να πήγαινα και να της έλεγα ότι σ αυτό μου το ταξίδι βρήκα την άγνωστη ετεροθαλή αδελφή μου; Δεν το έπραξα. Αντίθετα είπα ψέματα για το συνέδριο, ενώ σε εσένα είχα πει πως θα ερχόμουν έτσι κι αλλιώς για δουλειές και πως η Αλεξάνδρα συγκινήθηκε από τη γνωριμία μας και περιμένει πως και τι να σε δει στην Αθήνα. Επέστρεψα γεμάτος χαρά και σου είπα πως θα μείνω μια εβδομάδα κι ότι τελικά οι δουλειές που είχα δεν ήταν τόσο απαιτητικές. Θα ήθελα να περνούσαμε χρόνο μαζί. Κανόνισες με χαρά να πάρεις άδεια από το σχολείο. Το ίδιο απόγευμα μου γνώρισες τον Μάρτιν και την κόρη σου. Έδειχνες ακόμα ανυποψίαστη για τα μπερδεμένα μου αισθήματα. Που να ήξερα…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
μπαμπα μην τρεχεις..οι ερωτες χωριζονται σε ΕΡΩΤΕΣ και ερωτες..τι κριμα να χωριζονται οι ερωτες..μην τρεχεις.. περπατα με βημα αναλαφρο και τη μνημη στα μαλλια..καληνυχτα
:)
Καλημέρα.
Δημοσίευση σχολίου