Το μάτι του κυκλώνα είχε σφηνωθεί στο κεφάλι του.
Ξύπνησε κι όλα ήταν γαλήνια στις σκέψεις του. Η επιφάνεια έμοιαζε με λάδι και κάτω της δεν ένοιωθε το κουροσίβο του τρόμου. Τρόμαξε. Είχε πέσει να κοιμηθεί με την αντάρα να τον πονοκεφαλιάζει, με έναν ισχυρό άνεμο να παρασέρνει μνήμες και πόθους μακριά, να ξαγκιστρώνει τις βάρκες της προσμονής και να τις τσακίζει στα κοφτερά βράχια της θλίψης. Είχε κοιμηθεί γι άλλη μια νύχτα μέσα στο βάλτο και να που ξυπνούσε σε έδαφος στεγνό. Η καταιγίδα μαινόταν μήνες ολόκληρους, την είχε πια συνηθίσει, σαν κάτι που οφείλει κανείς να υποστεί στη ζωή του, να το αντέχει, γνωρίζοντας πως δεν θα απαλλαγεί ποτέ από αυτό, αν θέλει να συνεχίσει να ζει.
Έτσι ξυπνώντας ξαφνικά στη νηνεμία μετά από πολύ καιρό αμέσως του έκανε εντύπωση η σιωπή, η σιωπή μέσα του, λες και οι σκέψεις είχαν κάπου κρυφτεί, ίσως και να είχαν πια εξαφανιστεί, να τις είχε πάρει οριστικά η καταιγίδα μαζί της, να μην ξανάρχονταν πια, να τον άφηναν επιτέλους ελεύθερο να γεμίσει από καινούργιες σκέψεις, ναι, ίσως η θύελλα είχε κατορθώσει να εξαφανίσει τις μνήμες και τις εμμονές χωρίς να τον σκοτώσει, ίσως το τίποτα να του έκανε τη χάρη, ίσως να υπήρχε ήλιος ακόμα στη γη, υπήρχε ελπίδα…
Και τότε ξέσπασε η καταιγίδα ξανά. Το σιωπηλό τοπίο σχίστηκε από την άκρη επάνω δεξιά ως κάτω κι από μέσα του ξεχύθηκε λυσσομανώντας πάλι ο άνεμος, εκκωφαντικός, μαζί με πέτρες και λάσπη, και με όλο το νερό της κόλασης, εκείνο το καυτό, των καζανιών που κοχλάζουν, ριπές υγρής φωτιάς τον μαστίγωσαν στο πρόσωπο που συσπάστηκε πάλι στην αγωνία κι ο κυκλώνας μετακινήθηκε ελάχιστα, ώστε το μάτι του βγήκε από μέσα του κι άρχισαν να τον δέρνουν πάλι οι αναμνήσεις.
Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ και κάθε μέρα. Για εβδομάδες, για μήνες, για χρόνο, χρόνια. Κάθε πρωί ξυπνούσε και μετρούσε με κομμένη ανάσα τη σιωπή, ελπίζοντας να μη σκιστεί το πέπλο που χτιζόταν το βράδυ στον ύπνο, αυτή τη μέρα ν αντέξει, και λίγο μετά η καταιγίδα τον περιγελούσε και τον παράσερνε πάλι στη δίνη της, τον στριφογυρνούσε ανελέητα και στο τέλος της μέρας τον εκσφενδόνιζε στο κρεβάτι μισοπεθαμένο, ανίκανο ακόμα και να κοιμηθεί, ώσπου το κεφάλι του δεν άντεχε πια τον πόνο κι ο ύπνος ερχόταν σα λιποθυμία και δε διαρκούσε παρά ελάχιστα, ίσα για ν αντέξει την επόμενη επίθεση του καιρού.
Ένα πρωί η σιωπή δεν έφυγε. Ήταν το ίδιο πρωί που έχασε κάθε ελπίδα. Που αποδέχτηκε πως δε θα γλιτώσει ποτέ. Που ξύπνησε έτοιμος να αντιμετωπίσει άλλη μια μέρα θύελλας. Την προηγούμενη νύχτα, είχε συναντήσει έναν άλλον άνθρωπο που για καιρό ζούσε μέσα στην καταιγίδα και το είχαν συζητήσει.
-Πως την αντιμετωπίζεις εσύ; είχε ρωτήσει.
Ο άλλος του είπε ότι δεν την αντιμετώπιζε. Είχε απλά αποδεχτεί την καταιγίδα ως στοιχείο του καιρού, αυτού του καιρού, και την πάλευε μονάχος του, χωρίς να την παρακαλεί να κοπάσει, σιωπηλός, ανέκφραστος. Έγραφε μόνο γι αυτήν την καταιγίδα, όταν το επέτρεπε η υγρασία. Την αποδεχόταν και την περιέγραφε, δεν προσπαθούσε να γλιτώσει αλλά να κατανοήσει τον τρόπο της.
Και τότε ο φίλος μας κατάλαβε ότι τόσα χρόνια εκείνος ούρλιαζε κάθε φορά στην καταιγίδα να κοπάσει. Απελπισμένος την ικέτευε να σταματήσει, να τον λυπηθεί, να τον αφήσει μια τελευταία φορά έστω να ακούσει τη σιωπή. Προσπαθούσε να ελέγξει τον καιρό, τον κακό του καιρό. Κι ο καιρός γελούσε με την αποκοτιά του. Με ένα τίναγμα έσκιζε την ακουαρέλα της σιωπής και ζωγράφιζε ξανά τον χρόνο όπως είναι, βίαιος, αδιάφορος, ορμητικός, ανεξέλεγκτος. Αν ήθελε να επιβιώσει η λύση δεν ήταν να εκλιπαρεί, αλλά να μάθει πώς να ζει μέσα στη θύελλα. Η σιωπή συνεχιζόταν όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τον καιρό, μπορούσε όμως να σταματήσει να τον καταριέται και ν αρχίσει να τον αποδέχεται, να μάθει να ζει με αυτόν τον καιρό κι όχι με εκείνον που ονειρευόταν.
Και τότε ο καιρός του έκανε τη χάρη και βγήκε λίγο ο ήλιος.
Ξύπνησε κι όλα ήταν γαλήνια στις σκέψεις του. Η επιφάνεια έμοιαζε με λάδι και κάτω της δεν ένοιωθε το κουροσίβο του τρόμου. Τρόμαξε. Είχε πέσει να κοιμηθεί με την αντάρα να τον πονοκεφαλιάζει, με έναν ισχυρό άνεμο να παρασέρνει μνήμες και πόθους μακριά, να ξαγκιστρώνει τις βάρκες της προσμονής και να τις τσακίζει στα κοφτερά βράχια της θλίψης. Είχε κοιμηθεί γι άλλη μια νύχτα μέσα στο βάλτο και να που ξυπνούσε σε έδαφος στεγνό. Η καταιγίδα μαινόταν μήνες ολόκληρους, την είχε πια συνηθίσει, σαν κάτι που οφείλει κανείς να υποστεί στη ζωή του, να το αντέχει, γνωρίζοντας πως δεν θα απαλλαγεί ποτέ από αυτό, αν θέλει να συνεχίσει να ζει.
Έτσι ξυπνώντας ξαφνικά στη νηνεμία μετά από πολύ καιρό αμέσως του έκανε εντύπωση η σιωπή, η σιωπή μέσα του, λες και οι σκέψεις είχαν κάπου κρυφτεί, ίσως και να είχαν πια εξαφανιστεί, να τις είχε πάρει οριστικά η καταιγίδα μαζί της, να μην ξανάρχονταν πια, να τον άφηναν επιτέλους ελεύθερο να γεμίσει από καινούργιες σκέψεις, ναι, ίσως η θύελλα είχε κατορθώσει να εξαφανίσει τις μνήμες και τις εμμονές χωρίς να τον σκοτώσει, ίσως το τίποτα να του έκανε τη χάρη, ίσως να υπήρχε ήλιος ακόμα στη γη, υπήρχε ελπίδα…
Και τότε ξέσπασε η καταιγίδα ξανά. Το σιωπηλό τοπίο σχίστηκε από την άκρη επάνω δεξιά ως κάτω κι από μέσα του ξεχύθηκε λυσσομανώντας πάλι ο άνεμος, εκκωφαντικός, μαζί με πέτρες και λάσπη, και με όλο το νερό της κόλασης, εκείνο το καυτό, των καζανιών που κοχλάζουν, ριπές υγρής φωτιάς τον μαστίγωσαν στο πρόσωπο που συσπάστηκε πάλι στην αγωνία κι ο κυκλώνας μετακινήθηκε ελάχιστα, ώστε το μάτι του βγήκε από μέσα του κι άρχισαν να τον δέρνουν πάλι οι αναμνήσεις.
Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ και κάθε μέρα. Για εβδομάδες, για μήνες, για χρόνο, χρόνια. Κάθε πρωί ξυπνούσε και μετρούσε με κομμένη ανάσα τη σιωπή, ελπίζοντας να μη σκιστεί το πέπλο που χτιζόταν το βράδυ στον ύπνο, αυτή τη μέρα ν αντέξει, και λίγο μετά η καταιγίδα τον περιγελούσε και τον παράσερνε πάλι στη δίνη της, τον στριφογυρνούσε ανελέητα και στο τέλος της μέρας τον εκσφενδόνιζε στο κρεβάτι μισοπεθαμένο, ανίκανο ακόμα και να κοιμηθεί, ώσπου το κεφάλι του δεν άντεχε πια τον πόνο κι ο ύπνος ερχόταν σα λιποθυμία και δε διαρκούσε παρά ελάχιστα, ίσα για ν αντέξει την επόμενη επίθεση του καιρού.
Ένα πρωί η σιωπή δεν έφυγε. Ήταν το ίδιο πρωί που έχασε κάθε ελπίδα. Που αποδέχτηκε πως δε θα γλιτώσει ποτέ. Που ξύπνησε έτοιμος να αντιμετωπίσει άλλη μια μέρα θύελλας. Την προηγούμενη νύχτα, είχε συναντήσει έναν άλλον άνθρωπο που για καιρό ζούσε μέσα στην καταιγίδα και το είχαν συζητήσει.
-Πως την αντιμετωπίζεις εσύ; είχε ρωτήσει.
Ο άλλος του είπε ότι δεν την αντιμετώπιζε. Είχε απλά αποδεχτεί την καταιγίδα ως στοιχείο του καιρού, αυτού του καιρού, και την πάλευε μονάχος του, χωρίς να την παρακαλεί να κοπάσει, σιωπηλός, ανέκφραστος. Έγραφε μόνο γι αυτήν την καταιγίδα, όταν το επέτρεπε η υγρασία. Την αποδεχόταν και την περιέγραφε, δεν προσπαθούσε να γλιτώσει αλλά να κατανοήσει τον τρόπο της.
Και τότε ο φίλος μας κατάλαβε ότι τόσα χρόνια εκείνος ούρλιαζε κάθε φορά στην καταιγίδα να κοπάσει. Απελπισμένος την ικέτευε να σταματήσει, να τον λυπηθεί, να τον αφήσει μια τελευταία φορά έστω να ακούσει τη σιωπή. Προσπαθούσε να ελέγξει τον καιρό, τον κακό του καιρό. Κι ο καιρός γελούσε με την αποκοτιά του. Με ένα τίναγμα έσκιζε την ακουαρέλα της σιωπής και ζωγράφιζε ξανά τον χρόνο όπως είναι, βίαιος, αδιάφορος, ορμητικός, ανεξέλεγκτος. Αν ήθελε να επιβιώσει η λύση δεν ήταν να εκλιπαρεί, αλλά να μάθει πώς να ζει μέσα στη θύελλα. Η σιωπή συνεχιζόταν όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τον καιρό, μπορούσε όμως να σταματήσει να τον καταριέται και ν αρχίσει να τον αποδέχεται, να μάθει να ζει με αυτόν τον καιρό κι όχι με εκείνον που ονειρευόταν.
Και τότε ο καιρός του έκανε τη χάρη και βγήκε λίγο ο ήλιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου