Ηταν κάποτε δυό νέοι που ερωτεύτηκαν. Η ζωή τους κυλούσε ανταμωμένη κι όλα είχαν ένα νόημα από φως και σιωπή. Μια μέρα, εκείνη του χάρισε ένα κρυστάλλινο φυλαχτό. -Εδώ μέσα, του είπε, βρίσκεται ολόκληρη η αγάπη μου για σένα. Είναι ενα σπάνιο φυλαχτό ετούτο, δώρο ενός μακρινού αυτοκράτορα προς τον πατέρα μου. Είναι μοναδικό στον κόσμο γιατί μπορεί να περιβάλλει το πιο δυνατό συναίσθημα. Στο δίνω λοιπόν επειδή σε αγαπώ. Αν παρατηρήσεις καλά στο σκοτάδι, θα δεις να λάμπει για σένα. Πρόσεξέ το όσο εμένα. Τρελός απο τη χαρά του εκείνος, τοποθέτησε το κρυστάλλινο φυλαχτό σε ενα τραπέζι και το παρατηρούσε όπως έλαμπε τα βράδια. Του κρατούσε παρέα όσο εκείνη έλειπε. Τα μεσημέρια αναζητούσε την καλή του και τα βράδια την αντάμωνε πάλι στις φωτεινές ανταύγειες του φυλαχτού. Ηταν το πιο πολύτιμο αντικείμενο που είχε ποτέ στη ζωή του. Ομως ένα βράδι που ο νέος είχε πιει λίγο κρασί παραπάνω, παραπάτησε, σκόνταψε, εσπρωξε το τραπέζι και το φυλαχτό έπεσε. Σαν σε αργή κίνηση, με την απελπισία να παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του, το είδε να συντρίβεται στο έδαφος και σβήνοντας να γίνεται χίλια κομμάτια. Γονάτισε απο πάνω κι έκλαψε. Από την επόμενη κιόλας ημέρα, εκείνη σταμάτησε να τον θέλει. Οταν τον ρώτησε αν έλαμψε το προηγούμενο βράδι το φυλαχτό, εκείνος της είπε την αλήθεια. Δεν μπορούσε να της το κρύψει. Το πρόσωπό της πέτρωσε. -Σου είχα πει πως ήταν ένα σπάνιο δώρο. Ηταν εκεί μέσα όλη η αγάπη μου για σένα. Κι οταν σπάσει το γυαλί, δεν ξανακολλάει.. Μάταια ο νέος προσπάθησε να εξιλεωθεί. Οσα συγνώμη κι αν ζήτησε, όσο κι αν καταράστηκε το κρασί και την κακιά την ώρα, εκείνη παρέμεινε αμετάπιστη. Πέρασαν μέρες, γιναν μήνες κι έγιναν χρόνια που εκείνος προσπαθούσε να τη γλυκάνει ξανά, όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους μεταχειρίστηκε για να συγχωρεθεί, έπεσε πολύ χαμηλά κι έφτασε ακόμα και να γονατίσει εκλιπαρώντας την, μα εκείνη πάντοτε την τελευταία στιγμή, ύψωνε εναν τοίχο ανάμεσά τους και του έλεγε πως το κρύσταλλο δεν υπάρχει πια και δε θα λάμψει ξανά ποτέ. Ακόμα κι όταν απείλησε πως η ζωή του δεν είχε πια νόημα και δεν τη θέλει, εκείνη παρέμεινε ψυχρή κι απόμακρη. Μια μέρα μετά απο πολύν καιρό, ο νέος είχε απομείνει πια η σκιά του. Κοιτάχτηκε στο νερό και είδε τον αντικατοπτρισμό αυτού που κάποτε ήταν ο εαυτός του. Τότε αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στην αγωνία του. Αποφασιστικά, πήγε και τη βρήκε. -Είσαι ελεύθερη απο μένα, της είπε. Θα με ξαναδείς μονάχα αν κι εσύ με λαχταρήσεις. Ξέρεις, όταν δυο που αγαπήθηκαν πεθαίνουν ένας, θολώνει το φως σε όλα τα κρύσταλλα της γης. Και φεύγοντας της άφησε ενα κουτί με το τελευταίο του, όπως είπε, δώρο. Εκείνη παρέμεινε αμίλητη κοιτώντας τον να φεύγει. Αφησε το δώρο του στο τραπέζει της και δεν το άγγιζε για αρκετή ώρα. Δεν ήθελε τίποτα δικό του, μόνο να την αφήσει ήσυχη ήθελε. Τελικά, πριν πέσει για ύπνο, αποφάσισε να το ανοίξει. Εβγαλε απο μέσα το κρυστάλλινο φυλαχτό. Τα μάτια της ανοιξαν διάπλατα. Το κοίταξε ξανά. Ηταν το ίδιο εκείνο φυλαχτό. Δεν πίστευε στα μάτια της. Επειτα το κοίταξε πάλι, πιο προσεκτικά. Τώρα βλέπει. Κι αυτό που βλέπει, κάνει τα μάτια της να υγραίνονται. Το φυλαχτό έχει ξανακολληθεί. Εκείνος μάζεψε ενα προς ένα όλα τα κομμάτια. Είχε μπροστά του ενα παζλ χιλίων κομματιών γυαλιού. Κάθισε και το ξαναταίριαξε ένα προς ένα. Φαίνονται επάνω του οι γραμμές των ραγισμάτων. Μα η δουλειά είναι τέλεια. Πρέπει να του χρειάστηκαν μήνες. Τι μήνες, χρόνια. Το σχήμα είναι το ίδιο όπως πριν. Οι χαραγματιές έχουν προσεγγίσει η μια την άλλη με απίστευτη ακρίβεια. Δουλειά χειρουργείου. Οι αντανακλάσεις των ματιών της πάνω στο φυλαχτό, δεν είναι τόσο καθαρές όπως ηταν πριν, όμως δίνουν το ιδιο περίγραμμα. Βλέπει το πρόσωπό της μέσα στα ραγίσματα. Είναι σα να έχει επιμελημένες ρυτίδες. Της πηγαίνουν οι ρυτίδες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου