Blind




Τη συνάντησα ένα βράδι που η θλίψη μου επέπλεε σα χάρτινο βαρκάκι στο ποτάμι της μνήμης. Προχωρούσα χωρίς προορισμό, όπως κάνουν όσοι ξέρουν πως δεν έχει σημασία που θα φτάσουν, αλλά ούτε και πως προχωρούν. Δε σκεφτόμουν πια. Ούτε αυτό έχει νόημα. Απλά προχωρούσα, καλά τυλιγμένος στο παλτό μου για να ζεσταίνομαι. Σχεδόν σκόνταψα επάνω της. Ηταν καθισμένη στο βρώμικο πεζοδρόμιο, ακουμπώντας την πλάτη στον άγριο τοίχο του νεκροταφείου, πλάι σε εμετούς, αποτσίγαρα, τενεκεδένια κουτιά, λερωμένες πάνες, ενέσεις, κουράδες σκύλων και προφυλακτικά με ταγκισμένο σπέρμα. Στον τοίχο του κοιμητηρίου κάποιος φοιτητής είχε αφήσει το στίγμα του με κόκκινο γκράφιτι: «Εργαστήριο Θεολογικής σχολής». Ζήτησα ενστικτωδώς συγνώμη. Έτσι την παρατήρησα. Πάγωσα. Το βλέμμα της ήταν το πιο λευκό που έχω δει. Δεν υπήρχε ίριδα. Τυφλή. Τα μαλλιά της, ακούρευτα εδώ και χρόνια, σχημάτιζαν ρυπαρές κοτσίδες που μοιάζαν με μπλεγμένα φίδια. Στο πελδινό και βρώμικο πρόσωπό της μου φάνηκε πως αναγνώρισα μια από τις εφιαλτικές φιγούρες του Ιερώνυμου Μπος. Κατευθείαν από την κόλαση. Τα μαύρα κουρέλια που φορούσε δεν μπορεί να την προστάτευσαν από το κρύο. Κι έκανε ψύχος δριμύ. Ηταν ξυπόλητη, τα πόδια της είχαν το χρώμα προχωρημένης σήψης. Στο δεξί της χέρι με τα μαύρα νύχια, οριακή παραφωνία, κρατούσε ένα χρυσάνθεμο. Σκέφτηκα πως στο αριστερό θα έκρυβε το δρεπάνι. Σαν άφυλη έκδοση του θανάτου, που κάποτε, αιώνες πριν, πρέπει να υπήρξε θηλυκή.

Και τότε, το πλάσμα μου χαμογέλασε. Αδυνατώ να περιγράψω αυτό που συνέβη. Το χαμόγελο, παρά τα σαπισμένα δόντια που αποκάλυψε, φώτισε ξαφνικά την αδιανόητη παρουσία και τη μεταμόρφωσε αυτοστιγμή, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου, σε πρόσωπο νέας γυναίκας. Ενα πρόσωπο που πίσω από τη μάσκα της αηδίας, έφερε τα χαρακτηριστικά μιας αρχετυπικής μορφής. Σα να έβλεπα ένα από τα αγάλματα της ύστερης ελληνιστικής περιόδου που μόλις είχε ανασυρθεί από τις λάσπες.
-Συγνώμη... ψέλισα ξανά. Αλλά είχα σαστίσει τόσο, που στεκόμουν εκεί και την κοιτούσα κατάπληκτος, ανίκανος να συνεχίσω το δρόμο μου.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι και με έναν τρόπο απερίγραπτο, κάρφωσε το τυφλό της βλέμμα ίσια στο δικό μου. Τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Ρίγησα.
-Αν στρίψεις δυό τσιγάρα, μέχρι να τα καπνίσουμε θα σου μάθω πως να πολεμήσεις αυτό που σε βασανίζει. Μετά συνεχίζεις το δρόμο σου. Αν και δεν έχει νόημα όπως γνωρίζεις, είπε. Η φωνή της ήταν νεανική.
Δεν είχα μείνει ποτέ πραγματικά ενεός ως εκείνη τη στιγμή. Τώρα το συνειδητοποιούσα. Πως ήξερε ότι καπνίζω στριφτά; Οτι βασανίζομαι; Οτι εκείνην ακριβώς τη στιγμή κονταροχτυπιόμουν με το τίποτα;
Αμίλητος έστριψα δυό τσιγάρα, της πρόσφερα το ένα και μας τα άναψα.
-Κάθισε λοιπόν, με πρόσταξε, σα να βρισκομασταν σε σαλόνι. Ακούμπησα κι εγω την πλάτη στον τοίχο δίπλα της κι έκανα βαθύ κάθισμα, χωρίς να καθίσω. Συνειδητοποίησα ότι παρά τα κιλά βρώμας, δεν έζεχνε. Τουλάχιστον δεν μύριζα αυτό που η εικόνα με προιδέαζε.
Το πλάσμα σταμάτησε να με «κοιτάει», έστρεψε το κεφάλι μπροστά, ρούφηξε τον καπνό με πάθος που με έκανε να σκεφτώ πως θα έφτανε ως το μεδούλι της, κι άρχισε να μου μιλά.

-Δεν υπάρχει τίποτα άλλο από τον έρωτα και το θάνατο. Αυτό το ξέρουν ως και τα παιδιά στον κόσμο μου. Αυτό όμως που ελάχιστοι συνειδητοποιούν, είναι πως πρόκειται περί απάτης. Γιατί δεν υπάρχει ο θάνατος. Δεν μπορούμε ούτε να αυτοκτονούμε, επειδή είμαστε αθάνατοι. Ολοι μας. Τίποτα δε χάνεται στον κόσμο μου. Η ενέργεια διατηρείται, απλά μεταμορφώνεται. Απο τη χρυσόμυγα μέχρι τους κένταυρους κι απο τούτο εδώ το χρυσάνθεμο (το μύρισε) μέχρι τον τελευταίο ανθυποθεό, όλοι μας ζούμε για πάντα. Δε μπορούμε να πεθάνουμε. Απλά σβήνουμε και ξανανάβουμε, μεταμορφωνόμαστε. Για μας υπάρχει μονάχα ο έρωτας. Μόνο που για να μη μας σκοτώσει ο έρωτας, οφείλουμε μόλις μας πληγώσει να πεθαίνουμε αυτόβουλα. Δε μπορείς να ζήσεις αιώνια αν δεν πεθάνεις πρώτα. Αν το προσπαθήσεις, ο έρωτας θα σε σκοτώσει. Είναι τέτοια η φύση του. Μόνο αυτός μπορεί να σε σκοτώσει οριστικά και να μην ξανανάψεις ποτέ. Τίποτ’ άλλο. Είναι έτσι φτιαγμένος που σε κάνει θνητό. Μόλις ερωτευτείς χάνεις την αθανασία. Είναι το μυστικό κόστος, πουθενά δεν υπάρχει γραμμένο αυτό, ούτε καν με ψιλά γράμματα. Δε μας το διδάσκει κανείς, είναι απαγορευμένη γνώση, η μόνη απαγορευμένη, καθένας πρέπει να την κατακτήσει μονάχος. Γιαυτό και δεν έχουμε απομείνει πολλοί. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μην καταστραφείς από τον έρωτα. Κι εγώ τώρα προδίδω σε σένα αυτή τη γνώση, μα δε μ’ ενδιαφέρει. Ετσι κι αλλιώς εσύ δεν είσαι θεός.

Ηταν, λοιπόν, και τρελή, σκέφτηκα. Ωστόσο δεν το κούνησα. Τράβηξε ακόμα μια βαθειά ρουφηξιά και συνέχισε.

-Σκέφτεσαι πως είμαι τρελή. Δεν έχεις κι άδικο, κατά μια εκδοχή. Ομως σου υποσχέθηκα να σου μάθω πως να πολεμήσεις αυτό που δε σε αφήνει να γίνεις αυτό που είσαι. Ο έρωτας βλέπεις, είναι ίδιος για όλους. Ο πιο δημοκρατικός φασίστας στη ζωή. Ακουσε λοιπόν την ιστορία μου. Μέσα από αυτήν, ίσως καταλάβεις πως πρέπει να πράξεις. Ισως και όχι. Απο σένα εξαρτάται.

-Σε μενα ο έρωτας ήρθε με τη μορφή ενός πολεμιστή. Ηταν επόμενο. Μέχρι τότε, είχα σκοτώσει δεκάδες από αυτούς. Εμεναν παγωμένοι και σιγά σιγά γίνονταν σκόνη. Εκείνος όμως, ήταν ο πρώτος που δε χρησιμοποίησε τα ίδια φτηνά κόλπα. Δεν κρύφτηκε πίσω από την ασπίδα του για να μου επιτεθεί, δεν έβαλε μπροστά τους δούλους, δεν προσπάθησε να με πιάσει στον ύπνο. Μόνο ήρθε μπροστά μου με μάτια σφαλιστά και χωρίς να με κοιτάει, γδύθηκε κι απέμεινε ολόγυμνος. Κράτησε μονάχα το κράνος του. Μπορούσα φυσικά να τον σκοτώσω, αλλά η τόλμη του και η παράξενη στάση του με έκαναν να περιμένω. Κάρφωσα το βλέμμα μου –τότε έβλεπα- στο πέος του κι ένοιωσα πως υπήρχε κάτι περισσότερο στον κόσμο από το θάνατο. Ηταν η πρώτη φορά που το κατάλαβα. Τότε ο πολεμιστής μου είπε:

-Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που δεν έχω δει. Σε παρατήρησα χωρίς να σε κοιτώ. Ξέρω μέσα μου πως δεν είσαι φτιαγμένη για να σκοτώνεις. Θέλω να σε αγαπήσω.

Σάστισα. Κανείς δε μου είχε ποτέ μιλήσει έτσι. Ολοι ως τότε προσπαθούσαν να με σκοτώσουν. Κανείς να με αγαπήσει. Ο άντρας συνέχισε:

-Τωρα θα βγάλω το κράνος μου. Θα μείνω ανυπεράσπιστος μπροστά σου, γυμνός. Μόνο τα μάτια μου θα κρατήσω κλειστά. Ξέρεις καλά πως αν τα ανοίξω, θα πεθάνω. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μη συμβεί αυτό. Να κλείσεις τα δικά σου. Για να μπορέσουμε να αγαπηθούμε, θα με κοιτάξεις μονάχα μια φορά, όσο εγώ δεν θα σε βλέπω. Μετά δε θα μπορείς πια, όμως εγώ θα μπορώ τότε να σε κοιτάξω, να δω μέσα σου, ν αγαπήσω αυτό που είσαι πραγματικά. Τα μάτια λένε ψέματα. Σταμάτα να ψεύδεσαι.

Και πριν προλάβω να απαντήσω, ο άντρας εβγαλε το κράνος του κι αντίκρυσα τον ομορφότερο άντρα που είδα ποτέ. Και τον τελευταίο. Μέσα μου κάτι σταμάτησε να κινείται. Ο προγραμματισμός μου βραχυκύκλωσε. Τον ήθελα αυτόν τον άντρα. Οχι μονάχα γιατί ήταν όμορφος, αλλά γιατί μίλησε έτσι. Και γιατί, επιτέλους, μπορούσα να τον αγαπήσω αντί να τον σκοτώνω. Μόνο αυτόν. Κι έτσι έκλεισα τα μάτια και του παραδόθηκα. Μπήκε μέσα μου τρυφερά και κατοπιν βίαια και για μόνη φορά στη ζωή μου ένοιωσα ν αγαπώ. Οταν τελειώσαμε, ξαναμίλησε:

-Αν τώρα ανοίξεις τα μάτια σου, ό,τι συνέβη θα ακυρωθεί. Θα σκοτώσεις αυτόν που αγαπάς. Θα με δεις ξανά, όμως έτσι θα με σκοτώσεις γιατί εγώ πια δε μπορώ να κλείσω τα μάτια. Επειδή τώρα πια σε είδα. Και είσαι πανέμορφη. Θέλω να σε κοιτώ για πάντα. Εσύ όμως δε μπορείς.

Η τυφλή γυναίκα ρούφηξε την τελευταία τζούρα κι έσβησε το τσιγάρο της. Το δικό μου κρατούσε ακόμα.

-Θες να μάθεις τη συνέχεια; Με ρώτησε. Ενευσα ξεχνώντας ότι δε βλέπει. Αλλά εκείνη σα να το κατάλαβε, συνέχισε:

-Τρέμοντας ακόμα από ηδονή, του είπα κρατώντας τα μάτια σφαλιστά ότι δε θέλω να κοιτάξω τίποτα άλλο στη ζωή μου. Πως ό,τι ήταν να δω, το είχα ήδη δει. Πως ηθελα να είναι ο τελευταίος άντρας που κοιτούσα κι ο μόνος που δεν θα είχα σκοτώσει. Τότε εκείνος, σα να μου φάνηκε χαμογελώντας, μου έδωσε κάτι στο χέρι. Ηταν ζεστό. Ηταν ένα πυρωμένο μαχαίρι.
-Κάνε λοιπόν αυτό που πρέπει, μου είπε.
Κι εγω πέρασα το καυτό μέταλο στα μάτια μου. Χωρίς να το σκεφτώ ούτε στιγμή. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, έπαψα να είμαι αυτή που ήμουν και μεταμορφώθηκα σε ερωτευμένη γυναίκα. Κανείς ποτέ δεν θα πεθαινε πια εξαιτίας μου. Ημουν τυφλή. Είχα γίνει τυφλή από έρωτα.
Εκείνος πήρε ξανά το μαχαίρι. Κι όπως προσπάθησα να τον αγκαλιάσω, να κυλιστούμε ξανά στην ηδονή, με σταμάτησε και μου είπε:

-Δε θα σου πάρω το κεφάλι. Δε θα σε σκοτώσω γιατί κάνοντας έρωτα, ένοιωσα πως κάτι τέτοιο δε μου επιτρέπεται απο τους ανθρώπους και τους θεούς. Δε μπορώ να σκοτώσω ό,τι αγάπησα, έστω και μια στιγμή. Γιατί σε αγάπησα πράγματι, εφόσον βρήκα το θάρρος να σταθώ έτσι γυμνός μπροστά σου. Αλλά με εστειλαν εδώ για να σε σφάξω. Κι έτσι θα πω σε όλους πως το έκανα. Πως έβαλα μπροστά σου την στιλβωμένη ασπίδα μου κι εσύ δεν πρόσεξες κι είδες το ίδιο σου το βλέμμα. Αλλά τώρα πρέπει να φύγεις. Για πάντα. Δε γίνεται αλλιώς...

Κατάλαβα πως είχα χάσει το παιχνίδι οριστικά κι αμετάκλητα.
-Κάνε μου έρωτα άλλη μια φορά, του είπα. Κι εκείνος το έκανε. Το έκανε όπως ακριβώς το ήθελα. Με αγάπησε σα να ήμουν, τι λέω, ήμουν, η μόνη γυναίκα πάνω στη γή, η δική του γυναίκα. Το έκανε τρυφερά και βίαια, απεγνωσμένα και σιωπηλά, μου δόθηκε ξανά και ξανά, ώσπου δεν είχαμε πια υγρά να ανταλλάξουμε.
-Και τώρα αντίο, μου είπε.
Κι εγω έφυγα. Και νάμαι τώρα εδώ μαζί σου. Μου αφήνεις άλλοένα τσιγάρο πριν φύγεις;

Προσπαθώντας να συγκρατήσω το τρέμουλο στα χέρια μου, έστριψα το τσιγάρο και της το προσέφερα. Της το άναψα πολύ προσεκτικά. Τραβηξε τη γνωστή ρουφηξιά.

-Λοιπόν, μπορεί να σου μοιάζω σκουπίδι, αλλά δε νοιώθω έτσι. Αυτό που έζησα δεν το ζούν εύκολα στον κόσμο μου. Ομως αρκετά με τα δικά μου. Σε ευχαριστώ για την παρέα σου και τα τσιγάρα. Πριν φύγεις, θαθελα να σου πω πως αυτό που σε βασανίζει μπορεί να νικηθεί χωρίς ασπίδα. Γδύσου. Οπως έκανε εκείνος. Μονάχα έτσι γίνεται. Μη σε απασχολεί το κρύο, θα ζεσταθείς. Με την ασπίδα δεν θα τα καταφέρεις. Ο αντίπαλός σου θα βρει τον τρόπο να την συντρίψει.
Και ξαναγύρισε το λευκό της βλέμμα ίσια στο δικό μου. Μου χάρισε ακόμα ένα χαμόγελο. Δεν ξέρω πως το έκανα, αλλά πλησίασα τα σαπισμένα δόντια και ακούμπησα τα χείλη μου στα δικά της. Δεν είχα ξαναφιλήσει Μέδουσα.

Μετά συνέχισα το δρόμο μου, ξέροντας ότι επιστρέφω σπίτι.

buzz it!

2 σχόλια:

Kwlogria είπε...

Πολύ πολύ όμορφο...
Αφού τα ξέρεις, γιατί θες να τα ακούς από μέδουσες; Πρέπει ε; Να είσαι καλά:)

Nomad είπε...

Αγαπητή κωλόγρια,

ως οσονούπω κωλόγερος κι εγω ναι μεν τα ξέρω, αλλά τάχω ξεχάσει. Εξάλλου είμαι βέβαιος, γνωρίζεις ήδη πως μιλά κανείς στους άλλους για να κατανοεί τον εαυτό του, δηλαδή εναν άλλον.

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για το σχόλιο, να είσαι καλά επισης.
:)