Ομως είναι τ' ανέλπιστα...

Η εξέταση του ραδιενεργού άνθρακα έβγαζε τρελά αποτελέσματα. Από τη μια έδειχνε ότι το κόκαλο είχε ηλικία περίπου 3000 ετών, όμως το κομμάτι ύφασμα που βρέθηκε δίπλα του, είχε φτιαχτεί τα τελευταία 10 χρόνια. Δεν μπορεί, κατά σύμπτωση θα βρέθηκαν μαζί, υπέθετε ο καθηγητής της αρχαιολογίας.
Ο Λέκκας το είχε ανακαλύψει στην κορυφή του Κιθαιρώνα, λίγο έξω από το εγκαταλειμμένο στρατόπεδο της αεροπορίας. Για την ακρίβεια το είχε βρει ο σκύλος του ο Τόμυ, σκάβοντας σχεδόν κάτω από τα αγκαθωτά φύλλα ενός αθάνατου. Δεν είχαν βρεθεί άλλα ανθρώπινα οστά τριγύρω, παρότι ακολούθησε μια αρκετά εκτεταμένη και προσεκτική ανασκαφή. Κάποιος είχε ξεχάσει το χέρι του εκεί πάνω.
Οστά μπορεί να μην είχαν βρεθεί, όμως η σκαπάνη είχε εντοπίσει σε κοντινή απόσταση και τα κομμάτια ενός αμφορέα. Η εξέταση έδειχνε ότι κάποτε είχε μέσα κρασί. Τώρα που η άνοιξη έδινε τη θέση της στο καλοκαίρι, ο καθηγητής Λέκκας είχε επιστρέψει στο σημείο του ευρήματος με την τσάπα του, το αντίσκηνό του, τον Τόμυ και την Ιωάννα, τη νεαρή φοιτήτρια και βοηθό του. Παρότι η επίσημη ανασκαφή είχε τελειώσει, κάτι τον έσπρωχνε να συνεχίσει ιδιωτικά, με τα πενιχρά μέσα ενός ιδιώτη αρχαιολόγου. Είχε απλά εξασφαλίσει την άδεια από το κεντρικό αρχαιολογικό συμβούλιο. Ο Λέκκας είχε παθιαστεί. Ήθελε να λύσει το μυστήριο του χαμένου χεριού. Διαισθανόταν πως κάτι ιδιαίτερο έκρυβε αυτό το εύρημα και θα προσπαθούσε να το εντοπίσει.
-Κοίτα εδώ! άκουσε την Ιωάννα να φωνάζει ένα μεσημέρι. Την είδε γεμάτη λάσπες και χώματα να του δείχνει ένα σημείο μέσα σε μια λακκούβα που έσκαβε από το πρωί. Πήγε κοντά και εκείνη του υπέδειξε ένα περίεργο κομμάτι σίδερου. Ο Λέκκας το περιεργάστηκε αρχικά στη θέση που βρισκόταν, αποφεύγοντας να το πιάσει. Με το μικρό του σκουπάκι το καθάρισε εύκολα επί τόπου. Ήταν στιλπνό παρά τα χώματα. Με μεγάλη προσοχή το σήκωσε και το επεξεργάστηκε. Έμοιαζε με αλουμίνιο, όμως κάτι στην υφή του και το δυσανάλογο βάρος του, τον έκαναν να συμπεράνει πως επρόκειτο για κάποιο άλλο είδος μετάλλου. Στην κορυφή του υπήρχε ένα εξόγκωμα που έμοιαζε με μεταλλικό κουκουνάρι. Το σίδερο ήταν τυλιγμένο με πλέγμα που θύμιζε φύλλα κισσού. -Θεέ και παναγία, μοιάζει με θύρσο! είπε δυνατά ο Λέκκας. Αλλά οι θύρσοι ήταν ξύλινοι, ετούτο εδώ είναι μεταλλικό! Προσεκτικά, σήκωσε τελικά το μέταλλο με γυμνά χέρια και το περιεργάστηκε καλύτερα χωρίς να κρύβει την έκπληξή του. -Τι είναι ο θύρσος; τον ρώτησε η Ιωάννα. -Ήταν ένα ραβδί, συνήθως από καλάμι, στολισμένο με κισσό η αμπέλι που κρατούσαν όσοι έπαιρναν μέρος στις πομπές... Όπως ο Λέκκας μιλούσε ακουμπώντας τα σιδερένια φύλλα του κισσού, άκουσε ένα κλικ και μια γαλαζωπή λάμψη πετάχτηκε από το κουκουνάρι πριν ολοκληρώσει τη φράση του. Τυφλώθηκε για λίγο και ζαλίστηκε.
Όταν άνοιξε τα μάτια δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Μια παράξενη μυρωδιά διαχεόταν στην ατμόσφαιρα, μια μυρωδιά μεθυστική κι ενοχλητική ταυτόχρονα. Δυνατή μουσική με αυλούς και τύμπανα ακουγόταν και μπροστά στον έκπληκτο Λέκκα δεκάδες γυναίκες με αραχνοΰφαντα πέπλα στροβιλίζονταν στο ρυθμό της μουσικής, που ολοένα γινόταν πιο έντονη και ρυθμική, κρατώντας αναμμένους πυρσούς και κραδαίνοντας θύρσους. Στο βάθος, ένας άντρας στεφανωμένος με κισσούς καθόταν σε ένα ανάκλιντρο και παρακολουθούσε, ενώ άλλες γυναίκες, καθισμένες νωχελικά στα πόδια του, τον τάιζαν σταφύλια. Το γυναικείο πλήθος χόρευε με φρενήρη ρυθμό γύρω από έναν δεύτερο, ολόγυμνο άντρα που ήταν δεμένος σε έναν πάσαλο. Οι γυναίκες έμοιαζαν να βρίσκονται σε έκσταση και τραγουδούσαν κάποιο χορικό στα αρχαία Ελληνικά. Ο καθηγητής μετέφρασε μέσα του νοερά στη μοντέρνα γλώσσα αυτά που έλεγαν: Πολλές της Μοίρας οι μορφές πολλά και τ αναπάντεχα που οι θεοί περαίνουν κι όσα στο νου μας βάζουμε να γίνουν, δε θα γίνουν. Όμως είναι τ ανέλπιστα Που πραγματοποιούνται ΟΛέκκας, που βρισκόταν στην κορυφή ενός λόφου λίγο ψηλότερα, διέκρινε μια φιγούρα που έμοιαζε με κατσίκα να τις πλησιάζει. Όμως από τη μέση και πάνω η κατσίκα ήταν άντρας και τα τραγίσια πόδια ήταν δύο. Είδε τον καθισμένο άντρα να λέει κάτι στρεφόμενος προς τον δεμένο γυμνό άντρα και μετά να εκσφενδονίζει ένα αντικείμενο σαν ραβδί μακριά του. Πάγωσε ακούγοντας ξαφνικά τον δεμένο άντρα να ουρλιάζει σαν άγριο θηρίο. Αλλά αμέσως σώπασε ξανά.
-Αδύνατον… είπε από μέσα του σχεδόν τρομοκρατημένος. Δεν είναι δυνατόν. Παρακολουθώ το χορό των μαινάδων, το Διόνυσο και τον Πάνα! Από το δάσος ξεπρόβαλαν τότε άντρες με ορθωμένους τους πελώριους φαλλούς τους και σε λίγο οι μαινάδες, ο Πάνας και οι σάτυροι σχημάτισαν ένα οργιώδες σύμπλεγμα που αγκομαχούσε στους ρυθμούς της μελωδίας τριγύρω από τον δεμένο. Ο ερωτισμός τους ήταν ζωώδης και η μυρωδιά ταγισμένου ιδρώτα ανακατεμένου με σπέρμα και κρασί, έφτασε σύντομα μέχρι τον Λέκκα που παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια και τον έκανε να μην μπορεί να αποφασίσει αν το σώμα του ερεθιζόταν η αηδίαζε περισσότερο. Μόνο ο Διόνυσος παρακολουθούσε ατάραχος από το ανάκλιντρό του με πέντε από τα κορίτσια της ακολουθίας του να συνεχίζουν να τον χαϊδεύουν, να τον κερνούν κρασί και να τον ταΐζουν φρούτα. Ο άντρας που ήταν δεμένος στον πάσαλο είχε κλείσει τα μάτια κι έμοιαζε να προσεύχεται υψώνοντας το βλέμμα στον ουρανό, αρνούμενος να παρακολουθήσει το όργιο.
-Μα ποιος είναι αυτός; αναρωτήθηκε ο Λέκκας που είχε αρχίσει να ιδρώνει από την έξαψη και να ανατριχιάζει από το σοκ. Σε λίγο, μέσα σε κρεσέντο ερωτικών επιφωνημάτων, οι μαινάδες άρχισαν να σηκώνονται μια-μια και να πλησιάζουν τον δεμένο, ενώ οι σάτυροι παρακολουθούσαν ξαπλωμένοι στο χορτάρι. Με τους θύρσους άρχισαν να τον χτυπούν και με τους πυρσούς να τον καίνε σε όλο το σώμα. Το ουρλιαχτό του άντρα του τρύπησε τα αυτιά. Ο Λέκκας γούρλωσε τα μάτια ακόμα περισσότερο, τόσο που οι κόρες του πετάχτηκαν έξω. Έπειτα οι μαινάδες, με ακονισμένα καλάμια, με τα νύχια και τα δόντια τους ξεκίνησαν να γδέρνουν και να κατακρεουργούν αργά-αργά τον άτυχο άντρα, ο οποίος δεν αντιδρούσε πια, ούτε φώναζε.
Ο Λέκκας δεν μπορούσε να βλέπει, καθώς οι εκστασιασμένες γυναίκες ξέσκιζαν το σώμα του, τον έγδερναν, τον κατασπάραζαν, τον δάγκωναν. Στο τέλος τον διαμέλισαν. Αργα-αργά και σα να βρίσκονταν σε ηδονική έκσταση, οι γυναίκες απέκοψαν πριονίζοντας και δαγκώνοντας και τα τέσσερα άκρα του δυστυχισμένου. Επιναν το αίμα που αναβλυζε στις πληγές και μετά τις έκαιγαν. Οι περισσότερες είχαν γεμίσει με αίματα και τα μάτια τους φαίνονταν λευκά. Άλλες γυρνούσαν χορεύοντας με αλαλαγμούς γύρω από τον πάσαλο, κραδαίνοντας με μανία τους θύρσους. Το σώμα κρατόταν ακόμα δεμένο από τον κορμό. Σάρκες κρέμονταν παντού. Μια από τις γυναίκες, πήρε τελικά ένα κοντό σπαθί και με ένα απότομο χτύπημα του έκοψε και το λαιμό. Με το κεφάλι του νεκρού στο δεξί της χέρι να στάζει αίματα, άρχισε να τρέχει γύρω-γύρω από τον Διόνυσο που παρακολουθούσε πάντα ατάραχος, αλαλάζοντας και υψώνοντας το τρόπαιο στους ουρανούς.
Ο Λέκκας θυμήθηκε τον Ευριπίδη. Αν ο μεγάλος τραγικός για κάποιον ακατανόητο λόγο περιέγραφε μιαν πραγματικότητα, τότε παρακολουθούσε τον μαρτυρικό θάνατο του Πενθέα, του βασιλιά της Θήβας, που αρνήθηκε να δεχθεί τη λατρεία του Διονύσου όταν ο θεός έφτασε στην πόλη. Και οι γυναίκες που τώρα του ξέσκιζαν τη σάρκα, ήταν οι γυναίκες της Θήβας που σε πείσμα του βασιλιά τους ακολούθησαν το θεό. Ήταν οι Βάκχες που τώρα είχαν μεταμορφωθεί σε μαινάδες. Ανάμεσά τους έπρεπε, θυμόταν ο καθηγητής, να βρισκόταν και η ίδια η μητέρα του άτυχου Πενθέα, η Αγαύη. Ο Λέκκας ξαφνικά ανατρίχιασε για πολλοστή φορά, όμως τώρα εξαιτίας μιας μνήμης. Αγαύη, ήταν το επιστημονικό όνομα του αθάνατου, του φυτού δίπλα στο οποίο ο Τόμυ είχε ανακαλύψει το οστό. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τώρα έβλεπε ποιανού το χέρι είχε βρει. Πανικόβλητος από το σοκ του και το αβάσταχτο παράλογο της έκπληξης να ζει μια μυθολογική σκηνή χιλιάδες χρόνια πριν, θυμήθηκε πως ακόμα κρατούσε το παράξενο μέταλλο. Έσφιξε και πάλι τους μεταλλικούς κισσούς, αυτή τη φορά όσο πιο μαλακά και λιγότερο μπορούσε. Μια νέα λάμψη τον τύφλωσε. Άνοιξε ξανά τα μάτια.
Τώρα αντίκριζε την ίδια ακολουθία γυναικών, μόνο που τις έβλεπε να ανεβαίνουν προς το βουνό κρατώντας και πάλι πυρσούς, πανέρια με φρούτα, μελανόμορφους αμφορείς και καλαμένιους θύρσους. Η θυρσοφόρος πομπή βρισκόταν αρκετά κοντά του. Ο Διόνυσος ήταν μισοξαπλωμένος στο ανάκλιντρο που μετέφεραν μερικοί σάτυροι, οι οποίοι τώρα δεν ήταν ερεθισμένοι. Για πρώτη φορά ο Λέκκας συνειδητοποίησε ότι οι σάτυροι δεν είχαν πάντα έτοιμο τον υπερμεγέθη φαλλό, αλλά υπήρχαν και στιγμές που το πέος τους ήταν χαλαρό. Λίγο παραπάνω, είδε το ίδιο τοπίο όπου πριν είχε παρακολουθήσει να διαδραματίζεται το όργιο και ο τελετουργικός διαμελισμός του Πενθέα. Μπροστά πήγαινε ο Πάνας παίζοντας τον αυλό του και μερικοί τυμπανιστές σάτυροι. Η ακολουθία ανέβαινε αργά. Ο Λέκκας συμπέρανε ότι είχε μεταφερθεί μόλις λίγη ώρα στο παρελθόν.
-Όχι, δεν θα το επιτρέψω να ξανασυμβεί, σκέφτηκε. Αυθόρμητα και χωρίς να το καλοσκεφτεί, ο καθηγητής της αρχαιολογίας αποφάσισε να επηρεάσει την ιστορία, που μέχρι πριν λίγο νόμιζε για μυθολογία. Ο φόβος που νωρίτερα τον είχε κάνει να παραλύσει, ξαφνικά μεταβλήθηκε σε οργή. Ένοιωσε την αδρεναλίνη να τον τινάζει μπροστά. Πετάχτηκε από το βράχο του απερίσκεπτα και στάθηκε όρθιος και αγριεμένος μπροστά στον Διόνυσο, κραδαίνοντας απειλητικά τον θύρσο.
-Ανάθεμά σε θεέ της ηδονής για τους φόνους που επιτρέπεις στο όνομά σου! του φώναξε βροντερά. Όμως εγώ δεν θα σου επιτρέψω να το κάνεις αυτό. Δεν θα σκοτώσεις άλλον άνθρωπο για τη διασκέδαση και το όργιό σου. Εκπροσωπώ τον πολιτισμό και το αύριο. Κάνε πίσω Διόνυσε! Η ακολουθία σταμάτησε, όπως και η μουσική. Η φωνή του Διόνυσου ακούστηκε σα μελωδία από τον ουρανό. Ήταν απολύτως ήρεμη κι ο ίδιος σχεδόν χαμογελούσε. -Βλέπω πως ήρθες τελικά. Βλέπω ότι κρατάς το θεϊκό μου όπλο, αυτό που έκλεψες νομίζοντας πως μου στερείς τη δύναμη χθες βράδυ, στα ανάξια και ιδρωμένα χέρια σου. Ίδιος με άγριο θηρίο μου μοιάζεις, που το βασίλειό σου θες να προφυλάξεις από τον εισβολέα. Όμως θα διαπιστώσεις βασιλιά ότι δεν είμαι εγώ ο εχθρός του λαού. Ο Λέκκας προσπάθησε να πει κάτι, αλλά ο Διόνυσος συνέχισε. -Εγώ είμαι ο ελευθερωτής των ζωντανών ανθρώπων από τα δεσμά της σάπιας ηθικής σου. Και είσαι εσύ ο τύραννός τους. Αλλά από σήμερα η θηριώδης διακυβέρνησή σου θα δώσει τη θέση της στις αισθήσεις. Το μέλλον που λες ότι εκπροσωπείς είναι ένα μέλλον ζοφερό και στερημένο από τη μαγεία για χάρη κάποιου εξωτικού πλάσματος που αποκαλείς ορθό λόγο. Γιατί είναι ορθός αλήθεια; Μήπως γιατί ο πολιτισμός που επικαλείσαι είναι χτισμένος σε εκατομμύρια πτώματα που θυσιάστηκαν χωρίς σκοπό, χωρίς τελετουργία, χωρίς την ιερή μέθη του οίνου, της ψυχής και του αίματος; Οι ηδονές του μέλλοντός σου δεν είναι ηδονές πραγματικές, γιατί δεν έχουν το θεό και τη σπονδή μέσα τους, παρά μονάχα το ζώο και το όφελος. Ξέρουμε κι εμείς να σφάζουμε όμως Πενθέα.
Ο Λέκκας δεν καταλάβαινε… Για ποιόν τον περνούσε; -Μα τι λες…ψέλλισε και ξαφνικά ένοιωσε έναν οξύ πόνο στο κεφάλι. Όπως όλα σκοτείνιαζαν γύρω του κι έπεφτε στο χώμα, πρόλαβε να δει τον Πάνα που τον είχε χτυπήσει από πίσω με ρόπαλο. Έχασε τις αισθήσεις του και σωριάστηκε. Όταν συνήλθε, συνειδητοποίησε σαν μέσα σε κακό όνειρο ότι άκουγε την ίδια μουσική και μύριζε την ίδια γλυκερή έντονη μυρωδιά που είχε νοιώσει μετά την πρώτη λάμψη. Μόνο που τώρα ήταν γυμνός και δεμένος ο ίδιος στον πάσαλο. Τα ρούχα του τα είδε σκισμένα και πεταμένα πλάι από έναν αθάνατο. Γύρω του στροβιλίζονταν με μάτια λευκά οι μαινάδες και στο βάθος έβλεπε τον Διόνυσο να απολαμβάνει τα σταφύλια του στο ανάκλιντρο. Μια πανέμορφη έφηβη που έμοιαζε εντυπωσιακά στην Ιωάννα, είχε καθίσει εμπρός στα πόδια του και πιπιλούσε το μόριό του που βρισκοταν σε στύση. Ο Διόνυσος της χαιδευε απαλά το μάγουλο. Ο Πάνας ερχόταν από το βάθος με τον αυλό του. -Μα τι κάνετε; Αφήστε με, λύστε με, δεν είμαι αυτός που νομίζετε, είμαι άλλος. Δεν είμαι βασιλιάς, είμαι καθηγητής και... Μα η φωνή του σκεπαζόταν από το τραγούδι των γυναικών που ωρύονταν κουνώντας τα καλάμια τους και χοροπηδώντας. Θυμήθηκε πως αυτό λεγόταν θυρσομανία. Άρχισε να φωνάζει προσπαθώντας να ακουστεί, αλλά άκουσε ξανά τον Διόνυσο. Κατά τρόπο παράδοξο, η δική του φωνή παρότι σιγανή και μελωδική, ακουγόταν ολοκάθαρη πάνω από τη μουσική και την οχλοβοή των μαινάδων: -Νόμισες ανόητε θνητέ ότι κλέβοντάς μου τον θύρσο θα μπορούσες να με εξουσιάσεις και να σταματήσεις τις γυναίκες της Θήβας από την επιθυμία τους να με ακολουθήσουν; Απερίσκεπτε, τα όπλα του θεού των ηδονών είναι ανεξάντλητα. Είμαι ο Διόνυσος και το μεγάλο μου όπλο δεν είναι αυτό το μέταλλο, παρά η δύναμή μου να στήνω τον απελευθερωτικό μου χορό στις ψυχές των ανθρώπων. Κι έτσι αυτό που τόση σκευωρία χρησιμοποίησες για να μου πάρεις, δες πως θα το πετάξω τώρα μακριά. Και εκσφενδόνισε το μεταλλικό ραβδί προς τους θάμνους λίγο πιο πέρα. Οι εκστασιασμένες γυναίκες άρχισαν να τον πλησιάζουν με μάτια αναποδογυρισμένα, ζυγίζοντας τους θύρσους και υψώνοντας τα μαχαίρια.
Ο καθηγητής Λέκκας διέκρινε τότε μακριά, πάνω στον κοντινό λόφο, μια ανθρώπινη φιγούρα να στέκεται ακίνητη και να τον παρακολουθεί. Ούρλιαξε σαν άγριο θηρίο.
*μεταγραφή απο έντυπο κλπ

buzz it!

9 σχόλια:

theorema είπε...

Σας εύχομαι ένα ανέλπιστο Σαββατοκύριακο, κύριε Νόμαντ, και γενικώς πολλές ανέλπιστες εμπνευσμένες στιγμές όπως αυτή και όχι μόνο.

:-)))

aKanonisti είπε...

Και όμως... διαβάζεται μονορούφι...
Ούτε τσιγάρο δεν άναψα!!!
Εύγε....

Spy είπε...

Καλά, έχω Διονυσιαστεί λέμε...

nelly είπε...

Θα μπορουσα να γραψω σχολιο-σεντονι σχετικα με τις Βακχες και με το χαρακτηρα του Πενθεα (και ας πουμε οτι με εχει απασχολησει λιγο παραπανω αυτη η τραγωδια) αλλα δεν θα το κανω, οχι για λογους οικονομιας χωρου αλλα για δικους μου λογους. Χτυπησες φλεβα, οπως αντιλαμβανεσαι.

Ωραιο το κειμενο.

Ο Πενθεας δεν υπακουει, παρανοει και κομματιαζεται, η Αγαυη μαινεται και σκιζει τις σαρκες του γιου της κι ο Διονυσος τους παιζει ολους στα δαχτυλα, οπως κανει αλλωστε αυτος ο μικρος αντι-θεος που κρυβουμε μεσα μας. Αυτος που πειναει για μας και που μας κανει να πειναμε γι αυτον.

Δε λεω αλλα. Τα συλλογιζομαι ομως.
:)

Nomad είπε...

Θεώρημα,

αντευχομαι μια καλή εβδομάδα, ελπίζουμε δεν ελπίζουμε.



Ακανόνιστη,

χαίρομαι που συντελώ στη μείωση των ρύπων.

:ΡΡΡΡΡΡΡΡΡ

Κατάσκοπε,

πάλι καλά που δεν έχετε Πανιάσει.

:ΡΡΡΡΡΡΡΡΡ

Νέλλυ,

όποτε σου προκύψει μετά χαράς, καλους συλλογισμούς -εύχομαι να μην είναι σπλάττερ όπως του Ευρυπίδη!

Valisia είπε...

Μιλάμε για πολλά ναρκωτικά ο κύριος Λέκκας ε;

Σελιτσάνος είπε...

Πω πω!Ευτυχώς που μ΄αρέσει το κρασί και ο "νεοελληνικός ορθός λόγος"...

Nomad είπε...

Βαλίσια,

ευτυχώς, εν προκειμένω, που πινει και δε μας δίνει



Καλως ηλθατε.

Σελιτσάνε,

μμμ, μου θυμήσατε οτι αφησα τη "Γοητεία του ανορθολογισμού" (ενα εξαιρετικό βιβλίο για τη γεννηση του φασισμου στην ευρώπη) μισοτελειωμένο, ευχαριστώ!

:)

Nomad είπε...

ΥΓ. Για το κρασί σκέφτομαι οτι ενας σίγουρος τρόπος να μη σου αρεσει, είναι να σε πανε στα τρια σου να το μεταλαβεις, οπως εκανε η γιαγια στην κόρη μου η οποία επέστρεψε και μου ελεγε ποσο χάλια μπλιαχ είναι το κρασί. Κατόπιν αυτής της ευτυχούς εξέλιξης είμαι πια σίγουρος οτι η σχέση της με τον παπα-γιάννη θα περιοριστεί στο πάσχα. με το κρασί στο να κοιτάει τα μπουκάλια και με τη γιαγιά στα τσουρέκια.

:ΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ