http://www.flickr.com/people/jot_de/
Θα ήταν μαύρο το χιόνι αν το φωτογράφιζε ο Μαν Ρέι; Αν ο Ελυάρ μια χιονισμένη μέρα επιθυμούσε να συνθέσει την ωδή της νιφάδας θα μιλούσε για τις φωτιές;
Προχωρώντας μέσα στο χιόνι, με τη θύελλα να τον δέρνει, να επικάθεται ο νιφετός στα γυαλιά του και να ασπρίζει τα μούσια του, ταξίδευε ταυτόχρονα στο παρελθόν και το μέλλον του χιονιού. Στο παρελθόν το χιόνι είναι σύννεφο, στο μέλλον είναι λερωμένο. Ωσπου δεν υπάρχει πια το χιόνι κι ο κόσμος εκβάλει στην άνοιξη για να επιθυμεί, φυσικά, τα τζιτζίκια. Τότε, όταν λιώσουν και τα τελευταία χιόνια, σκεφτόταν και προχωρούσε, αποκαλύπτονται τα εξαίσια πτώματα.
Τώρα σκέφτηκε τον Αντρέ Μπρετόν να κάθεται σε ένα βιενέζικο καφέ απέναντι από τον Τριστάν Τζαρά και να ζωγραφίσουν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, όποια μέλη ενός αγνώστου σώματος τους έρχονται στο μυαλό. Στο τέλος, θα συνθέσουν μαζί το διάσημο εξαίσιο πτώμα του σουρεαλισμού, που ίσως να έχει τρία χέρια και καθόλου κεφάλι, ίσως να υπάρχει μια μύτη στον οισοφάγο και μερικά στραβά δόντια περασμένα σα σκουλαρίκια στο αυτί, μα πάντα θα μένει εξαίσιο το υπερρεαλιστικό πτώμα, αφού εξαίσιο είναι αυτό που βλέπουμε σαν τέτοιο κι εφόσον τίποτα στον κόσμο, ούτε καν οι ακουαρέλες που τώρα ζωγραφίζει ο Μπρετόν ενώ η χιονοθύελλα μαίνεται έξω από το καφέ, δεν έχουν καμιά σημασία.
Ολα υπόκεινται στο χρόνο, ξανασκέφτηκε όπως γλίστρησε σε έναν όγκο παγωμένου χιονιού και παραλίγο να σωριαστεί. Προχωρούσε στο χρόνο, αλλά ταξιδεύοντας ανάποδα μέσα του μπορούσε να νοιώσει τη θαλπωρή της φωτιάς, όπως ακριβώς μπορούσε πλάι στη φωτιά να ταξιδεύει με το μυαλό του στους πάγους του απώτατου κόσμου, αναζητώντας μιαν Ευριδίκη ιδίας κατασκευής, με τη μέθοδο του εξαίσιου πτώματος, μια Ευρυδίκη με δυο καρδιές, η μια απο τις οποίες θα χτυπούσε πάντα για εκείνον.
Και τώρα πρέπει να σε διαμελίσω, σκέφτηκε. Πρέπει να σκορπίσω τις μνήμες σου στο χιόνι. Γιατί η μνήμη μπορεί να φυλαχτεί μονάχα στην καρδιά σου και πρέπει να είναι αμόλυντη. Οι άρρωστες μνήμες σκοτώνουν. Εδώ, θα αφήσω το μάτι σου το δεξί κι εκεί, πίσω από το περίπτερο, θα πετάξω το χαμόγελό σου. Τα παιδικά σου χέρια, αυτά που με χάιδευαν προτού παγώσουν, θα διαμελιστούν σε δυό κομμάτια το καθένα και θα αποτεθούν πλάι στο ρήθρο του πεζοδρομίου. Τα μαλλιά σου θα γίνουν περούκα για τις απόκριες. Ο λαιμός σου θα στάζει αχνιστό αίμα που θα πέφτει στο χιόνι και θα μου δείχνει το δρόμο για το σπίτι. Η μνήμη σου θα βεβηλωθεί συστηματικά, ώσπου να μη θυμάμαι τίποτα για σένα, τίποτα απολύτως, ένα πελώριο κενό, και η γεύση των υγρών σου θα μπερδευτεί στη μνήμη μου με τη γεύση της σταρένιας μπύρας.
Μεθοδικά, όπως προχωρούσε κόντρα στη θύελλα, πετούσε ένα-ένα τα κομμάτια της πίσω του. Μια φορά μονάχα γυρισε να κοιτάξει, όταν πέταξε και το τελευταίο, ένα κοκκαλάκι για τα μαλλιά της που έμοιαζε με κινέζικο στικ φαγητού. Δεν είδε τίποτα. Το χιόνι τα είχε κιόλας καλύψει. Ο Μπρετόν κι ο Τζαρά μπορούσαν να παίζουν αιώνια το παιχνίδι τους. Το δικό του εξαίσιο πτώμα είχε μόλις σχηματιστεί κι η μνήμη μπορούσε, επιτέλους, να σταματήσει το μονόλογό της.
Δεν υπάρχει καλύτερη από μια μέρα χιονοθύελας για να ξεφορτωθείς τα πτώματά σου. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, οι ντανταιστές σιγά-σιγά θόλωσαν και το σχέδιο του εξαίσιου πτώματος εξαφανίστηκε από το χαρτί, για να σχηματιστεί ένα ποίημα του Λειβαδίτη που το λένε "Αντίο". Στην τελευταία λέξη του ποιήματος, στη λέξη «ποτέ», ξεκλείδωσε την πόρτα του κι η ζέστη από το τζάκι έλιωσε μεμιάς την τελεταία το μνήμη. Τώρα πια δε θυμόταν τίποτα. Κανένα πτώμα, έστω κι εξαίσιο, δεν υπήρχε πια εκεί.
Τι ειρωνεία, σκέφτηκε, και μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε ακόμα κι αν το έλεγε φωναχτά: Για το μαύρο χιόνι έγραψε ο Μπουλγκάκοφ...
Κάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες απ΄τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώνες
τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ΄ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε
έξω
όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο!
Τα πιο ωραία ποιήματα δεν θα γραφτούν ποτέ…
Τ.Λ
Μαύρο χιόνι
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
8 σχόλια:
Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο από το χιόνι για να καλύψει πτώματα, μίση, ενοχές στο λευκό του ομοιόμορφο πέπλο.
Συνέχισε έτσι...
εξαιρετικό,ειδικά,η "αποφώνηση" του Λειβαδίτη...
συμπληρωματικά...
"...μαύρο χιόνι χιόνισε
και πείνασαν οι πόνοι
βγες καρδιά κανόνισε
να χτυπηθούμε μόνοι..."
σας χαιρετώ
βάσκες,
ευχαριστώ πολύ.
Φαίδρα φις,
έτσι... Είδατε; Η λακωνική ιδιότητα του στίχου να υπονοεί σε 10 λέξεις νοήματα εκατοντάδων. Ευχαριστώ και
σας αντιχαιρετώ.
"Τα πιο ωραία ποιήματα δεν θα γραφτούν ποτέ"
Κι όμως, ο ΤΛ έγραψε μερικά εξ αυτών. Κινητήρια δύναμη της ποίησης το (κάθε) αντίο στο χιόνι...
Ανώνυμε,
δεν ξέρω, αλλά έχω την ισχυρή αίσθηση ότι αν ρωτούσαμε τους σπουδαιότερους ποιητές τι θα προτιμούσαν, να ζουν ή να γράφουν, οι περισσότεροι δε θα μας μιλούσαν για τα δημιουργικά αντίο και τα χιόνια, αλλά για τα απολαυστικά καλοκαίρια και τις θάλασσες. Για βιώματα δηλαδή.
:)
ετσι για να μην ξεχνάμε παραλληλους δρομους... νταντα κι εσυ!
παρηγορησε με σημερα. Που δεν μπορω να παιρνω χωρις να δινω. Που δεν εχω να δωσω παρα έρημο. Ριχνει ο περαστικος νερο
και χανεται στην αμμο.
Ριχνει το σπόρο της χαρας
στην ξεραίλα απάνω.
Κι όταν τελείωσε το χιόνι με πιάσαν τα κλαμματα.
Συλφαέν,
νομίζω σε "παρηγορώ" λιγάκι με το επόμενο ποστ περί ασπίδας. Δεν την είχες. Αρα όντως δε μπορείς να παρεις χωρίς να δώσεις. Αρα θα κλαίς που και που. Αρα, φιλιά.
:)
Δημοσίευση σχολίου