Η φιλοσοφία ενός ανθρώπου δε διαφέρει από τη βιογραφία του. Πρόκειται περί μιας ταυτολογίας, αν σκεφτεί σοβαρά κανείς αυτή τη φράση του Νίτσε. Αλλά πόσο δύσκολη να την κατανοήσεις. Όποια κι αν είναι η δεδηλωμένη φιλοσοφία σου, ο ίδιος ο βίος χαράζει την πραγματική. Στα σχεδόν τρία χρόνια που ακολούθησαν απέδειξα στον εαυτό μου πως η φιλοσοφία μου για τον έρωτα απλά δεν υπήρχε. Δεν είχα καμιά. Νόμιζα ότι ήξερα, αλλά δεν είχα ιδέα. Όσα πίστευα για τα όρια της κατρακύλας ενός άντρα πριν από εσένα, κατέρρευσαν σταδιακά. Όσα μου φαινόταν αδιανόητο πως θα μπορούσα να πράξω ποτέ, τα έπραξα στο πολλαπλό. Όσα ειρωνευόμουν στους άλλους τα λούστηκα. Όλες μου ανεξαιρέτως τις πεποιθήσεις για το πώς πρέπει να διαχειρίζεται η αξιοπρέπεια μια ερωτική αποτυχία τις βρήκα σκοτωμένες ύπουλα από εμένα τον ίδιον. Έλεγα διαρκώς πως δε μπορούσε να πάει πιο κάτω και πάντα αποδεικνυόταν πως υπήρχε κι άλλη κατάβαση. Στην αρχή, η απόφασή σου να διακόψουμε μαχαίρι την ερωτική μας επαφή μου ήταν αδιανόητη. Πώς να στο εξηγήσω; Κατανοητή, αποδεκτή, σεβαστή, αλλά αδιανόητη, αδύνατη, ανέφικτη, δεν μπορεί να το εννοείς αυτό που λες, δεν μπορεί να κλειδώνεις από τη μια μέρα στην άλλη ένα πραγματικό συναίσθημα, δεν είχα ζωή χωρίς εσένα, ξαφνικά δε χάθηκε μόνο η μισή μου χαρά, αλλά ολόκληρη. Έριξα όλη μου την δύναμη στην προσπάθεια να σε μεταπείσω. Δεν ξέρω αν είναι δίκαιο ή όχι, αλλά έτσι ακριβώς όπως ήμουν ολόκληρος μέσα στο μισό μου κομμάτι που σου δινόταν, μόλις επλήγη το ήμιση, η αρρώστια εμφάνισε μετάσταση στο σύνολο κι έτσι ολόκληρος πάλι υπέφερα. Δε μπορούσα να φανταστώ πια τον εαυτό μου μακριά σου. Δε μπορούσα να εισπράξω χαρά από πουθενά, ούτε από τα παιδιά ακόμα. Κι αυτό, εκτός από εξοργιστικό, με έκανε και να ντρέπομαι, να πλαταγίζουν τα φτερά τους οι ερινύες και να με στέλνουν ακόμα πιο βαθιά στο πηγάδι της διαρκούς μου κατάδυσης. Έτσι δέχθηκα να βρισκόμαστε φιλικά ενώ αυτό που θα έπρεπε να κάνω ήταν να σε ξεχάσω, μόνο και μόνο γιατί μου ήταν αδύνατο να περάσω πολύ καιρό μακριά σου, να μη μαθαίνω πια τα νέα σου, να μην ανασαίνεις κοντά μου. Μα πως ξεχνάει κανείς; Πως το κάνουν; Πως; Από την πρώτη κιόλας ημέρα της απουσίας σου, η μορφή σου έγινε ο καινούργιος μου ανέφικτος τόπος: ενώ ως τότε βρισκόμουν εκεί που ήθελα, από εκεί και στο εξής η μισή μου Ιθάκη είχε χαθεί. Έλεγα στον εαυτό μου για να διασκεδάζω τη θλίψη πως στην ουσία ήμουν κι εγώ ένας άνθρωπος σαν όλους τους πραγματικά αφοσιωμένους, απλά μου χρειάζονταν δυο γυναίκες ν’ αφοσιωθώ. Και δεν ήταν τόσο κωμικό όσο ακούγεται. Ένοιωθα με τρόπο αμετάδοτο, πως τόσον καιρό σε πληρότητα, η καρδιά μου είχε επιτέλους εντοπίζει το μυστικό κλειδί της ευτυχίας, το στήριγμα της «παράστασης» που, κατά τον Σοπενχάουερ πριν από μένα, είναι η ζωή. Όσο λειτουργούσε η σχέση μας ένοιωθα την πληρότητα της ευτυχίας παντού. Τώρα βρισκόμουν πάλι έρμαιο των ανέμων, μα αυτή τη φορά η θέση μου ήταν ακόμα χειρότερη γιατί δεν τους ήθελα πια τους ανέμους, με είχαν κουράσει, την Ιθάκη ήθελα, το λιμάνι που με ξέδενε απ τους κάβους και με παρέδιδε ξανά στο πέλαγος. Κι ένοιωθα σα να έχει επέμβει ένα πέτρινο πελώριο χέρι και να την έχει τσακίζει στα δυο, υφαρπάζοντας από τη θάλασσα το δεύτερο κομμάτι της, μαζί με τη σπηλιά του Εύμαιου. Και την Πηνελόπη. Μου είχε πάρει και την Πηνελόπη… Ηταν εκεί, πάντοτε δίπλα μου, πάντοτε ολοκληρωτικά αθώα, πάντα με την άλω στη μορφή της. Μα δε μπορούσα να την αγκαλιάσω, σαν αντικατοπτρισμός που όσο πλησίαζα απομακρυνόταν. Πόσο ντρεπόμουν… Πόσο ευτελής ένοιωθα… Και πόσο πάνω από τις δυνάμεις μου ήταν η αμνησία. Σε μένα, που το μυαλό μου έπαιζε παιχνίδια και ξεχνούσα συχνά και σημαντικά πράγματα, τώρα το παιχνίδι είχε αντιστραφεί και ο ίδιος ξεχασιάρης εγκέφαλος αρνιόταν να κακολειτουργήσει με εσένα, δεν μπορούσε να ξεχάσει ούτε την πιο σύντομη ανταύγεια του φωτός στα χείλια σου. Κουτσός και μονόχειρας με μηχανική καρδιά, έτσι ένοιωθα. Το ειρωνικό ήταν πως, στο τέλος-τέλος, όφειλα να ευγνωμονώ: θα μπορούσα να μην έχω καθόλου μέλη κι η καρδιά να μη χτυπά. Και το ήξερα. Και δε μου έλεγε τίποτα ανακουφιστικό. Τον πρώτο χρόνο κατόρθωσα, με την επιμονή μου και το δικό σου συναίσθημα ακόμα μπερδεμένο, να αποσπάσω ακόμα δυο φορές τον έρωτά σου. Σε πίεζα διαρκώς να χωρίσουμε σιγά-σιγά, να μην γίνεις πληγή αγιάτρευτη στα σωθικά μου, αφού έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα εσύ ξενέρωσες ακριβώς τη στιγμή που το δικό μου συναίσθημα θέριευε για τα καλά. Τελείως ανάποδα. Σου έλεγα πως αν με αγάπησες πραγματικά δεν μπορείς να με σκοτώσεις, αφού μακριά σου υπήρχε ο θάνατος. Κι εσύ με κατανοούσες, αλλά αρνιόσουν. Σε υπερέβαινε, έλεγες. Έλεγες πως σε όλη σου τη ζωή δεν είχες κάνει έρωτα με άντρα αν δεν το επίτασσε ταυτόχρονα η καρδιά σου και το σώμα, και τώρα οι παλμοί είχαν σταματήσει. Δεν ένοιωθες τη λαχτάρα μου πια, όσο κι αν συμμεριζόσουν την άχαρη θέση μου. Σαν γνήσια μοιραία γυναίκα, χρησιμοποιούσες τη σιωπή και την απόσταση για να αντιμετωπίζεις την πολυλογία και τις προσεγγίσεις μου. Και κάθε φορά που κατόρθωνα να σε φέρω λίγο κοντά μου, να αγκαλιαστούμε κι ίσως να φιληθούμε, στην επόμενή μας συνάντηση είχες ξαναχτίσει τον τοίχο, έπρεπε ξανά να σκάψω την τρύπα μου, κι αυτό συνεχιζόταν για καιρό, και τσακωνόμασταν και ξαναφιλιώναμε, αλλά πάντα φτάναμε μέχρι ένα σημείο πριν από τον έρωτα, ποτέ την κρίσιμη στιγμή δεν ξανανέβαζες εκείνο τον διακόπτη, κι είχε γίνει πια η ζωή μας μανιέρα με ένα βήμα μρπος και δυό πίσω, με λίγες στιγμές συμφιλίωσης και πάμπολλες χτικιώματος κι απελπισίας. Εκατέρωθεν. Παρόλα αυτά, μου δόθηκες ακόμα δυο φορές, τιμής ένεκεν υποθέτω αφού το τι ένοιωθα εγώ δε σε ένοιαζε και τόσο. Η δεύτερη φορά μάλιστα ήταν από τις πιο δυνατές ανάμεσά μας, αφού με κάποιον τρόπο που έκτοτε δεν ξαναήλθε, είχες κατορθώσει να απαλλαγείς για λίγο από την άρνηση και να απολαύσουμε αυτό που εξ αρχής μας έδεσε, το σφυρηλάτημα των ιδρωμένων μας σωμάτων. Απόλαυσες τον έρωτα όσο κι εγώ εκείνη την, όπως νομίζαμε, τελευταία φορά. Κι είπες τότε πια πως τώρα τέλειωσε, τώρα θα μέναμε φίλοι. Κι εγώ έτσι πίστεψα. Αλλά δεν είχαμε φτάσει ακόμα στον πάτο. Ήμασταν πολύ ψηλότερα από όσο νομίζαμε. Αλλά το καίριο χτύπημα, αυτό που ακόμα τότε δεν κατανοούσα αφού μόλις ξεκινούσε, ήταν ότι εξ αφορμής του δράματός μας, διερχόμουν σε αυτό που λέμε κοινά «κρίση της μέσης ηλικίας». Δεν το καταλάβαινα έτσι που συνέβαινε μέρα τη μέρα και με τραβούσε αργά και βασανιστικά προς την καταστροφή. Αν έβλεπα τον καθρέφτη μου; Δε θα μου έδειχνε έναν άντρα 41 ετών, παντρεμένο χρόνια, πατέρα δυο παιδιών, που μόλις έχει γράψει το πρώτο του βιβλίο και τώρα καταξιώνεται στο χώρο της μετάφρασης, να συνειδητοποιεί ταυτόχρονα την έναρξη της φθίνουσας πορείας του προς το θάνατο, τη ματαίωση του αρσενικού του στοιχείου, το συγγραφικό μπλοκάρισμα, να μην έχει μυαλό για μεταφράσεις, να αντιμετωπίζει αμήχανος τα παιδιά του και να μη μπορεί να χαρεί τη γυναίκα του που λατρεύει, κι ούτε καμιά χαρά να απολαμβάνει στη ζωή του, εξαιτίας ενός χαμένου έρωτα; Κι επιπλέον, μιας ξανα-απωλεσθείσας αδελφής; Πως θα όριζες εσύ την κρίση ηλικίας αν όχι έτσι Λίζα; Ξαφνικά, μετά από τη δεύτερη εκείνη φορά που σου απέσπασα την ηδονή, πέρασε ένα διάστημα σχετικής νηνεμίας και πάλι επιστρέψαμε στην αντιπαράθεση, τα απερίγραπτα μάτια σου, τα ίδια μάτια που εσήμαιναν λατρεία, άρχισαν να μου στέλνουν την παγερή του θάνατου ματιά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου