Να πως έγινε. Αντιλαμβανόμουν τον έρωτα μαζί σου σαν ιερουργία και ταυτόχρονα σα θρήνο, εφόσον κάθε ανέφικτο που υλοποιείται για λίγο εμπεριέχει το σπόρο του θανάτου. Κι έτσι ένοιωθα καρφωμένος στο σώμα σου όπως ο Χριστός στο σταυρό του. Ένοιωθα ταυτόχρονα την αγωνία του επικείμενου θανάτου και την ηδονή της μετουσίωσης, δια του μαρτυρίου της επίγνωσης, σε κάτι ανώτερο από την ύπαρξη κατά μόνας, σε κάτι που δεν μπορούσα να περιγράψω –κι ακόμα δε μπορώ- όμως το βίωνα με κάθε μου σπασμό. Ένοιωθα να αίρουμε την αμαρτία όχι του κόσμου, αλλά της διανοίας του. Επιστρέφαμε μαζί στο ουσιαστικό, που δεν είναι η εξ αίματος αλλά η εκλεκτική συγγένεια. Εφόσον αυτή μας πρόσταζε, η άλλη δεν μπορούσε να εμποδίσει. Δεν ξέρω πως θα ήταν τα πράγματα αν είχαμε μεγαλώσει μαζί, αν σε νταχτάριζα στα πόδια μου παιδάκι κι αν σου τραβούσα τις κοτσίδες. Υποθέτω πως δεν θα είχε προκύψει ο πόθος, αφού η πρώιμη εξοικείωση θα μας είχε οδηγήσει στην υπέρβασή του ήδη προτού φτάσουμε σε ηλικίες ερώτων. Μα δεν το ξέρω, δεν είχα βλέπεις ποτέ αδέρφι για να το ξέρω, μονάχο με μεγάλωσαν η Πέρσα κι ο Θεοφάνης. Μακριά σου. Έτσι τα λόγια που σου ψιθύριζα δεν ήταν αφέσεις αμαρτιών αλλά κουβέντες μιας λαγνείας ελεήμονος, ένα «αφες αυτοίς» που ισοδυναμούσε με δυναμίτη στην ηθική της τρέχουσας περιόδου. Σου ψιθύριζα στο λαιμό πόσο καργιόλα είσαι και την ίδια στιγμή σε αγαπούσα, όμως αυτό δεν σου το έλεγα, περιοριζόμουν στην ύβρη, γνωρίζοντας τη διαδικασία μετάλλαξης του σπέρματος σε υγρή κοινωνία με τον καταλύτη του έρωτα. Σε πότιζα και σε δονούσα και μέσα μου άστραφτε το τίποτα, ολόλαμπρο μεταμορφωνόταν σε νόημα, νόημα μελλοντικής απουσίας και ενεστώσας πρόσβασης στο μυστικισμό του ιδρώτα. Προτιμούσα να γίνομαι ωμός, όσο πιο ωμός γινόταν, να σε φτύνω στο στόμα και να ιριδίζει στο ημίφως, με διττό σκοπό. Από τη μια να ξορκίσω τον έρωτα, να σου δώσω, να μας δώσω τη δυνατότητα να τον αρνηθούμε αν έρχονταν τα δύσκολα. Ναι, νομίζω γι αυτό δεν σου εκμυστηρευόμουν με λέξεις πως σε είχα ήδη ερωτευτεί, κι ίσως έπειθα και τον ίδιο μου τον εαυτό πως δεν ξέρω ακόμα, πως όσα συνέβαιναν ανάμεσά μας μπορεί να ήταν απλά το αποτέλεσμα της έκπληξης και της στέρησης του ενός από τον άλλον όλα αυτά τα χρόνια. Δε σου μιλούσα γιατί ήθελα να έχουμε δικαίωμα υπαναχώρησης, να μπορούμε αν χρειαστεί να σωθούμε, να υποβαθμίσουμε αυτό που συνέβαινε σε μια σχέση σαρκική, να’ χει το σεξ τον πρώτο ρόλο και όλα να τα βλέπουμε μέσα από το πρίσμα αυτό, λες και θα μας αθώωνε. Πίστευα ότι αποκρύπτοντάς σου το πόσο πολύ σε είχα ερωτευτεί, θα έκανα ευκολότερη τη στιγμή του τέλους. Γιατί θα ερχόταν κάποτε αυτή η στιγμή. Θυμάμαι, την πρώτη φορά που είχες έρθει στην Αθήνα και σε είχα πάει σε εκείνο το θαλασσινό μπαράκι στον Άλιμο να κοιτάμε τα ιστιοφόρα. Με ρώτησες πρώτη: -Νικήτα, πότε λες να τελειώσει αυτό; Να τελειώσουμε; Σε κοίταξα αμήχανος. Ήθελα με όλη μου την ψυχή να σου πω ποτέ, ποτέ δεν θα τελειώσει αυτό, ποτέ καρδούλα μου. Κι αντί γι αυτό, άκουσα τον εαυτό μου να σου απαντά με ύφος ανώτερο «μόλις χορτάσουμε». Το είπα τόσο άνετα, που είδα στο βλέμμα σου μια ενόχληση. Πρέπει να σκεφτόσουν εκείνη την ώρα πως ήμουν λίγος, πως εσύ ήσουν που βίωνες βαρύτερα τη σχέση μας κι εγώ ο άνετος. Μα πώς να χορταίναμε; Πως; Πώς να χορτάσουν δυο άνθρωποι που θα ζούνε πάντα χώρια; Κι όμως το είπα. Το είπα και σκεφτόμουν την Αλεξάνδρα, το Μάρτιν, τις τύψεις μου, τις δικές σου, τα παιδιά μας, την κοινωνία, τους άλλους. Στο ομολογώ, σκεφτόμουν και τη Μάγδα. Πάντα μαζί σου η Μάγδα κατά καιρούς επέστρεφε και με στοίχειωνε. Ένας λόγος που απέφευγα την Γερμανία πριν με πλησιάσεις κι ερχόμουν πια μόνο όταν ήταν απολύτως απαραίτητο για τη δουλειά, ήταν η –απίθανη μεν, αλλά που ξέρεις- πιθανότητα συναπαντήματος μαζί της. Δε θέλω να σου λέω τώρα αυτά, όμως μετά την εγκατάλειψη η Μάγδα πέρασε ένα διάστημα τρέλας, μεταμορφώθηκε για καιρό σε κάτι φριχτό, δεν αποδεχόταν το χωρισμό μας. Αστείο δεν είναι; Όπως εγώ δεν αποδεχόμουν στην αρχή τον δικό μας… Μα τι να έκανα μαζί της; Μου είχε φύγει. Έτσι κάποια στιγμή την απέφυγα. Την απέφυγα άκαρδα και χωρίς να της εξηγήσω πως δεν συγγενεύαμε. Την απέφυγα με τρόπο που σήμερα με κάνει να ντρέπομαι. Ας μην στον περιγράψω. Μια μέρα, αρκετούς μήνες μετά, η Πέρσα μου είπε πως είχε φύγει για Γερμανία. Προηγουμένως είχε πέσει με τη μηχανή της και είχε τραυματιστεί σοβαρά. Είχε μείνει καιρό στο νοσοκομείο. Δεν πήγα να τη δω. Η μάνα μου μου το κρατούσε κρυφό. Αλλά και να μου το έλεγε δεν θα πήγαινα. Είχα ενημερώσει την Πέρσα για τις εξελίξεις, ήξερε πως την κρατούσα πια σε απόσταση. Μόλις ανάρρωσε η Μάγδα αποφάσισε να φύγει, άλλη μια από την ευρεία οικογένεια των Μαυρίδηδων (στην οποία τελικά μόνο εγώ δεν ανήκα) που μετανάστευε στη Γερμανία. Δε ρώτησα καν τι θα έκανε εκεί. Δε με ενδιέφερε πια η Μάγδα. Ήδη μου είχε αναστατώσει τη ζωή με την άρνησή της, την αδυναμία της αν θες να αποδεχθεί το όχι μου, τις σκηνές που μου είχε κάνει στις κρίσεις της απελπισίας της. Προσπάθησα γλυκά, προσπάθησα με την πειθώ, δεν έπιανε. Έτσι την απέφυγα, ανέλαβα το κόστος της ντροπής και της απάνθρωπιάς μου, και τελικά ανακουφίστηκα που έφυγε περισσότερο από όσο στεναχωρήθηκα για το ατύχημά της. Να είδες; Θέλω να σου θυμίσω τη μέρα της εκμυστήρευσης και σου μιλώ για εκείνη. Αλλά θυμάσαι. Θυμάσαι; Είμαι μέσα σου. Από πάνω σου. Ημίφως. Κρατιέμαι ακίνητος. Ορθωμένος όσο γινόταν, φωλιασμένος μέχρι τα αρχίδια και την ψυχή, μέσα σου ακίνητος, και σε κοιτώ και με κοιτάς, και τα μάτια σου είναι οι μαύρες ελιές που διηγείται ο Τριστάνος πεθαίνοντας, και δεν κοιτάς τα δικά μου μάτια αλλά εισδύεις, ακολουθείς το οπτικό νεύρο, αντανακλάσαι, ανεβαίνεις στην παρεγκεφαλίδα, εγκαθιδρύεις την αυτοκρατορία σου στον ιππόκαμπο, οι νευροδιαβιβαστές δημιουργούν συνάψεις μοίρας, αυτές οι νέες συνάψεις των νευρώνων στο μυαλό μου είναι ο χάρτης σου, από τότε παραμένουν ανέπαφες, και με εκτελείς εν ψυχρώ, είμαι ερωτευμένη Νικήτα μου λες, εσύ το λες, το εξακοντίζεις το όπλο καθηλώνοντας πια την ψυχή μου στο ανέκλητο, τώρα πια δε μπορώ να κρυφτώ, πρέπει να σου πω κάτι, κι εγώ αγάπη μου σου λέω, και φιλιόμαστε και το ξέρουμε πως λέμε αλήθεια, και χύνεις έτσι όπως είμαι ακίνητος, με πλημμυρίζεις με τον τρόπο που έχει η αγάπη να σε κάνει να τελειώνεις, και ξέρω πως είσαι κι εσύ γυναίκα μου όσο κι η Αλεξάνδρα, καμιά στη ζωή μου δε γνώρισα που να έχυνε έτσι, μόνο εσείς, και ξαφνικά μου φαίνεται ότι το βλεμμα σου το ξέρω, σα να μεγαλώσαμε μαζί, δεν καταλαβαίνω τι γίνεται, ξαφνικά νοιώθω πως δεν συναντηθήκαμε πριν 3 μήνες στο Βερολίνο αλλά πως σε γνωρίζω χρόνια, απορώ τι διάβολο συμβαίνει όταν ομολογείς τους έρωτες, τι άτιμα παιχνίδια παίζει το μυαλό, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται και γιατί έχω αυτή την αίσθηση τώρα, την αίσθηση της απέραντης οικειότητας, του ντεζα βι, και μέσα στο μπερδεμά μου και στα μουγκρητά σου αρχίζω να χύνω κι εγώ, και χύνω, και χύνω και χύνω κι όλα γίνονται σπερματοζωάρια, διαιρούμαστε σε δισεκατομμύρια πλασματάκια που αγωνίζονται να γίνουν άνθρωποι, κι έπειτα ενωνόμαστε στο σφιχταγκααλιασμένο πλάσμα με δυό κεφάλια 4 χέρια 4 πόδια ένα μυαλό κι ένα γεννητικό όργανο, που χύνει και χύνει και χύνει κι αγαπάει και δεν μπορεί να το αρνηθεί πια. Έτσι έγινε κι ομολογήθηκε ο έρωτας. Από εσένα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου